Ένα πειραματικό μη επεμβατικό τεστ αίματος για διάγνωση της νόσου Αλτσχάιμερ αναπτύσσουν ερευνητές με επικεφαλής μια Ελληνίδα

Επιστήμονες στη Βρετανία, με επικεφαλής μια Ελληνίδα ερευνήτρια της διασποράς, αναπτύσσουν ένα πειραματικό μη επεμβατικό τεστ αίματος για την έγκαιρη διάγνωση της νόσου Αλτσχάιμερ.

Το τεστ φασματοχημικής ανάλυσης χρησιμοποιεί τεχνικές υπέρυθρης φασματοσκοπίας και χημειομετρίας για να αναλύσει δείγματα από πλάσμα αίματος, ανιχνεύοντας έτσι πρόωρες ενδείξεις της νευροεκφύλισης.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη Μαρία Παρασκευαΐδη της Σχολής Φαρμακευτικών και Βιοϊατρικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Κεντρικού Λανκασάιρ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), δοκίμασαν το τεστ σε δείγματα αίματος από 347 ανθρώπους με νευροεκφυλιστικές παθήσεις (Αλτσχάιμερ και άλλες), καθώς και σε 202 υγιή άτομα, ηλικίας 23 έως 90 ετών.

Διαπιστώθηκε ότι το τεστ έχει ευαισθησία (sensitivity) και ειδικότητα (specificity) έως 86% στην ανίχνευση των περιπτώσεων Αλτσχάιμερ. Η ευαισθησία αφορά την ικανότητα του τεστ να ανιχνεύει τους αληθώς θετικούς σε μια ασθένεια, ενώ η ειδικότητα την ικανότητα του τεστ να ανιχνεύει τους αληθώς αρνητικούς, δηλαδή τους υγιείς.

Ειδικότερα για την πρόωρη ανίχνευση των περιστατικών Αλτσχάιμερ, το τεστ εμφανίζει ευαισθησία της τάξης του 80% και ειδικότητα 74%. Επιπλέον, το τεστ μπορεί να διακρίνει (διαφορική διάγνωση) τη νόσο Αλτσχάιμερ από την παρεμφερή άνοια που προκαλείται από τα σωμάτια Lewy, εμφανίζοντας ευαισθησία και ειδικότητα γύρω στο 90%.

Έως σήμερα δεν είναι εφικτή η έγκαιρη και ακριβής διάγνωση των νευροεκφυλιστικών παθήσεων. Τα υπάρχοντα τεστ είναι επεμβατικά, ακριβά και χρονοβόρα. Γι’ αυτό, αναζητούνται νέα αξιόπιστα τεστ έγκαιρης, γρήγορης, μη επεμβατικής και φθηνής διάγνωσης. Το υπό ανάπτυξη τεστ αφήνει υποσχέσεις ότι μελλοντικά θα μπορούσε όχι μόνο να επιβεβαιώσει πρόωρα την παρουσία της νευροεκφυλιστικής νόσου, αλλά και να διακρίνει ανάμεσα σε διαφορετικές μορφές άνοιας.

      Η Μ.Παρασκευαΐδη αποφοίτησε από το Τμήμα Χημείας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και πραγματοποιεί διδακτορική έρευνα στο Πανεπιστήμιο του Κεντρικού Λανκασάιρ.

Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση:

http://www.pnas.org/content/early/2017/08/29/1701517114.abstract

 

ΑΠΕ-ΜΠΕ

Προηγούμενο άρθροΧαλκιδική: Αεροδιακομιδή 47χρονου, σερβικής καταγωγής, από την Χαλκιδική στο νοσοκομείο Παπανικολάου
Επόμενο άρθροΘυμός: το πρώτο θύμα του, εμείς οι ίδιοι… – Γράφει ο Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπευτής Γιάννης Ξηντάρας