Ζακ Ιακωβίδης: Η κανάρα, ο Πάριος κι ο Τόλης – Γράφει Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος

Ήταν Σεπτέμβριος του 1992, στη Θεσσαλονίκη. Στο φεστιβάλ τραγουδιού. Ήμουν παραγωγός της Κύπριας τραγουδίστριας Εύης Καπάταη που θα συμμετείχε στον διαγωνισμό με ένα τραγούδι του Ζακ Ιακωβίδη σε στίχους της Κικής Σεγδίτσα.

Σακελλαρόπουλος Γ. Νίκος
Γράφει ο συνεργάτης του Έμβολος δημοσιογράφος Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος

Το «Δώσ’ μου την καρδιά μου πίσω». Τραγούδι που πήρε τρία βραβεία: Σύνθεσης, ενορχήστρωσης και στίχου.

Εκεί, λοιπόν, στη Θεσσαλονίκη ανάμεσα στις πρόβες και στην αγωνία για την πορεία του τραγουδιού στο Φεστιβάλ, κάναμε ατέλειωτες συζητήσεις με τον σημαντικότατο αυτόν άνθρωπο. Και τι δεν είπαμε. Και τι δεν εξομολογήθηκε…

Ο Ιάκωβος (Ζακ) Ιακωβίδης, γεννήθηκε (1928) από μεγαλοαστική οικογένεια  κι ήταν μια κορυφαία μουσική προσωπικότητα μέχρι το τέλος του. Μια προσωπικότητα «δισυπόστατη» αφού έγραφε με την ίδια ευκολία ελαφρά τραγούδια στη μεταπολεμική εποχή αλλά και ρεμπέτικα και λαϊκά και μουσικές για τηλεοπτικά σήριαλ ή για τον κινηματογράφο. Τραγούδια και μουσικές που ο ίδιος ενορχήστρωνε και μάλιστα με τρόπο που χαρακτηριζόταν ότι είναι δεκαετίες μπροστά από την εποχή του.

Ο Ζακ Ιακωβίδης σπούδασε στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και παράλληλα έκανε πολυετείς σπουδές στο Ωδείο Αθηνών. Διηύθυνε για πολλά χρόνια την Ελαφρά Ορχήστρα του, τότε. Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας. Κι έγραψε σπουδαία τραγούδια.

ΙΑΚ4

Ακούστε: «Η  τελευταία μου αγάπη είσαι εσύ», «Αγαπούλα, αγαπούλα», «Να το πάρεις το κορίτσι», «Tικ-Τακ», «Γιατί θέλεις να χωριστούμε», «Σου έχω τόση αδυναμία’, «Θα μείνω για πάντα κοντά σου» , «Tης ζωής μου το τραγούδι είσαι συ», «Όλα γιορτάζουν τον έρωτά μας», «Είναι η ζωή σου η ζωή μου», «Σαν της γαρδένιας τον ανθό», «Χρυσή μου καρδούλα», «Νοιώθω παράξενα», «Έχω μιαν αρραβωνιάρα», «Βρέχει, ψιλοβρέχει», «Του χωρισμού η ώρα είναι τώρα», «Οι αμαρτίες μου», «Έλα»,  «Την αγαπούσα παραδέχομαι» κι εκατοντάδες άλλα.

Κι όχι μόνο. Εκατοντάδες ήταν τα τραγούδια του που κόσμησαν επιτυχημένα μιούζικαλ, επιθεωρήσεις.  «Αστέρια της Αθήνας»,  «Άλλος για το Καστρί», «Μπετόβεν και μπουζούκι» «Επιχείρησις… Ασπίδα», «Όποιον θέλει ο λαός», «Μπόννυ και Κλάιντ α λα ελληνικά», «Άκου…βλέπε…», «Τ’ αστέρι του τσίρκου», «Κουρδιστά ανθρωπάκια», «Λούνα Πάρκ», «Λάμψη».

Τον τραγούδησαν ο Νίκος Γούναρης, ο Τόνης Μαρούδης, ο Φώτης Πολυμέρης, η Καίτη Μπελίντα, η Ρένα Βλαχοπούλου, η Σοφία Βέμπο, ο Τζίμης Μακούλης, ο Τέρης Χρυσός, ο Γιάννης Βογιατζής, ο Πάνος Γαβαλάς, ο Στράτος Παγιουμτζής (!!!), η Πόλυ Πάνου (!!!), ο Τόλης Βοσκόπουλος, ο Γιάννης Πάριος, η Τζένη Βάνου, η Μάιρη Λίντα, ο Δημήτρης Μητροπάνος και δεκάδες άλλοι…

Συν οι ηθοποιοί. Από τον Βουτσά, τον Ρίζο, τον Βέγγο, τον Αυλωνίτη, τον Μουστάκα και τον Αλέκο Λειβαδίτη μέχρι τη Βλαχοπούλου, τη Σαπουντζάκη, την Αλέκα Στρατηγού και την Άννα Καλουτά

ΙΑΚ2Το 1967, στην πρώτη Ολυμπιάδα τραγουδιού που έγινε στο Παναθηναϊκό Στάδιο της Αθήνας, ο Ζακ Ιακωβίδης πήρε το πρώτο βραβείο με το τραγούδι «Πού νάναι ο ίσκιος σου Θεέ» που ερμήνευσε η Κλειώ Δενάρδου.

Το 1978, πήρε το πρώτο βραβείο του 17ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης  με το τραγούδι «Κράτα με» που ερμήνευσαν οι Χριστιάνα κι ο Τάκης Αντωνιάδης.

Το τραγούδι, όμως, που τον «σημάδεψε» είναι η περίφημη Κανάρα» ή «Πουλί» ή «Θα ζήσω ελεύθερο πουλί». Το τραγούδι ηχογραφήθηκε το 1969 και κυκλοφόρησε από τη δισκογραφική εταιρεία Sonata που είχε δημιουργήσει ο Πάνος Γαβαλάς. Το ερμήνευσε ο Χρήστος Σύρπος, που έγινε γνωστός ως Χρηστάκης.

Μέχρι τότε, έπαιζε κιθάρα και μπαγλαμαδάκι σε διάφορα λαϊκά σχήματα δίπλα, κυρίως, στην Πόλυ Πάνου και στη Γιώτα Λύδια. Κι είχε ήδη τραγουδήσει δυο τραγούδια που δεν είχαν γίνει μεγάλες επιτυχίες, το «Να χαρείς τα μάτια σου καλέ» και το «Έμαθα πως είσαι μάγκας». Αυτά τα τραγούδια ακούστηκαν κι έγιναν τεράστιες επιτυχίες, συμπαρασυρόμενα από το «Πουλί» ή «Κανάρα»…

Τους στίχους της «Κανάρας» έγραψε ο βιολιστής Μιχάλης Γαβριηλίδης, αδελφός του ηθοποιού Γιώργου Γαβριηλίδη. Τους είχε δώσει στον Ζακ Ιακωβίδη και …ξεχάστηκαν.

Κάποια στιγμή, ψάχνοντας ένα συρτάρι του για να βρει κάτι, ο Ιακωβίδης «έπεσε» επάνω στο χαρτί με τους στίχους. Τους διάβασε και χαμογέλασε. Ήταν περίπου ο εαυτός του. Ο μποέμ τύπος της Αθήνας. Η μελωδία του βγήκε αβίαστα.

Όταν το έπαιξε στον στιχουργό και συζήτησαν ποιος θα μπορούσε να το τραγουδήσει, κατέληξαν μετά από απορρίψεις διαφόρων τραγουδιστών στον Χρηστάκη. « Η φωνή και το μπρίο του θα το απογειώσουν. Θα δεις, θα το πει θεατρικά.. Ότι πρέπει…», είπε ο Μιχάλης Γαβριηλίδης….

 Έτσι κι έγινε. Μόλις κυκλοφόρησε ο δίσκος χάλασε ο κόσμος. Κι ο Χρηστάκης έφτασε στην κορυφή της πορείας του. Στο μαγαζί που εμφανιζόταν, στην «Αδυναμία» της οδού Πατησίων, γινόταν το αδιαχώρητο. Βουνά τα σπασμένα πιάτα κι ο Χρηστάκης ξαπλωμένος επάνω σ’ αυτά τραγουδούσε ως «σατράπης» εραστής! Εξ ου κι από αυτά τα τερτίπια τον αποκάλεσαν «Τζόνι Χαλιντέι της Ελλάδας».

Εκείνες τις ημέρες του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1992, κάποια στιγμή που πίναμε καφέ τον είχα ρωτήσει: « Ποια θεωρείς την πιο σημαντική στιγμή σου;».  Περίμενα να μου πει για κάποιο βραβείο, για κάποιο τραγούδι, για κάποια συνεργασία του. Κι εκείνος: «Η περίοδος της κατοχής. Ήμουν δεν ήμουν 14 ετών. Η φυλάκισή μου στο Χαϊδάρι μαζί με τους γονείς μου κι άλλους Εβραίους της Αθήνας. Μετά το τρένο. Το ταξίδι προς τον θάνατο. Τον πατέρα μου που προσπαθούσε να μας δώσει κουράγιο, λέγοντας ΄΄μη φοβάστε, γρήγορα θα γυρίσουμε πίσω, δεν έχουμε κάνει κανένα κακό΄΄. Κι ύστερα το στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπέλσεν. Τι να σου πω; Ότι έβλεπα τους καπνούς από τους φούρνους να γεμίζουν τον ουρανό και δεν ήξερα αν θα ζω την επόμενη ώρα; Τι να σου πω; Την πείνα; Τι να σου πω; Τρία χρόνια εφιάλτης!»….

 

«Πολέμησες στον εμφύλιο, στις τάξεις του εθνικού στρατού»…  «Κοίτα, ήμουν Έλληνας ψυχή και σώματι, μα όταν βαφτίστηκα Χριστιανός, ένιωσα πιο πολύ Έλληνας. Κι ένιωσα την ανάγκη να καταταγώ στον στρατό. Κι αυτό εγώ δεν το πούλησα πουθενά. Αυτό ένιωσα, αυτό έκανα…».

Τον είχα ρωτήσει πώς είχε γνωρίσει τον Πάριο. «Αααααα, στο σπίτι του Φώτη Μεταξόπουλου. Αν θυμάμαι καλά, ήταν ακόμη φαντάρος. Μας ένωσαν τα …προβλήματα της καρδιάς… Του είχα δώσει τέσσερα τραγούδια, αλλά η εταιρεία του δεν ήθελε να μπουν σε δίσκο. Μάλιστα, το τραγούδι «Την αγαπούσα παραδέχομαι», το είχαν βάλει στον δίσκο την τελευταία στιγμή, τελευταίο και καταϊδρωμένο. Μα μόλις κυκλοφόρησε ο δίσκος, αυτό το τραγούδι έμελε να τον σημαδέψει».

ΙΑΚ3

Τον Βοσκόπουλο εσύ το έκανες φίρμα; «Ναι, πρώτα εγώ και μετά τον πήρε ο Ζαμπέτας. Θα σου πω την ιστορία. Το 1968, στο θέατρο «Άλφα», Πανεπιστημίου και Τοσίτσα, ανέβηκε η επιθεώρηση των Ελευθερίου και Λυμπερόπουλου «Γιεγιέδες και μπουζούκια». Με τον Αυλωνίτη που έπαιξε τότε τελευταία φορά στο θέατρο, με τη Σπεράντζα, τη Ζωζώ, τον Στολίγκα, τον Μηλιάδη. Εκεί τραγουδούσε στην παράσταση ο Πουλόπουλος κι έπαιζε ένα μικρό ρόλο κι ο Βοσκόπουλος. Εγώ είχα όλη τη μουσική διεύθυνση της επιθεώρησης. Με καινούργια τραγούδια. Το «Είναι μια ώρα δύσκολη» το έλεγε η Σπεράντζα και το «Έχω μια αρραβωνιάρα» η Ζωζώ. Κάποια στιγμή, ο Πουλόπουλος τσακώθηκε με τον επιχειρηματία Γιάννη Σύλβα κι έφυγε. Ο επιχειρηματίας τα έβαψε μαύρα. Βλέπεις, ο Πουλόπουλος ήταν ήδη μια τεράστια φίρμα από τις μπουάτ της Πλάκας».

 « Τι κάνουμε τώρα; ρωτάει ο Σύλβα. «Μη σκας», του λέω, «θα βάλουμε τον Βοσκόπουλο». «Μα δεν τον ξέρει κανένας»… «Θα κάνω εγώ να τον μάθουν»…

Πράγματι, τον έβαλε να τραγουδά τα τραγούδια που μέχρι τότε έλεγαν στην παράσταση η Βρανά κι η Σαπουντζάκη. Κι αμέσως του έγραψε και το «Σαν της γαρδένιας τον ανθό». Το διαβατήριο του Βοσκόπουλου προς την επιτυχία. Ο οποίος, υπέγραψε αμέσως συμβόλαιο στην «Κουίντα», στην Φωκίωνος Νέγρη με υψηλότατο μεροκάματο… Κι όταν συναντούσε τον Ζακ Ιακωβίδη, σχεδόν του φιλούσε το χέρι και του έλεγε»

«Μ’ έσωσες»!

Ως επίλογο, τα λόγια του σπουδαίου Κώστα Γεωργουσόπουλου, στον πρόλογο του βιβλίου «Θα ζήσω ελεύθερο πουλί» του Κώστα Παπασπήλιου:

«Ο Ζακ Ιακωβίδης είναι μια σπουδαία μουσική προσωπικότητα που προίκισε την μεταπολεμική μας μουσική παράδοση με μια ευρείας κλίμακας μουσική περιουσία. Μορφωμένος συνθέτης, με βαθειά γνώση των τεχνικών και στρατηγικών της συνθετικής δημιουργίας, δοκίμασε και πέτυχε να προτείνει πρωτότυπες συνθέσεις σε όλα τα είδη της μουσικής φιλολογίας, το μπαλέτο, την κινηματογραφική συνοδεία, τη χορευτική μουσική και το τραγούδι. Στο τραγούδι εξάντλησε, κατά τρόπο θαυμαστό, όλες τις ρυθμικές και μελωδικές ποικιλίες, δραματικές μπαλάντες και λαϊκά, έντεχνα τραγούδια, αλλά και λυρικές σάτιρες, εύστοχες παραλλαγές και διασκευές πάνω σε δημοτικά ελληνικά μοτίβα και διεθνείς επιτυχίες.

Υπήρξε ένας ογκόλιθος της μουσικής για την επιθεώρηση και για τον ελληνικό, λαϊκό κινηματογράφο. Ακούραστος και πάντα εμπνευσμένος, άνθρωπος με χιούμορ κι απέραντη καλοσύνη, δεν έχει πει ποτέ άσχημο λόγο για συναδέλφους και συνεργάτες…».

Προηγούμενο άρθροΛευκορωσία: Το NATO διαψεύδει πως αναπτύσσει ενισχύσεις στα σύνορα
Επόμενο άρθροΠρώτα εσείς θα νιώσετε την ευχαρίστηση και την πληρότητα για τις καλές πράξεις που κάνετε – Γράφει ο Γιάννης Ξηντάρας
*Ο Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας («Hellas Special Άφιλτρο», «Ο Γέρος του Βοριά» που αποτελεί τη λαϊκή βιογραφία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, «Οι Μύθοι και το Παραμύθι»). Θεωρείται εκ των πρωτεργατών της «ελεύθερης ραδιοφωνίας» και επί χρόνια ασχολήθηκε με την πολιτική αρθρογραφία και ανάλυση σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιόφωνα και τηλεοπτικούς σταθμούς. Για πολλά χρόνια συνδύασε την εργασία με τα χόμπι του (αθλητισμός) , με την ιδιότητά του ως Γενικός Διευθυντής της εφημερίδας «Sportime» και της «Αθλητικής Ηχούς», ενώ έχει γράψει στίχους σε τραγούδια σημαντικών Ελλήνων δημιουργών και τραγουδιστών.