Η σύνθεση του μικροβιώματος -του μικροβιακού οικοσυστήματος- του εντέρου ενός ανθρώπου ίσως σχετίζεται με την πιθανότητα αυτός να εμφανίσει τη λεγόμενη μακρά Covid-19, δηλαδή επίμονα συμπτώματα για μήνες μετά την αρχική λοίμωξη, σύμφωνα με μία νέα επιστημονική έρευνα. Έτσι, η ανάλυση του μικροβιακού «προφίλ» μέσα στο έντερο μπορεί να βοηθήσει στον εντοπισμό όσων είναι πιο ευάλωτοι σε συμπτώματα μακράς διάρκειας.
Περίπου τρεις στους τέσσερις ανθρώπους αναφέρουν τουλάχιστον ένα επίμονο σύμπτωμα έξι μήνες μετά την ανάρρωση από τη λοίμωξη Covid-19, με πιο συχνά την κόπωση, τη μυϊκή αδυναμία, τη δύσπνοια και την αϋπνία. Η υπεραντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος, οι κυτταρικές βλάβες και οι αναμενόμενες συνέπειες στον οργανισμό μετά από βαριά νόσο συμβάλλουν στην εκδήλωση μακρόχρονης Covid-19. Δεν είναι, πάντως, σαφές γιατί αυτή εμφανίζεται σε μερικούς ανθρώπους και όχι σε άλλους.
Σταδιακά αυξάνονται οι ενδείξεις ότι, όπως και σε πολλές άλλες παθήσεις, έτσι και σε αυτήν την περίπτωση πιθανότατα υπάρχει μικροβιακός… δάκτυλος. Τα τρισεκατομμύρια βακτήρια, μύκητες και άλλοι μικροοργανισμοί που συμβιώνουν και φιλοξενούνται στο πεπτικό σύστημα, φαίνεται να παίζουν ρόλο τόσο στη σοβαρότητα της Covid-19 όσο και στα «μεθεόρτιά» της. Καθώς το έντερο παίζει σημαντικό ρόλο στην ανοσία, μία διαταραγμένη ανοσιακή αντίοδραση -λόγω και του μικροβιώματος- μπορεί να επηρεάσει τη διαδικασία ανάρρωσης από τη νόσο και να την καταστήσει οδυνηρά αργόσυρτη.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια Σίου Νγκ του Τμήματος Ιατρικής και Θεραπευτικής του Κινεζικού Πανεπιστημίου του Χονγκ Κονγκ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο γαστρεντερολογικό περιοδικό «Gut» (Έντερο), κατέγραψαν μέσω ανάλυσης κοπράνων τις μεταβολές στο εντερικό μικροβίωμα 106 ασθενών με μέση ηλικία 48 ετών και με διαφορετικής σοβαρότητας νόσo Covid-19, σε σύγκριση με 68 υγιείς (η ομάδα ελέγχου). Από αυτούς, το 81% είχαν ακόμη συμπτώματα τρεις μήνες μετά και το 77% έξι μήνες μετά. Τα συχνότερα ήταν κόπωση (31%), χειρότερη μνήμη (28%), απώλεια τριχών (22%), άγχος (21%) και διαταραχές ύπνου (21%).
Διαπιστώθηκε ότι ενώ το αρχικό ιικό φορτίο δεν σχετιζόταν με την πιθανότητα μακράς Covid-19 αργότερα, το εντερικό μικροβίωμα όσων ασθενών δεν εμφάνισαν μακρά Covid-19 ήταν παρόμοιο με εκείνο όσων δεν είχαν μολυνθεί από τον κορονοϊό. Από την άλλη πλευρά, έξι μήνες μετά την αρχική λοίμωξη, οι ασθενείς με μακρά Covid-19 είχαν σημαντικά λιγότερα «φιλικά» βακτήρια και πολύ περισσότερα «μη φιλικά», σε σχέση με όσους δεν είχαν αρρωστήσει καθόλου με Covid-19.
Επιπλέον, διαφορετικά είδη «μη φιλικών» βακτηρίων (π.χ. στρεπτόκοκκων) συσχετίστηκαν με την πιθανότητα διαφορετικών κατηγοριών μακράς Covid-19 με διαφορετικά επίμονα συμπτώματα. Αντίθετα, «φιλικά» βακτήρια που είναι γνωστό ότι ενισχύουν την ανοσία (π.χ. Bifidobacterium) απουσίαζαν σχεδόν εντελώς από εκείνους που είχαν ακόμη συμπτώματα μετά από έξι μήνες.
Συμπερασματικά, οι ερευνητές προτείνουν να εξεταστεί η σκόπιμη τροποποίηση του μικροβιώματος ως τρόπος για ταχύτερη πλήρη ανάρρωση και μείωση του συνδρόμου της μακράς Covid-19.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση:
https://gut.bmj.com/content/early/2022/01/05/gutjnl-2021-325989
ΑΠΕ-ΜΠΕ