«Σήμερα είναι μία σημαντική στιγμή για τον κόσμο της εργασίας και για την Κυβέρνησή μας, γιατί κάνουμε ένα σημαντικό βήμα για την υλοποίηση της κορυφαίας δέσμευσης που αναλάβαμε απέναντι στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία», τόνισε η Υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Έφη Αχτσιόγλου, παρουσιάζοντας στη Βουλή την τροπολογία για την επιτάχυνση της διαδικασίας αύξησης του κατώτατου μισθού.
«Η ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος και η αύξηση των μισθών των εργαζομένων, αποτελούν κεντρική πολιτική στόχευση αυτής της κυβέρνησης», σημείωσε η Υπουργός Εργασίας και επισήμανε ότι αυτή η στόχευση υπηρετείται με δύο τρόπους «πρώτον, με την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, που από τον Αύγουστο του 2018 είναι πλέον πραγματικότητα και ήδη έχουμε επεκτείνει επτά κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που καλύπτουν περίπου 200.000 μισθωτούς. Δεύτερον, μέσα από το βήμα που κάνουμε σήμερα με την επιτάχυνση της διαδικασίας για την αύξηση του κατώτατου μισθού».
Η κ. Αχτσιόγλου σημείωσε ότι «ο νέος ενιαίος κατώτατος μισθός θα θεσπιστεί από αυτή την Κυβέρνηση τον Ιανουάριο του 2019. Ένας κατώτατος μισθός ο οποίος περικόπηκε το 2012 με επιλογή της τότε συγκυβέρνησης της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, μέσα σε μία νύχτα κατά 22% και κατά 32% για τους νέους. Ταυτόχρονα, με επιλογή της τότε συγκυβέρνησης πάγωσαν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, απαγορεύοντας στην πράξη στους εργαζόμενους να διεκδικούν και να πετυχαίνουν καλύτερους μισθούς και όρους εργασίας. Αυτές οι δύο επιλογές με δραματικές κοινωνικές συνέπειες έγιναν τότε, διότι ακριβώς υπηρετούσαν μία αντίληψη που έλεγε ότι η ανάπτυξη θα μπορούσε να επανέλθει στη χώρα μόνο στη βάση της συντριβής της εργασίας. Αυτές οι ολέθριες κοινωνικά επιλογές, πέραν του ότι συρρίκνωσαν αυτόματα το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων, εκτίναξαν και την ανεργία στο δυσθεώρητο 27,9% στα μέσα του 2013».
«Στον αντίποδα αυτής της αντίληψης», πρόσθεσε, «η δική μας Κυβέρνηση εξαρχής είπε ότι η ανάπτυξη μπορεί να επανέλθει μόνο μέσα από την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων, την υπεράσπιση των συμφερόντων τους, την ενίσχυση της διαπραγματευτικής τους δύναμης, τη θωράκιση των δικαιωμάτων τους. Αυτό το σχέδιο το υπηρετήσαμε και εντός του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Άλλοτε διαπραγματευόμενοι σκληρά για να διατηρήσουμε κεκτημένα δικαιώματα και άλλοτε για να θέσουμε κανόνες και να θωρακίσουμε δικαιώματα που δεν ήταν προστατευμένα στην πράξη. Θέσαμε κανόνες για την προστασία των εργαζομένων στις εργολαβίες, για την τήρηση των ωραρίων, την πληρωμή των υπερωριών, την καταβολή του μισθού, την καταπολέμηση της αδήλωτης, υποδηλωμένης και απλήρωτης εργασίας, την προστασία των εργαζομένων στις περιπτώσεις πτώχευσης επιχειρήσεων».
«Το κάνουμε», υπογράμμισε, «με ακόμη πιο εντατικό τρόπο τώρα που, μετά την καθαρή έξοδο από το πρόγραμμα, έχουμε πια και την πολιτική ελευθερία να ενεργούμε με μεγαλύτερη ένταση για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του κόσμου της εργασίας. Το κάνουμε με την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, με την ενεργοποίηση και επιτάχυνση της διαδικασίας για την αύξηση του κατώτατου μισθού, που θα μας οδηγήσει τον Ιανουάριο του 2019 στη θέσπιση ενός νέου, ενιαίου, αυξημένου κατώτατου μισθού, χωρίς δυσμενείς ηλικιακές διακρίσεις».
Η κ. Αχτσιόγλου τόνισε, τέλος, ότι «η έξοδος από το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής είναι ένα καθοριστικό σημείο ιστορικής σημασίας για τη χώρα. Στόχος μας είναι να αποδεικνύουμε στην πράξη ότι η επόμενη μέρα είναι καλύτερη για τον κόσμο της εργασίας και αποτελεί μετάβαση σε μία νέα περίοδο ανάκτησης δικαιωμάτων για τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία».