Υγεία: Είναι σπάνιο αλλά δεν αποτελεί έκπληξη να μολυνθούν από κορονοϊό ακόμη και μερικοί πλήρως εμβολιασμένοι

Αν και δεν είναι βέβαιο πότε εμφανίστηκαν οι πρώτες περιπτώσεις, έως το τέλος Ιανουαρίου είχαν εντοπιστεί στις ΗΠΑ οι πρώτοι άνθρωποι θετικοί στον κορονοϊό τουλάχιστον δύο εβδομάδες αφότου είχαν κάνει και τη δεύτερη δόση του εμβολίου κατά της Covid-19. Οι Αμερικανοί ειδικοί θεωρούν δεδομένο ότι όσο προχωρούν οι εμβολιασμοί παγκοσμίως, θα αυξάνεται ο αριθμός των εμβολιασμένων ανθρώπων που θα βρίσκονται να έχουν μολυνθεί από τον κορονοϊό, γι’ αυτό δεν θα πρέπει να προκληθεί έκπληξη στο ευρύ κοινό ούτε να εξαχθούν λάθος συμπεράσματα.

Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος ανησυχίας, όπως τονίζουν, καθώς πρόκειται για κάτι αναμενόμενο σε κάθε καμπάνια εμβολιασμού. Αν δεν υπήρχαν τέτοιες περιπτώσεις, τότε οι κλινικές δοκιμές των εμβολίων θα εμφάνιζαν αποτελεσματικότητα 100%. Όμως, κανένα εμβόλιο δεν παρέχει ανοσία σε όλους όσοι εμβολιάζονται, όπως επισημαίνει το επιδραστικό αμερικανικό περιοδικό «Atlantic» σε σχετικό δημοσίευμά του.

«Οι εμβολιασμένοι άνθρωποι μπορούν να μολυνθούν από Covid-19 αλλά πιθανότατα αυτό είναι κάτι πολύ σπάνιο», υπογραμμίζουν σε σχετικό δημοσίευμα και οι «Τάιμς της Νέας Υόρκης», σημειώνοντας ότι όσοι έχουν κάνει εμβόλιο «δεν είναι ανίκητοι» και θα πρέπει να συνεχίσουν να φορούν μάσκα, όσο ακόμη ο κορονοϊός κυκλοφορεί ευρέως στην κοινότητα.

Από τα μέσα Δεκεμβρίου, που άρχισαν οι εμβολιασμοί κατά της Covid-19 στις ΗΠΑ, σχεδόν 83 εκατομμύρια Αμερικανοί έχουν κάνουν τουλάχιστον μία δόση εμβολίου, ενώ σχεδόν 40 εκατομμύρια Αμερικανοί έχουν κάνει και τις δύο δόσεις. Από αυτούς τους τελευταίους, ένα απειροελάχιστο ποσοστό έχει βγει θετικό στον κορονοϊό στα τεστ. Σχεδόν σε όλες αυτές τις περιπτώσεις τα συμπτώματα ήταν ήπια ή ανύπαρκτα (ασυμπτωματικές λοιμώξεις), κάτι που επιβεβαιώνει ότι τα εμβόλια αποτελούν ισχυρά όπλα που αποτρέπουν τον κίνδυνο νοσηλείας βαριάς νόσου και θανάτου.

Το ακριβές ποσοστό μόλυνσης μετά από πλήρη εμβολιασμό ακόμη δεν είναι σαφές, αλλά σίγουρα είναι μικρό. Μία μελέτη του Ιατρικού Κέντρου Southwestern του Πανεπιστημίου του Τέξας βρήκε ότι από τους 8.121 πλήρως εμβολιασμένους εργαζόμενους μόνο τέσσερις έχουν μολυνθεί από τον κορονοϊό. Μία άλλη έρευνα της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια εντόπισε μόνο επτά που είχαν κολλήσει κορονοϊό από τους 14.990 εργαζόμενους, μετά από δύο εβδομάδες αφότου είχαν πλήρως εμβολιαστεί. Και οι δύο μελέτες δημοσιεύθηκαν στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό «New England Journal of Medicine».

«Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι άνθρωποι δεν πρέπει να πουν “ας εμβολιαστούμε και μετά ας σταματήσουμε να φοράμε μάσκες”. Αυτά τα μέτρα πρέπει να συνεχιστούν, μέχρι να εμβολιαστεί ένα μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού», δήλωσε η επικεφαλής της δεύτερης μελέτης, λοιμωξιολόγος δρ Φραντσέσκα Τοριάνι.

Θα πρέπει, πάντως, να περιμένουμε, σύμφωνα με τους ειδικούς, ότι στο μέλλον θα συνεχίσουν να έρχονται στο φως περισσότερα περιστατικά λοίμωξης Covid-19 σε εμβολιασμένους (με Pfizer/BioNTech ή Moderna). Ο στόχος του εμβολιασμού δεν είναι να εξαλείψει τις μολύνσεις -κάτι αδύνατο- αλλά να επιτρέψει μία ομαλή και εντός ελεγχόμενων ορίων συνύπαρξη του κορονοϊού και των ανθρώπων, με τους κινδύνους εξαιτίας του να έχουν περιοριστεί σε ανεκτά χαμηλά επίπεδα.

Πότε είναι πιθανότερο να συμβεί

Γιατί και ποιος εμβολιασμένος θα μολυνθεί από κορονοϊό δεν είναι κάτι πάντα σαφές για τους επιστήμονες. Εν μέρει, ίσως φταίει η κυκλοφορία νέων μεταλλάξεων και παραλλαγών του ιού. «Όσο περισσότερες παραλλαγές κυκλοφορούν τόσο αυξάνεται η πιθανότητα μόλυνσης ενός εμβολιασμένου», σύμφωνα με τον καθηγητή Λοιμωξιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Γιέηλ Σαάντ Ομέρ, ειδικό στα εμβόλια.

Επίσης η πιθανότητα μόλυνσης αυξάνεται εάν ένας εμβολιασμένος «πάει γυρεύοντας», περνώντας πολύ χρόνο μαζί με μη εμβολιασμένους ανθρώπους σε μέρη όπου ο κορονοϊός «κάνει πάρτι». Εάν του δοθεί η ευκαιρία, ένα μεγάλο ιικό φορτίου του κορονοϊού μπορεί να υπερκεράσει και τις καλύτερες άμυνες του οργανισμού, παρά τον εμβολιασμό.

Ακόμη, είναι γνωστό ότι για διάφορους λόγους ο βαθμός ανοσίας μετά από ένα εμβόλιο ποικίλει από άνθρωπο σε άνθρωπο, ακόμη και μεταξύ πανομοιότυπων διδύμων, όπως έχουν δείξει σχετικές έρευνες. Μερικοί άνθρωποι μπορεί να έχουν υποκείμενα νοσήματα, τα οποία εν μέρει εξασθενούν την ανοσιακή ανταπόκριση του οργανισμού στο εμβόλιο. Άλλοι απλώς παράγουν λιγότερα σε αριθμό ή σε ισχύ αντισώματα μετά τον εμβολιασμό τους και άρα είναι πιο ευάλωτοι να μολυνθούν στη συνέχεια.

Η αποτελεσματικότητα ενός εμβολίου στους ανθρώπους καλύπτει ένα ευρύ φάσμα, σύμφωνα με τον ανοσολόγο Αλί Ελεμπεντί του Πανεπιστημίου Ουάσινγκτον του Σεντ Λούις. Η ιδανική ανταπόκριση του οργανισμού δημιουργεί ένα αμυντικό «οπλοστάσιο» που καταστέλλει άμεσα τον ιό και δεν του αφήνει περιθώρια να δημιουργήσει το παραμικρό σύμπτωμα. Όμως, σε μερικούς ανθρώπους η πρώτη γραμμή άμυνας μετά το εμβόλιο δεν είναι τόσο ισχυρή, με αποτέλεσμα ο ιός να αποκτά «προγεφύρωμα» στο σώμα, να πολλαπλασιάζεται σιγά-σιγά και -όσο το ανοσοποιητικό σύστημα προσπαθεί να «επιστρατεύσει» νέα όπλα- αυξάνεται η πιθανότητα μόλυνσης με ή χωρίς συμπτώματα.

«Οι πιθανές αντιδράσεις στα εμβόλια δεν είναι δύο-τρεις, αλλά χιλιάδες διαφορετικές. Ο εμβολιασμός δεν σημαίνει ότι κάποιος αυτόματα έχει ανοσία, αλλά ότι έχει καλύτερη πιθανότητα να προστατευθεί», ανέφερε ο δρ Ελεμπεντί. Ο εμβολιασμός είναι κάτι σαν ομπρέλα, που άλλοτε προστατεύει περισσότερο και άλλοτε λιγότερο. Γι’ αυτό, σύμφωνα με αρκετούς ειδικούς, ακόμη και μετά τον εμβολιασμό, σε μερικές περιπτώσεις θα συνεχίσει να υπάρχει σύσταση για χρήση μάσκας ή τήρηση αποστάσεων. Όπως επισημαίνουν, χρειάζεται η σωστή δόση ρεαλισμού σχετικά με τα εμβόλια, καθώς αυτά δεν παρέχουν τέλεια προστασία, ούτε όμως πρέπει να επικρίνονται επειδή δεν μπορούν να κάνουν κάτι ούτως ή άλλως αδύνατο.

Σύμφωνα με την ιολόγο Βιβιάνα Σάιμον της Ιατρικής Σχολής του Όρους Σινά στη Νέα Υόρκη, μετά τον εμβολιασμό «είναι σημαντικό να διακρίνουμε ανάμεσα στη λοίμωξη και στη νόσο. Κάθε φορά που κάποιος εμβολιασμένος βγαίνει θετικός στο τεστ για κορονοϊό, το πραγματικό ερώτημα πρέπει να είναι: Είναι άρρωστος ή όχι και πόσο άρρωστος είναι; Αυτό έχει σημασία». Το «κλειδί» είναι πώς και πόσο τα εμβόλια αλλάζουν την έκβαση της λοίμωξης σε εκείνους που εκτίθενται στον κορονοϊό.

Τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νόσων (CDC) των ΗΠΑ έχουν συστήσει μία ομάδα που μελετά τα περιστατικά λοίμωξης σε πλήρως εμβολιασμένους. Υπό διερεύνηση, μεταξύ άλλων, είναι κατά πόσο συγκεκριμένες παραλλαγές του κορονοϊού παίζουν ρόλο σε αυτές τις περιπτώσεις. «Μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η Covid-19 μετά από εμβολιασμό συμβαίνει επειδή υπάρχουν μεταλλάξεις στον ιό», δήλωσε η εκπρόσωπος του CDC Κρίστεν Νόρντλουντ.

Σε λίγους μήνες αναμένεται οι εταιρείες Pfizer και Moderna να δημοσιοποιήσουν στοιχεία για το πόσο συχνά οι εμβολιασμένοι μολύνονται από τον κορονοϊό, με ή χωρίς συμπτώματα. Στην πορεία, πιθανώς, θα καταστεί αναγκαίο μερικοί άνθρωποι με όχι τόσο καλή ανοσιακή απόκριση στα εμβόλια να κάνουν δεύτερη ή τρίτη δόση (ανάλογα αν είχαν αρχικά κάνει εμβόλιο μίας δόσης ή δύο). Παράλληλα, ίσως όλοι οι ήδη εμβολιασμένοι χρειαστεί να κάνουν κάποιο νέο εμβόλιο που να καλύπτει πλήρως τις νέες παραλλαγές του κορονοϊού.

Σύνδεσμοι για τις επιστημονικές δημοσιεύσεις:

https://www.nejm.org/doi/full/10.1056/NEJMc2101927?query=featured_home

και

https://www.nejm.org/doi/full/10.1056/NEJMc2102153?query=featured_home

ΑΠΕ-ΜΠΕ
Προηγούμενο άρθροΤο καθεστώς ψυχορραγεί… – Γράφει η Αντωνιάδου Αθηνά
Επόμενο άρθροΥγεία: Μερικοί τυχεροί άνθρωποι γερνάνε πιο αργά, επιβεβαιώνει νέα αμερικανική μελέτη