Συνάντησα σήμερα τους πολιτικούς αρχηγούς για να τους ενημερώσω για τις εξελίξεις στο μέτωπο των εθνικών μας θεμάτων.
Θεωρώ δεδομένο ότι είναι ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης αλλά και δική μου προσωπικά – ειδικά στη φάση της μετάβασης στην μεταμνημονιακή εποχή – να κλείσουμε όσο το δυνατόν περισσότερα μέτωπα και να οικοδομήσουμε μια νέα δυναμική φυσιογνωμία, διαδραματίζοντας τον ηγετικό ρόλο που μας αναλογεί στα Βαλκάνια.
Σε ό,τι αφορά τις συνομιλίες με την γειτονική Αλβανία ενημέρωσα τους πολιτικούς αρχηγούς ότι έχει ανοίξει ο δρόμος για την πλήρη ομαλοποίηση και αναβάθμιση των διμερών σχέσεων ανάμεσα στις χώρες μας.
Είμαστε επομένως έτοιμοι για μια στρατηγική συμφωνία Ελλάδας – Αλβανίας που θα επιλύει τις κρίσιμες διαφορές και θα οδηγεί στην προώθηση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της γειτονικής μας χώρας.
Στο ζήτημα αυτό φαίνεται εξάλλου ότι διαμορφώνεται μια ευρύτερη πολιτική συναίνεση, την οποία δεν μπορώ παρά να καλωσορίσω.
Σε ότι αφορά στο εξαιρετικά κρίσιμο και δύσκολο θέμα που αφορά τις διαφορές μας με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, ενημέρωσα διεξοδικά τους πολιτικούς αρχηγούς για τις τελευταίες εξελίξεις.
Εξήγησα ότι το 2018 έχει ανοίξει ένα παράθυρο ευκαιρίας για λύση, καθώς η νέα πολιτική ηγεσία της γείτονος υπό τον κο Ζάεφ επιδεικνύει βούληση να διαπραγματευτούμε και να βρούμε μια αμοιβαία αποδεκτή λύση σε ένα πρόβλημα, το ονοματολογικό αλλά και τα παρακολουθήματα του, που υπονόμευσε τις σχέσεις των δύο χωρών τα τελευταία 25 χρόνια.
Ειδικότερα, τόνισα ότι η νέα πολιτική ηγεσία έχει ανασκευάσει και αποσύρει σε κάποιο βαθμό την αλυτρωτική ρητορεία των προηγούμενων κυβερνήσεων, γεγονός που εκ των πραγμάτων λειτουργεί καταλυτικά για την εντατικοποίηση των διαπραγματεύσεων.
Χαρακτηριστική στο πλαίσιο αυτό ήταν και η κίνηση του κ. Ζαεφ να μετονομάσει τον διεθνή αερολιμένα της πόλης των Σκοπίων, αλλά και την Εθνική Οδό Θεσσαλονίκης Σκοπίων, από Οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου σε Οδό Φιλίας.
Αυτές οι συμβολικές κινήσεις δεν σημαίνουν βεβαίως ότι το πρόβλημα του αλυτρωτισμού έχει επιλυθεί, καθώς η πολιτική βούληση των γειτόνων μας πρέπει να πάρει και τη μορφή σαφών και συγκεκριμένων δεσμεύσεων στο πλαίσιο των συνομιλιών που διεξάγονται τόσο σε διμερές επίπεδο όσο και στο πλαίσιο της διαμεσολάβησης του ΟΗΕ.
Θέλω λοιπόν να είμαι απολύτως ευθύς και ειλικρινής.
Η βούληση και η αποφασιστικότητα της ελληνικής κυβέρνησης για την επίλυση του ζητήματος είναι δεδομένη.
Το τελευταίο διάστημα έχει συντελεστεί πρόοδος, απομένει ωστόσο πολύς δρόμος να καλυφθεί για να φτάσουμε σε μια αμοιβαία αποδεκτή λύση σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό ή χρονικό προσδιορισμό που θα ισχύει έναντι όλων.
Και όταν λέμε έναντι όλων, εννοούμε τόσο τη διεθνή ονομασία όσο όμως και την ονομασία στο εσωτερικό.
Το κρισιμότερο όμως σημείο που πρέπει να γίνει σαφές είναι ότι η επίλυση των διαφορών μας με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατίας της Μακεδονίας δεν αποτελεί υποχρέωσή μας έναντι τρίτων, αλλά έχει να κάνει με την εξυπηρέτηση των μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων εθνικών μας συμφερόντων και βεβαίως με τη σταθερότητα στα Βαλκάνια.
Δεν αποτελεί δηλαδή ένα θέμα που προσφέρεται για εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση.
Διότι πρέπει όλοι να κατανοήσουν ότι η μη επίλυση του και η απώλεια της ευκαιρίας για λύση, θα αποβεί τελικά σε βάρος τόσο της Ελλάδας όσο και της σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή.
Και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι τα τελευταία 25 χρόνια η πλειονότητα των χωρών του ΟΗΕ, έχουν αναγνωρίσει τη γειτονική χώρα με το Συνταγματικό της όνομα.
Ενώ και στην προσωρινή ονομασία που η Ελλάδα αναγνωρίζει από το 1995, περιλαμβάνεται ο όρος Μακεδονία, αλλά χωρίς κανένα προσδιορισμό που να αποτρέπει το ενδεχόμενο να εγερθούν στο μέλλον διεκδικήσεις έναντι του εδάφους ή της ιστορίας μας.
Είναι λοιπόν, το λιγότερο, υποκριτικό κάποιες πολιτικές δυνάμεις αλλά και συγκεκριμένα πρόσωπα να εκμεταλλεύονται τις ευαισθησίες και την αγωνία του ελληνικού λαού για να υπηρετήσουν μια πλήρως αναποτελεσματική και αδιέξοδη στόχευση, η οποία σε τελευταία ανάλυση είναι αντίθετη προς τα εθνικά μας συμφέροντα.
Απαιτείται λοιπόν πατριωτική εγρήγορση για να επιτύχουμε την καλύτερη δυνατή λύση αλλά δεν είναι ώρα – όπως άλλωστε ποτέ δεν ήταν, και η Ελλάδα το έμαθε με το δύσκολο τρόπο – για εθνικιστικές εξάρσεις και κραυγές φανατισμού.
Χρειάζεται σωφροσύνη μετριοπάθεια, πνεύμα συνεννόησης και ρεαλισμός αν θέλουμε να υπηρετήσουμε το εθνικό συμφέρον και όχι να στήσουμε πολιτικές καριέρες, εκμεταλλευόμενοι το γνήσιο και αυθεντικό πατριωτικό αίσθημα των Ελλήνων.
Κατά τη διάρκεια λοιπόν των κατ ιδίαν συναντήσεων με τους πολιτικούς αρχηγούς ανταλλάχτηκαν απόψεις και άκουσα με ιδιαίτερη προσοχή τις θέσεις, τις επιφυλάξεις και τους προβληματισμούς όλων.
Νομίζω ότι με τους περισσότερους είχαμε μια ειλικρινή και υπεύθυνη συζήτηση που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πολιτικές συγκλίσεις και ευρύτερη συναίνεση, εφόσον καταλήξουμε σε συμφωνία.
Δεν μπορώ δυστυχώς να πω όμως το ίδιο και για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Θεωρώ ότι η στάση του είναι δείγμα της αναξιοπιστίας, αλλά και της αδυναμίας του να πει με σθένος την πολιτική του θέση.
Αμφιταλαντεύεται διαρκώς, αλλάζει θέσεις και απόψεις ανάλογα με τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις, αλλά και με τις πιέσεις που του ασκεί ένα ακραίο τμήμα του κόμματός του.
Από τη δική μου μεριά δεσμεύομαι ότι το επόμενο διάστημα θα επιδιώξω με πατριωτική ευθύνη μια αμοιβαία αποδεκτή λύση.
Γιατί, αν ότι είναι αληθινό είναι και εθνικό, τότε αυτή είναι σήμερα η μοναδική εθνική επιλογή.
Σας ευχαριστώ