Η πιο μεταδοτική παραλλαγή Δέλτα του κορονοϊού SARS-CoV-2 έχει μικρότερη ευαισθησία απέναντι στα αντισώματα που περιέχονται στο αίμα όσων προηγουμένως είτε αρρώστησαν από τη νόσο Covid-19, είτε έκαναν μία μόνο δόση του εμβολίου Pfizer-BioNTech ή του AstraZeneca. Επιπλέον, είναι πιο ανθεκτική απέναντι σε ορισμένα εργαστηριακά μονοκλωνικά αντισώματα.
Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας νέας σημαντικής μελέτης επιστημόνων του Τμήματος Ιολογίας του Ινστιτούτου Παστέρ της Γαλλίας, του Ινστιτούτου Ιατρικών Ερευνών INSERM και γαλλικών πανεπιστημίων (Παρισιού, Σορβόννης και Στρασβούργου), η οποία διαπίστωσε πως μετά από τον πλήρη εμβολιασμό με δύο δόσεις οποιουδήποτε από τα δύο ανωτέρω εμβόλια γεννιέται μεν στους περισσότερους ανθρώπους εξουδετερωτική αντίδραση από αντισώματα ενάντια στη Δέλτα, αλλά σε μειωμένο βαθμό σε σχέση με τη «βρετανική» παραλλαγή ‘Αλφα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Ολιβιέ Σβαρτς του Ινστιτούτου Παστέρ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “Nature”, μελέτησαν σε 103 άτομα πόσο αποτελεσματικά είναι κατά της παραλλαγής Δέλτα -σε σύγκριση με τις παραλλαγές ‘Αλφα και Βήτα («νοτιοαφρικανική»)- τα μονοκλωνικά αντισώματα όσο και τα αντισώματα από τον ορό αίματος αναρρωσάντων από λοίμωξη με κορονοϊό. Το ίδιο έκαναν επίσης σε 59 εμβολιασμένους με μία ή δύο δόσεις.
Διαπιστώθηκε ότι μερικά μονοκλωνικά αντισώματα -όπως η θεραπεία με το bamlanivimab — αδυνατούν να «μπλοκάρουν» την πρωτεΐνη-ακίδα της παραλλαγής Δέλτα, πράγμα που αποτρέπει αυτά τα εργαστηριακά αντισώματα από το να εξουδετερώσουν τον κορονοϊό. Η διαπίστωση αυτή σημαίνει πως η Δέλτα καταφέρνει να διαφεύγει από τα αντισώματα που στοχεύουν σε ορισμένα σημεία της πρωτεΐνης-ακίδας της.
Οι ερευνητές βρήκαν επίσης ότι η Δέλτα είναι τέσσερις φορές λιγότερο ευαίσθητη σε σχέση με την ‘Αλφα στα αντισώματα του ορού των ιαθέντων ασθενών Covid-19, οι οποίοι είχαν μολυνθεί έως 12 μήνες πριν.
Ακόμη, όταν είχε γίνει μία δόση του εμβολίου Pfizer-BioNTech ή του AstraZeneca, μόνο ένας στους δέκα εμβολιασθέντες (περίπου 10%) κατάφερε να εξουδετερώσει την λοίμωξη από Δέλτα, ενώ μικρή ήταν η αποτελεσματικότητα της μίας εμβολιαστικής δόσης και κατά της παραλλαγής Βήτα.
Η χορήγηση δεύτερης δόσης ενός από τα δύο εμβόλια γέννησε εξουδετερωτική ανοσιακή απόκριση στο 95% των εμβολιασθέντων, όμως και πάλι τα αντισώματα που παρήχθησαν, ήσαν τρεις έως πέντε φορές λιγότερο ισχυρά έναντι της Δέλτα, από ό,τι έναντι της παραλλαγής ‘Αλφα.
Τέλος, διαπιστώθηκε ότι ο εμβολιασμός με μία δόση όσων είχαν προηγουμένως μολυνθεί από κορονοϊό, ενίσχυσε πλέον την ανοσία τους πάνω από το «κατώφλι» που επιτρέπει την εξουδετέρωση της παραλλαγής Δέλτα.
Η Δέλτα ανιχνεύθηκε για πρώτη φορά στην Ινδία πέρυσι τον Οκτώβριο και φέτος εξαπλώνεται με ραγδαίο ρυθμό διεθνώς – και στην Ελλάδα. Θεωρείται έως 60% πιο μεταδοτική από την ‘Αλφα, που προηγουμένως κυριαρχούσε στην Ευρώπη.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση:
https://www.nature.com/articles/s41586-021-03777-9
ΑΠΕ-ΜΠΕ