Ίσως ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα ασφαλείας, που αντιμετώπισε η γηραιά ήπειρος τους τελευταίους δύο περίπου αιώνες της πολυτάραχης ιστορίας της, ήταν η γερμανική συνεχής προσπάθεια επέκτασης και επιρροής στους λαούς της Ευρώπης και όχι μόνο.
Πράγματι από την ενοποίηση της Γερμανίας στις 18 Ιανουαρίου 1871, όλα τα ευρωπαϊκά κράτη αισθάνθηκαν και αισθάνονται την πίεση του Βερολίνου, η οποία προέρχεται από το δυναμισμό αυτού του έθνους. Η επιβολή της θελήσεως της Γερμανίας στους «λοιπούς λαούς», εκφράστηκε μέσα από τους δύο καταστροφικούς Παγκοσμίους Πολέμους με παταγώδη αποτυχία για την ίδια.
Μετά την πολεμική ταπείνωσή της, η γερμανική διπλωματία αντιλήφθηκε ότι η επιβολή δια των όπλων δεν μπορούσε να επιφέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα και στράφηκε με οξυδέρκεια σε μια ισχυρότερη και αποτελεσματικότερη μορφή πολέμου, τον οικονομικό πόλεμο. Ως όχημα και μέσο προβολής της οικονομικής ισχύος της υπήρξε η ΕΟΚ και τώρα ΕΕ, τους θεσμούς της οποίας με θέρμη υποστήριξαν και υποστηρίζουν όλες οι γερμανικές κυβερνήσεις. Η ισχύς του Βερολίνου έγινε πλέον αναμφισβήτητη μετά την ενοποίηση των «δύο Γερμανιών», στις 3 Οκτωβρίου 1990. Έκτοτε ακόμα και η Γαλλία παραμένει στην σκιά της κραταιάς Γερμανίας, άβουλη και αδύναμη να την αντιμετωπίσει ή να ισορροπήσει την ισχύ της.
Επιδίωξη του Βερολίνου είναι η πλήρη κυριαρχία του στην Ευρώπη. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού η Γερμανία, κατά τους Γερμανούς γεωπολιτικούς αναλυτές και στοχαστές, οφείλει να παραμείνει μακράν η ισχυρότερη χώρα, ενώ ταυτόχρονα να περιβάλετε από μικρά ανίσχυρα κράτη-έθνη. Για το λόγο αυτόν, αμέσως σχεδόν μετά την ενοποίηση της Γερμανίας δημιουργήθηκαν και οργανώθηκαν πολλές σχολές σκέψεις και κέντρα, τα οποία χρηματοδοτήθηκαν από ιδιωτικούς φορείς, αλλά και από το ίδιο το κράτος. Αποστολή τους είναι η αφύπνιση των καταπιεσμένων μειονοτήτων και των κάθε λογής εθνοτικών ομάδων, ώστε να διατηρήσουν την αυτοτέλειά τους, να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους και εάν χρειαστεί να αυτονομηθούν ή να ανεξαρτητοποιηθούν από τα καταπιεστικά κράτη μέσα στα οποία διαβιούν, με απώτερο σκοπό να πλήξουν και να εξασθενήσουν τα τελευταία.
Στο πλαίσιο αυτό, τα «ειδικά γερμανικά ερευνητικά κέντρα» έχουν καταγράψει μέχρι σήμερα περί τις 280 εθνοτικές ομάδες που διαβιούν σε 36 ευρωπαϊκές χώρες. Χρησιμοποιώντας αντιεπιστημονικές μεθόδους προσπαθούν να πλήξουν το εθνικό συναίσθημα των λαών προβάλλοντας τον διεθνισμό, την παγκοσμιοποίηση, τον κοσμοπολιτισμό και τις φιλελεύθερες ιδέες. Επιδιώκουν να τονίσουν τις τοπικές ιδιαιτερότητες δημιουργώντας τεχνικά «νέες εθνοτικές ή μειονοτικές ταυτότητες». Έτσι η κυπριακή είναι άλλη γλώσσα, η ποντιακή και κρητική το ίδιο και ούτω καθ΄ εξής. Άρα λοιπόν, οι Κρήτες θα πρέπει να αναγνωριστούν από το επίσημο ελληνικό κράτος ως «γλωσσική μειονότητα» και κατόπιν και ως εθνική, σε περίπτωση μάλιστα που η ελληνική κυβέρνηση τους καταπιέζει μπορούν να ζητήσουν αυτονομία ή και ανεξαρτησία. Το ίδιο για τους Ποντίους, Βλάχους, «Μακεδόνες», Πομάκους, Τούρκους, Αθιγγάνους, Σαρακατσάνους κλπ.
Με το «ακαταμάχητο όπλο» της προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων το Βερολίνο προσπαθεί να αποσταθεροποιήσει τα μη-γερμανικά κράτη προς όφελός του. Για το λόγο αυτό πρέπει αφενός να λυθεί το Σκοπιανό με την αναγνώριση της μακεδονικής γλώσσας και ταυτότητας, και αφετέρου ο Έλληνας να απωλέσει τη γνώση της συνέχειας της γλώσσας του. Το Βερολίνο και οι ντόπιοι συνεργάτες του στην Αθήνα δημιουργούν την νέα ιστορία του Ελληνισμού και ουσιαστικά μετατρέπουν την αρχαία ελληνική σε νεκρή γλώσσα. Οι μαθητές δεν θα πρέπει να την διδάσκονται γιατί είναι «ένα χάσιμο χρόνου», ενώ ταυτόχρονα θα μαθαίνουν ότι τα μακεδονικά είναι μια επίσημη γλώσσα που μιλιέται στη Βόρειο και Νότιο Μακεδονία από τους Μακεδόνες (μη-Έλληνες), που κάποια στιγμή νομοτελειακά θα ενωθούν. Για το λόγο αυτό έχει επενδύσει τόση ενέργεια η Γερμανία στην υποστήριξη της Συμφωνίας των Πρεσπών. Για τον μελλοντικό διαμελισμό της χώρας μας και την εξυπηρέτηση των γεωπολιτικών και οικονομικών σχεδιασμών της στην Βαλκανική.
Προς επίτευξη του συγκεκριμένου σκοπού και όχι μόνο εργάζονται επισταμένως πολλά κέντρα μελετητών και οργανισμοί με προεξέχοντα το «Ευρωπαϊκό Κέντρο Μειονοτήτων», ιδρυθέν το 1996, από τον Στέφαν Τραίμπστ, συνεπικουρούμενα και από τους με το αζημίωτο διανοουμένους των Open Society Funds του κ. Σόρος και τους νέο-συντηρητικούς American Enterprise Institut. Τα αποτελέσματα των συγκεκριμένων κέντρων δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητα διότι έχουν στο ενεργητικό τους σωρεία επιτυχιών που άλλαξε τον ευρωπαϊκό χάρτη. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η συνεχιζόμενη κατάτμηση της Σερβίας, ο χωρισμός Τσεχίας – Σλοβακίας, τα γεγονότα στην Ουκρανία, οι εξελίξεις στην Καταλονία είναι μόνο μερικά.
Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι το Ηνωμένο Βασίλειο αποφάσισε να απομακρυνθεί από την γερμανική Ευρώπη. Η επιλογή του ήταν μια αναγκαιότητα, που υπαγορευόταν από τη διατήρηση της ανεξαρτησίας και της αυτοτέλειάς του. Το Λονδίνο για μια ακόμα φορά αντιμετώπισε με επιτυχία τη γερμανική εισβολή, και αυτή τη φορά ήταν πιο ύπουλη και επικίνδυνη.
Στον αντίποδα η χώρα μας δεν έχει ούτε τη δυνατότητα, αλλά ούτε και την επιθυμία να αντιμετωπίσει τους γερμανικούς σχεδιασμούς. Ουσιαστικά μένει ναρκωμένη από την συνεχή επίθεση των μέσων ενημέρωσης, των κάθε λογής πολιτικών και των μη κυβερνητικών οργανώσεων που μιλούν με τρόπο φορτικό για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την παγκοσμιοποίηση, την αδελφοσύνη των λαών, την φιλελεύθερη οικονομία, τις μειονότητες, τους «πρόσφυγες» και τον διεθνισμό. Όλα αυτά είναι μόνο μερικά όπλα για την εφαρμογή του σχεδίου του Βερολίνου, για τη νέα τάξη πραγμάτων, που πρακτικά επιβάλει τη συρρίκνωση του Ελληνισμού. Οι στόχοι του σχεδίου είναι σε πρώτη φάση η Θράκη και η Μακεδονία (που είναι μόνο Ελληνική, αλλά για πόσο ακόμα;) και σε δεύτερη η Κρήτη. Τα λιμάνια της Θεσσαλονίκης, Καβάλας και Αλεξανδρούπολης είναι στο στόχαστρο, όπως και ο μελλοντικός ποτάμιος εμπορικός δρόμος Αξιού – Μοράβα – Δούναβη. Τους ίδιους στόχους όμως έχουν και οι ΗΠΑ, που δρουν προς εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων στην περιοχή. Το ποιος θα επικρατήσει δεν μπορεί να το προδικάσει κανείς, το ζητούμενο είναι να μην πληγεί ανεπανόρθωτα ο Ελληνισμός.