Τα εμβόλια κατά του κορονοϊού μειώνουν τον κίνδυνο για την εμφάνιση Covid-19 μακράς διάρκειας, ενώ παράλληλα όσοι ήσαν ανεμβολίαστοι και ταλαιπωρούνταν από τέτοια επίμονα συμπτώματα, εμφανίζουν βελτίωση μετά τον εμβολιασμό τους, σύμφωνα με μια νέα βρετανική μελέτη που αξιολόγησε όλα τα έως τώρα διαθέσιμα δεδομένα διεθνώς.
Η μελέτη της Υπηρεσίας Ασφάλειας Υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου (UKHSA) ανέλυσε στοιχεία από 15 βρετανικές και διεθνείς έρευνες, πολλές από τις οποίες εξέταζαν κατά πόσο ο εμβολιασμός προστατεύει από την μακρά Covid-19, ενώ άλλες εστίαζαν στην επίπτωση του εμβολιασμού σε όσους είχαν ήδη μακρά Covid-19, αλλά δεν είχαν προηγουμένως εμβολιαστεί.
Το συμπέρασμα, σύμφωνα με το BBC και τη “Γκάρντιαν”, είναι ότι τα εμβόλια, πέρα από το να μειώνουν τον κίνδυνο λοίμωξης, νοσηλείας και θανάτου, μειώνουν επίσης περίπου στο μισό την πιθανότητα, αν κάποιος τελικά μολυνθεί από τον κορονοϊό, ότι δεν θα αναπτύξει συμπτώματα για μήνες όπως κόπωση, πονοκεφάλους, αδυναμία, μυϊκούς πόνους, ζαλάδες, δύσπνοια, απώλεια όσφρησης ή γεύσης κ.α.
Επίσης, οι ανεμβολίαστοι με μακρά Covid-19, οι οποίοι στη συνέχεια εμβολιάζονται πλήρως, έχουν κατά μέσο όρο λιγότερα ή πιο ήπια μακρόχρονα συμπτώματα, σε σχέση με όσους παραμένουν ανεμβολίαστοι. Η αποτελεσματικότητα των εμβολίων κατά της μακράς Covid-19 φαίνεται μεγαλύτερη στους άνω των 60 ετών, ενώ η βελτίωση των συμπτωμάτων τους μπορεί να συμβεί είτε άμεσα είτε σταδιακά στην πορεία μερικών εβδομάδων.
Προς το παρόν, οι επιστήμονες δεν έχουν επαρκή στοιχεία για να εξηγήσουν πώς ακριβώς ο εμβολιασμός μειώνει την πιθανότητα της μακράς Covid-19. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι τα εμβόλια βοηθούν να εξαλειφθούν τα εναπομείναντα ίχνη του ιού στο σώμα, τα οποία μπορεί να πυροδοτήσουν χρόνια φλεγμονή. Μια άλλη ερμηνεία είναι ότι ο εμβολιασμός εξισορροπεί καλύτερα την ανοσιακή απόκριση στα άτομα των οποίων τα συμπτώματα οφείλονται σε αυτοάνοση υπεραντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος τους.
ΑΠΕ-ΜΠΕ