Περίπου δύο στους τρεις ασθενείς με Covid-19 (το 65%) συνεχίζουν να μεταδίδουν τον κορονοϊό, να είναι δηλαδή μολυσματικοί, πέντε μέρες μετά την έναρξη των συμπτωμάτων τους, ενώ ο ένας στους τέσσερις (24%) επτά μέρες μετά τα αρχικά συμπτώματα, αν και με μειωμένο πλέον ιικό φορτίο, δείχνει η πιο ολοκληρωμένη μελέτη του είδους της από Βρετανούς επιστήμονες. Η μέση διάρκεια της μεταδοτικότητας είναι πέντε μέρες.
Διαπιστώθηκε επίσης ότι μόνο ο ένας στους πέντε είναι μολυσματικός πριν την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων (βήχας, πυρετός, απώλεια γεύσης/όσφρησης, πονόλαιμος, μυϊκοί πόνοι, πονοκέφαλος, απώλεια όρεξης κ.α). Η μελέτη έδειξε ακόμη, ότι η εμφάνιση των συμπτωμάτων γίνεται κατά μέσο όρο τρεις μέρες πριν την κορύφωση του ιικού φορτίου.
Η έρευνα επίσης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα λεγόμενα τεστ πλευρικής ροής ή γρήγορα τεστ αντιγόνου είναι λιγότερο ακριβή κατά τις πρώτες μέρες της λοίμωξης, δίνοντας ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα περίπου στο ένα τρίτο των περιπτώσεων (η ακρίβεια τους είναι 67% στην αρχική φάση της νόσου). Αντίθετα, είναι πολύ πιο ακριβή (92%) στο να ανιχνεύουν αν κάποιος έχει πάψει να είναι μεταδοτικός στο τέλος της νόσησής του, οπότε μπορεί να σταματήσει την απομόνωσή του.
Οι ερευνητές του Κολλεγίου Imperial του Λονδίνου, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «The Lancet Respiratory Medicine», μελέτησαν με καθημερινά τεστ κορονοϊού και ερωτηματολόγια 57 ανθρώπους πριν, στη διάρκεια και μετά τη διάγνωση της λοίμωξης Covid-19. Η αξιολόγηση του ιικού φορτίου θεωρήθηκε βασικός δείκτης της μολυσματικότητας και μεταδοτικότητας. Στόχος της έρευνας ήταν να εντοπίσει ακριβώς την αρχή και το τέλος της περιόδου που ένας άνθρωπος με κορονοϊό μπορεί να τον μεταδώσει σε άλλους.
Σε πολλές χώρες η σύσταση πλέον των υγειονομικών αρχών είναι ότι, όταν κανείς διαγνωστεί με κορονοϊό, αυτοαπομονώνεται για πέντε μέρες και μετά, για άλλες πέντε μέρες, αποφεύγει να συναντά ευπαθή άτομα στην Covid-19 (π.χ. ηλικιωμένους, ανοσοκατεσταλμένους κ.α.).
Μετά τα ευρήματά τους, οι ερευνητές συνιστούν οι άνθρωποι με κορονοϊό να απομονώνονται για πέντε μέρες μετά την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων και να κάνουν γρήγορα τεστ (rapid) από την έκτη μέρα. Αν έχουν δύο στη σειρά αρνητικά τεστ (όχι μόνο ένα), τότε είναι ασφαλές να σταματήσουν την απομόνωσή τους. Αν τα γρήγορα τεστ συνεχίζουν να βγαίνουν θετικά ή αν δεν έχουν στη διάθεση τους τέτοια τεστ για να κάνουν αυτοέλεγχο, τότε πρέπει να παραμείνουν σε απομόνωση για όσο καιρό το τεστ βγαίνει θετικό, αν και μπορούν να βγουν από την απομόνωση τη δέκατη μέρα από την έναρξη των συμπτωμάτων, αλλά με προσοχή για τους άλλους.
«Η νέα μελέτη δείχνει πέραν αμφιβολίας ότι οι άνθρωποι αποβάλλουν μολυσματικό ιό για πολύ περισσότερο χρόνο από τις πέντε μέρες», δήλωσε στο New Scientist ο ιολόγος Στέφεν Γκρίφιν του βρετανικού Πανεπιστημίου του Λιντς.
Όμως η μελέτη διεξήχθη την περίοδο 2020-21, όταν ακόμη δεν είχε κυριαρχήσει η παραλλαγή Όμικρον (που έχει γενικά μικρότερο ιικό φορτίο σύμφωνα με άλλες μελέτες), αλλά κυκλοφορούσαν κυρίως οι Άλφα και Δέλτα.
Η Σούζαν Χόπκινς της Υπηρεσίας Ασφάλειας Υγείας της Βρετανίας δήλωσε ότι η τρέχουσα οδηγία περί πενθήμερης απομόνωσης παραμένει υπό εξέταση. Όπως είπε, «γνωρίζουμε ότι η περισσότερη μετάδοση στους ενήλικες συμβαίνει τρεις μέρες πριν την εκδήλωση των συμπτωμάτων έως πέντε μέρες μετά, καθώς επίσης ότι η μολυσματικότητα της Όμικρον κορυφώνεται σε μικρότερο χρονικό διάστημα σε σχέση με τις προηγούμενες παραλλαγές».
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση:
https://www.thelancet.com/journals/lanres/article/PIIS2213-2600(22)00226-0/fulltext
ΑΠΕ-ΜΠΕ