9 Νοεμβρίου 1989: η ημέρα που άλλαξε η όψη του κόσμου

Ο Γκίντερ Σαμπόφσκι φοράει τα γυαλιά του, διστάζει, ψάχνει στις χειρόγραφες σημειώσεις του. Μοιάζει να προσπαθεί να καταλάβει αυτό που διαβάζει, μετά απαντά: «Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, αυτό τίθεται σε ισχύ αμέσως, χωρίς καθυστέρηση…».

 Η βόμβα έπεσε. Είναι γύρω στις 7 μ.μ. της 9ης Νοεμβρίου 1989.

Μέλος του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του κομμουνιστικού κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας, αρμόδιος για την ενημέρωση, αυτό το μέλος του πρώτου κύκλου της ηγεσίας της «Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας» (ΓΛΔ) μόλις ανακοίνωσε, σαν να μην συμβαίνει τίποτε, μπροστά σε δεκάδες κατάπληκτους δημοσιογράφους, το άνοιγμα του Τείχους του Βερολίνου.

Μοιάζει να το κάνει εν παρόδω, στο τέλος μιας συνέντευξης Τύπου και απαντώντας σε ερωτήσεις σχετικά με τις προϋποθέσεις για την έξοδο των πολιτών από την επικράτεια.

Και δεν θα υπάρξει επιστροφή.

Όμως τριάντα χρόνια μετά, η συζήτηση εξακολουθεί να μαίνεται: η ξαφνική πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ως προοίμιο εκείνης του ολόκληρου του κομμουνιστικού μπλοκ, ήταν άραγε ένα ατύχημα της Ιστορίας; Το προϊόν μιας παρεξήγησης ενός κακά προετοιμασμένου υψηλόβαθμου στελέχους ή μια υπολογισμένη κίνηση εκ μέρους μιας ανατολικογερμανικής δικτατορίας που έπνεε τα λοίσθια;

Ένα περικυκλωμένο καθεστώς

Στους διαδρόμους της εξουσίας στο Ανατολικό Βερολίνο, μέσα στις πολυτελείς επαύλεις του Βάντλιτς όπου κατοικούν οι απαράτσικ του «Κράτους των εργατών και των αγροτών», στο βόρειο τμήμα της πόλης, η ατμόσφαιρα είναι βαριά εδώ και εβδομάδες. Πώς μπορεί να σωθεί η κατάσταση;

Ο πληθυσμός, φυλακισμένος από το 1961 πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα, ψηφίζει πλέον «με τα πόδια του»: από τον Αύγουστο 1989, φθάνει στη Δυτική Γερμανία περνώντας από άλλες χώρες του ανατολικού μπλοκ όπως η Ουγγαρία ή η Τσεχοσλοβακία, οι οποίες κάνουν όλο και περισσότερο τα στραβά μάτια.

Παράλληλα, από την αρχή Σεπτεμβρίου, εκατοντάδες χιλιάδες Ανατολικογερμανοί διαδηλώνουν κάθε εβδομάδα σε πολλές πόλεις εναντίον του καθεστώτος φωνάζοντας «Είμαστε ο λαός!» και «Θέλουμε να βγούμε!».

Η κρίση φθάνει σε παροξυσμό. Και η ΓΛΔ δεν υπάρχει περίπτωση να υπολογίζει σε κάποια επέμβαση του σοβιετικού Μεγάλου Αδελφού.

Προειδοποίηση και Γκορμπατσόφ

Στη Μόσχα, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ μιλάει μόνο για «περεστρόικα» και «γκλάσνοστ».

Μάλιστα στις αρχές Οκτωβρίου ο σοβιετικός ηγέτης απηύθυνε στον ισχυρό άνδρα της Ανατολικής Γερμανίας, τον Έριχ Χονεκερ, την εξής προφητική προειδοποίηση: «Η ζωή τιμωρεί αυτούς που καθυστερούν».

Ο Χόνεκερ φεύγει μερικές ημέρες αργότερα, στις 18 Οκτωβρίου. Ο ηγέτης αυτός, ο οποίος πριν από μερικούς μόλις μήνες είχε χειροκροτήσει την Κίνα για «τη συντριβή της αντεπαναστατικής εξέγερσης» στην πλατεία Τιενανμέν, παραμερίζεται προς όφελος του Έγκον Κρεντς.

Αυτός ο τελευταίος, ο οποίος εμφανίζεται ακόμη πιο μετριοπαθής, θέλει να σώσει τη χώρα με μερικές μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα με μια απελευθέρωση των ταξιδιών με χορήγηση βίζας εξόδου χωρίς προϋποθέσεις.

Ένα λάθος;

Και έτσι ο Γκίντερ Σαμπόφσκι αναλαμβάνει το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου 1989 την αποστολή να ανακοινώσει απ’ ευθείας από την τηλεόραση τα μέτρα χαλάρωσης που είχαν αποφασισθεί την ίδια ημέρα σε κλειστή επιτροπή. Οι εκδοχές για ό,τι ακολούθησε διαφέρουν.

Ο Έγκον Κρεντς είναι μέχρι σήμερα εξοργισμένος με τον Γκίντερ Σαμπόφσκι, τον οποίο κατηγορεί ότι επέσπευσε το τέλος της ΓΛΔ ανακοινώνοντας με δική του πρωτοβουλία ότι η δυνατότητα εξόδου από τη χώρα ισχύει «άμεσα» .

«Ήταν η χειρότερη νύχτα της ύπαρξής μου», είπε σε πρόσφατη συνέντευξη στο BBC, «δεν θα ήθελα σε καμιά περίπτωση να την ξαναζήσω».

Ο «υπουργός» Ενημέρωσης όφειλε κατ’ αυτόν να παραμείνει στην ανάγνωση μιας ανακοίνωσης που ανήγγελλε την απελευθέρωση των ταξιδιών από την επομένη το πρωί. Η ιδέα ήταν να επιτραπούν ελεγχόμενες έξοδοι με υποχρεωτική βίζα και να διατηρηθούν συνοριακές εγκαταστάσεις, και όχι να πέσει ξαφνικά το Τείχος. Και εν τέλει η χώρα και το Σιδηρούν Παραπέτασμα.

Επρόκειτο λοιπόν για ένα σφάλμα κρίσης υπό πίεση; Ή για υπολογισμένη κίνηση; Μέχρι τον θάνατό του το 2015, σε ηλικία 86 ετών, ο Γκίντερ Σαμπόφσκι ουδέποτε απάντησε ξεκάθαρα στην ερώτηση.

«Να σωθεί η ΓΛΔ»

«Κανένας πια δεν μπορούσε να σταματήσει την κίνηση η οποία άρχισε με την ανακοίνωσή μου», είχε πει απλώς, επιδιώκοντας να εμφανισθεί εκ των υστέρων ως ένθερμος μεταρρυθμιστής.

Σύμφωνα με την εκδοχή του, το άνοιγμα των συνόρων επιβλήθηκε «με το άγριο» στις 9 Νοεμβρίου 1989 στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος, στην οποία κυριαρχούσε μια οπισθοφυλακή κληρονόμων του σταλινισμού, από έναν μικρό κύκλο μεταρρυθμιστών.

«Καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως, αν θέλουμε να σώσουμε τη ΓΛΔ, έπρεπε να αφήσουμε να φύγουν οι άνθρωποι που ήθελαν να διαφύγουν», αφηγήθηκε ο Σαμπόφσκι το 2009 στην εφημερίδα TAZ.

Ωστόσο ο ανατολικογερμανός πρώην αντιπολιτευόμενος και μελλοντικός πρόεδρος του γερμανικού κοινοβουλίου Βόλφγκανγκ Τίρσε είναι πεπεισμένος πως ο Γκίντερ Σαμπόφσκι είχε ξεπερασθεί από τα γεγονότα.

«Δεν πιστεύω πως είχε αντιληφθεί τι θα συνέβαινε. Αντιλαμβανόμαστε ότι κάτι ετοιμαζόταν σχετικά με την ελευθερία των ταξιδιών διότι το κομμουνιστικο κόμμα ήθελε να σηκώσει το καπάκι για να μειωθεί η πίεση. Όμως ο Σαμπόφσκι δεν είχε καταλάβει πως το καπάκι θα έφευγε εντελώς», είπε στον δημόσιο ραδιοσταθμό.

Κατάπληξη

Σε κάθε περίπτωση το αποτέλεσμα κατέλαβε το καθεστώς εξαπίνης και άλλαξε τα διεθνή δεδομένα έπειτα από περισσότερο από 40 χρόνια Ψυχρού Πολέμου.

Αφού άκουσαν το μήνυμα στο ραδιόφωνο, την τηλεόραση ή από στόμα σε στόμα, χιλιάδες Ανατολικογερμανοί συγκεντρώθηκαν στη διάρκεια της βραδιάς και της νύκτας στα μεθοριακά φυλάκια.

Στην αρχή επιφυλακτικοί, δύσπιστοι, εγκαρδιώθηκαν στη συνέχεια, με τις προτροπές και των κατοίκων του Δυτικού Βερολίνου που ήδη γιόρταζαν από την άλλη πλευρά.

Μπροστά στο πλήθος που μεγαλώνει, τα περάσματα σύντομα ανοίγουν. Το πρώτο που σήκωσε τις μπάρες στο Ανατολικό Βερολίνο ήταν αυτό της Μπόρνχολμερ Στράσε.

Ανάμεσα στους κατοίκους του Ανατολικού Βερολίνου που συνωστίζονταν σ’ αυτό το σημείο περιμένοντας, χωρίς να το πολυπιστεύουν, να περάσουν στη Δύση, ήταν και κάποια… Άγγελα Μέρκελ.

Είναι κάτοικος της συνοικίας και μόλις που βγήκε από τη σάουνα. «Ήμασταν άναυδοι και χαρούμενοι», λέει στο ARD. Είναι τότε ερευνήτρια στη Χημεία στην Ακαδημία Επιστημών της ΓΛΔ και θα πάει να γιορτάσει μετρημένα τη βραδιά με «ένα κουτάκι μπύρα» σε φίλους στη δύση, πριν επιστρέψει.

«Η υποδοχή στο Δυτικό Βερολίνο ήταν πολύ πολύ θερμή», θυμάται.

Σύντομα ανοίγουν τα μεθοριακά περάσματα της Invalidenstrasse και του περίφημου Checkpoint Charlie. Ξεπερασμένοι από τα γεγονότα, οι περισσότεροι χωρίς να έχουν ακόμη ενημερωθεί για τις αποφάσεις του κόμματος, οι τελωνειακοί σε πολλές περιπτώσεις παύουν να τηρούν τις τυπικές διαδικασίες. Η αστυνομία υποχωρεί. «Τα έχουμε εξίσου χαμένα με εσάς», λέει ένας συνοριακός φρουρός σε μια Βερολινέζα.

«Είναι τρελό αυτό που συμβαίνει!»

Στο γερμανικό κοινοβούλιο, που βρισκόταν ακόμη στην «προσωρινή πρωτεύουσα», τη Βόννη, οι βουλευτές είχαν καταλάβει ήδη από τις 8 μμ το μέγεθος του σεισμού. Διακόπτουν τη συνεδρίασή τους και ψέλνουν αυθόρμητα τον εθνικό ύμνο. Κάτι πρωτοφανές. Ο πρώην καγκελάριος Βίλι Μπραντ, πατέρας της Οστπολιτίκ, της προσέγγισης με τον ανατολικό συνασπισμό, έχει δάκρυα στα μάτια.

Στις 22:40, ο σταρ παρουσιαστής του βραδινού δελτίου ειδήσεων της δυτικογερμανικής τηλεόρασης, ο Χανς-Γιόαχιμ Φρίντριχς, ανακοινώνει σε τίτλο: «Το Ανατολικό Βερολίνο ανοίγει το Τείχος». Το θέμα έχει τελειώσει.

«Το Τείχος του Βερολίνου δεν διαιρεί πλέον τίποτε», γράφουν εκείνη τη νύκτα οι δημοσιογράφοι του Γαλλικού Πρακτορείου, όλοι πολύ συγκινημένοι και έχοντας συνείδηση ότι γίνονται μάρτυρες της εξέλιξης της Ιστορίας.

Εκείνη την τρελή νύχτα, οι Βερολινέζοι, της Ανατολής όπως και της Δύσης, σκαρφαλώνουν στο Τείχος μπροστά από την Πύλη του Βραδεμβούργου, σύμβολο της διαίρεσης της πόλης. Μερικοί βγάζουν τα πρώτα σφυριά για να επιτεθούν σ’ αυτόν τον μήκους 160 χιλιομέτρων μαντρότοιχο από μπετόν.

Παντού οι ίδιες σκηνές ενθουσιασμού που θα κάνουν τον γύρο του κόσμου, αγκαλιές και φιλιά, το αντάμωμα ενός λαού που ήταν χωρισμένος από το τέλος του πολέμου. «Είναι τρελό αυτό που συμβαίνει!», λένε.

Και ο Γκίντερ Σαμπόφσκι; Για τον αγγελιαφόρο του ανοίγματος του Τείχους, η Ιστορία τελειώνει άσχημα: μια καταδίκη σε τρία χρόνια φυλάκιση το 1997 για την εκτέλεση Ανατολικογερμανών που είχαν επιχειρήσει να περάσουν το Τείχος το Βερολίνου.

ΑΠΕ-ΜΠΕ
Προηγούμενο άρθροΣε τροχιά αναβαθμίσεων το αξιόχρεο της Ελλάδας – Τι λένε οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης για την οικονομία
Επόμενο άρθροΤέλος στο χάος στα μητρώα των πολιτών βάζει το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης