Συνάντηση με την Επίτροπο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης, Dunja Mijatovic, είχε χθες το μεσημέρι η Υφυπουργός Παιδείας, Έρευνας & Θρησκευμάτων Μερόπη Τζούφη. Από πλευράς του ΥΠΠΕΘ, στη σύσκεψη συμμετείχε και ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Γιώργος Αγγελόπουλος, καθώς και ο Γενικός Γραμματέας Θρησκευμάτων Γιώργος Καλαντζής.
Η Επίτροπος, ζήτησε να ενημερωθεί για τις επιπτώσεις της λιτότητας στην πρόσβαση σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης, καθώς και στην πρόσβαση των παιδιών με αναπηρίες τόσο στην Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση, όσο και στην γενική εκπαίδευση. Ιδιαίτερα στάθηκε η κ. Mijatovic και στον αντίκτυπο που είχαν τα μέτρα λιτότητας στην ποιότητα της εκπαίδευσης, όπως επίσης σε θέματα πρόσβασης των παιδιών μεταναστών και προσφύγων αλλά και των παιδιών Ρομά.
Η Υφυπουργός σημείωσε ότι «κατά τη διάρκεια της κρίσης, η επιβράδυνση της οικονομίας είχε επίσης αντίκτυπο στους παράγοντες που επηρεάζουν τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα των μαθητών, σε επίπεδο παρακολούθησης, απόδοσης και ποιότητας. Επίσης, η μείωση των εισοδημάτων των νοικοκυριών, η αυξημένη εργασία και η εργασιακή ανασφάλεια των γονέων, πυροδότησαν μια σειρά από καταστάσεις που σχετίζονται με την παιδική φτώχεια, την υλική αποστέρηση και τελικά την εκπαίδευση των μαθητών».
Πρόσθεσε ότι «μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο λιτότητας, η κυβέρνησή μας έθεσε μια σειρά από προτεραιότητες για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, τη διασφάλιση των δικαιωμάτων – ειδικά των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, τη σταθεροποίηση της οικονομίας και την αποκατάσταση της δημοκρατίας».
Όπως ανέφερε η κ. Τζούφη, παρά τις ασφυκτικές πολιτικές και οικονομικές συνθήκες των τελευταίων ετών, το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας & Θρησκευμάτων κατάφερε ενδεικτικά να
- αυξήσει τις δαπάνες για την Παιδεία μετά από 5 χρόνια μειώσεων,
- αυξήσει τον Προϋπολογισμό του 2017 κατά 5,4 % σε σχέση με το 2016 και στον Προϋπολογισμό του 2018 κατά 3,6 % σε σχέση με το 2017,
- εξασφαλίσει έκτακτη επιχορήγηση στα Πανεπιστήμια ύψους 41 εκατομμυρίων ευρώ,
- αυξήσει τη δημόσια δαπάνη για την Έρευνα και την Καινοτομία.
Όσον αφορά συγκεκριμένα την Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στη θεσμοθέτηση του ενιαίου τύπου ολοήμερου Δημοτικού σχολείου και της δίχρονης προσχολικής υποχρεωτικής εκπαίδευσης, στην επέκταση του προγράμματος «Σχολικά Γεύματα» με το Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, τα οποία αφορούν 124.000 μαθητές.
Η Υφυπουργός αναφέρθηκε συνοπτικά και στις παρεμβάσεις στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, όπως η ενίσχυση της Ενισχυτικής Διδασκαλίας, κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στα πολύ χαμηλά ποσοστά μαθητικής διαρροής, που εντοπίζεται στο 6,2%, δηλαδή χαμηλότερη από τον μ.ό. των 28 χωρών μελών που είναι 10,7%. Όπως επεσήμανε, «μέσα σε συνθήκες λιτότητας, το σχολείο εδώ φάνηκε να γίνεται αντιληπτό ως μια ‘αγκαλιά’ από τα παιδιά και τις οικογένειές τους».
Απαντώντας σε ερώτηση για την Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση, η Υφυπουργός αναφέρθηκε ενδεικτικά στην ανασυγκρότηση του θεσμικού πλαισίου με στόχο τον ενταξιακό προσανατολισμό και την ίδρυση, μετά από 8 χρόνια, 36 Σχολικών Μονάδων Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης και 570 Τμημάτων Ένταξης (ΤΕ) και την αύξηση αριθμού προσλήψεων αναπληρωτών εκπαιδευτικών ειδικής αγωγής και ειδικού εκπαιδευτικού προσωπικού, σε αριθμό σχεδόν διπλάσιο των προ τριετίας πραγματοποιούμενων προσλήψεων.
Επιπλέον, σημείωσε ότι δόθηκε η δυνατότητα λειτουργίας Ολοήμερου προγράμματος σε όλα τα Ειδικά Νηπιαγωγεία και Ειδικά Δημοτικά Σχολεία και ότι θεσμοθετήθηκε νέος τύπος σχολείου, το Ενιαίο Ειδικό Επαγγελματικό Γυμνάσιο-Λύκειο.
Αναπτύσσοντας περαιτέρω τις παρεμβάσεις στην Επαγγελματική Εκπαίδευση, η Υφυπουργός υπογράμμισε την επαναφορά 2.500 εκπαιδευτικών της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης που ήταν σε καθεστώς διαθεσιμότητας-απόλυσης. Μίλησε για την χορήγηση επαγγελματικών δικαιωμάτων και για την εξασφάλιση εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων, με στόχο την ασφαλή πρώτη επαφή των αποφοίτων ΕΠΑΛ με την εργασία. Τέλος, σημείωσε ότι έγιναν παρεμβάσεις για την πρόσβαση των μαθητών σε ΤΕΙ (ποσοστό 20%), Στρατιωτικές Σχολές, ΙΕΚ κ.ά., για την καθιέρωση της πρόσβασης στα Πανεπιστήμια και την ίδρυση διετών Δομών Επαγγελματικής Εκπαίδευσης στα Ιδρύματα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης για την προνομιακή πρόσβαση αποφοίτων ΕΠΑΛ.
Μιλώντας ειδικότερα για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, εκτός από όσα ανέφερε εισαγωγικά, η κ. Τζούφη σημείωσε ότι αυξήθηκε η δημόσια δαπάνη για την Έρευνα και την Καινοτομία από 60 εκ. € το 2015 στα 117 εκ. € το 2017, ενώ προβλέπεται να υπερδιπλασιαστεί και να φτάσει τα 127 εκ. € το 2018. Επεσήμανε δε ότι υπήρξε αύξηση των δαπανών του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων από 141 εκ. € το 2015 σε 157 εκ. € το 2017, με πρόβλεψη για 206 εκ. € το 2018 και στήριξη ύψους 240 εκ. € νέων επιστημόνων και την ενίσχυση της Έρευνας στα ΑΕΙ και Ερευνητικά Κέντρα.
Τόνισε επίσης ότι το ΥΠΠΕΘ προχωρά στο φιλόδοξο σχέδιο της αναμόρφωσης του χώρου των ΑΕΙ της χώρας, ενώ παράλληλα ενισχύονται τα Πανεπιστήμια με επιπλέον 1.500 νέους επιστήμονες για την απόκτηση διδακτικής εμπειρίας μέσω ΕΣΠΑ.
Για την εκπαίδευση των προσφυγόπουλων, μίλησε ο Γενικός Γραμματέας του ΥΠΠΕΘ Γιώργος Αγγελόπουλος, αναφερόμενος στην ίδρυση Τάξεων Υποδοχής στην Β’θμια Εκπαίδευση και την πρόσβασή τους σε ΓΕΛ και ΕΠΑΛ. Μίλησε για τις Δομές Υποδοχής για την Εκπαίδευση και σημείωσε ότι από τον Οκτώβριο του 2016 περισσότερα από 8.000 προσφυγόπουλα ξεκίνησαν να φοιτούν στο ελληνικό δημόσιο σχολείο.
Για την πρόσβαση των μαθητών/τριών Ρομά, ο κ. Αγγελόπουλος, σημείωσε ότι οι Διευθυντές των Σχολικών Μονάδων ενθαρρύνουν την προσέλευσή τους στο σχολείο: Τόσο στο Νηπιαγωγείο όσο και στο Δημοτικό σχολείο, γίνονται δεκτά ανεξάρτητα από το εάν είναι γραμμένα σε μητρώα ή δημοτολόγια, ακόμη κι αν δεν διαθέτουν πιστοποιητικό μόνιμης κατοικίας.
Εκτενώς αναφέρθηκε ο κ. Αγγελόπουλος και στις συντονισμένες δράσεις του ΥΠΠΕΘ για την άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, αναφερόμενος, μεταξύ άλλων, στις επιμορφωτικές παρεμβάσεις, αλλά και στην τοποθέτηση ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών στα σχολεία όπου φοιτούν Ρομά. Επιπλέον, επεσήμανε ότι η Κυβέρνηση ίδρυσε ειδική Γραμματεία Ρομά και πως το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης παρέχεται και σε οικογένειες Ρομά, υπό την προϋπόθεση τα παιδιά να πηγαίνουν στο σχολείο.