” … Μια γλώσσα που παλεύει τη σωτηρία της.” Ηλία Τσέχος
Και μόνο με τη φράση αυτή από το βιβλίο του απομονωμένη, ο ποιητής Ηλίας Τσέχος αποδεικνύει το σημαντικό του εγχειρήματός του, να μεταφερθεί η ποντιακή ποίηση στη νεοελληνική γλώσσα, πάντα με τη σφραγίδα της δικής του ποίησης. Και βέβαια ποιος θα ήταν πιο κοντά στη γλώσσα του Πόντου, στην ποίηση και τα τραγούδια της από τον Τσέχο; Πάντα, όχι απλά δήλωνε την καταγωγή του, αλλά το χειμαρρώδες της γλώσσας, ο αυθορμητισμός της και η ευστοχία της περνούσαν και στη νεοελληνική του ποίηση, όταν έγραφε. Πόντος και Τσέχος, κατά κόσμον Τσεχελίδης, ένα και το αυτό.
Περνώντας στα παιδικά μου χρόνια πολλές μέρες κοντά στους πόντιους παππούδες μου – παππούδες από τη μάνα μου – άκουγα την ποντιακή γλώσσα, που δεν τη μιλούσαμε στο σπίτι, και όχι απλά την καταλαβαίνω, χωρίς να τη μιλώ, αλλά μπορώ να γευτώ και όλες τις αποχρώσεις της. Καημός, τρυφερότητα, θυμός, ακόμη κι ένα ιδιότυπο χιούμορ, όλα δοσμένα μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο, όπως ιδιαίτεροι είναι και οι άνθρωποι που την μιλούν. Έτσι μπορώ να πω πως είμαι από τους τυχερούς που μπορούν να απολαύσουν την Ανθολογία του Τσέχου, τα ανθολογημένα κείμενα αλλά και την ποιότητα και τη σοβαρότητα της μεταφοράς τους.
Με μία εξαιρετική εισαγωγή ο ποιητής αναφέρεται στην Ιστορία της Ποντιακής Γλώσσας , τοποθετώντας την ύπαρξη του λαού της πριν από το 3300 π.Χ., για να φτάσει μέχρι το 1922 της Ποντιακής Γενοκτονίας και να περάσει στους σημερινούς απογόνους.
Με τη λάμψη του παρελθόντος να χάνεται μέσα στους αιώνες και να αγγίζει μέχρι και τη Μυθολογία και να ξαναγυρίζει πίσω πάλι, περνώντας μέσα από το Βυζάντιο και τους Ακρίτες του, για να φτάσει μέχρι και στην ποίηση του Καβάφη, η Ποντιακή Γλώσσα ξεδιπλώνεται σ’ ένα βιβλίο 272 σελίδων, μια εξαιρετικά προσεγμένη έκδοση, Εκδόσεις “Ανάλεκτο”, αποζητώντας τους αναγνώστες της όχι μόνο σ’ εκείνους που την γνωρίζουν την Ποντιακή αλλά και σε κείνους που την αγνοούν. Εκείνους που θα αγαπήσουν την εικονοπλασία της, τη θυμοσοφία της και τον δυναμισμό της.
Ποιήματα που ξεκινούν από το Ακριτικό τραγούδι, για να φτάσουν μέχρι νεότερους πόντιους ποιητές- συγκλονιστική “Η καμπάνα του Πόντου” του Φίλωνα Κτενίδη – ποιήματα που θυμίζουν αρχαία επιγράμματα ή γιαπωνέζικα χάικου ως προς το μέγεθός τους, συνομιλούν μεταξύ τους σ’ έναν ατέλειωτο διάλογο με δύο φωνές.
Ο Τσέχος μ’ αυτήν του τη δουλειά, με τις “ατέλειωτες ώρες αναγνώσεων, ερευνών, διασταυρώσεων, κόπων και ιδρώτα”, όπως λέει, κατάφερε να νικήσει τουλάχιστον προσωρινά τον χρόνο και την φθορά του και να παραδώσει ένα έργο σε όλους μας πολύτιμο.
Και για όσους έχουν ασχοληθεί με το Ακριτικό ή το Δημοτικό τραγούδι γενικά δεν είναι καθόλου συνηθισμένο να ανακαλύπτουν και τις ανάλογες ποντιακές εκδοχές, όπως στα ποιήματα “Ακρίτας”, ή “Τη Τρίχας το Γεφύρ'”, (που αντιστοιχεί στης “‘Αρτας”) ή “Η κυρ’ Ερή”( που αντιστοιχεί στο “Τραγούδι του νεκρού αδελφού”)! Τι ευχάριστη έκπληξη!
Όσο για την μεταφορά των στίχων από την Ποντιακή στη Νεοελληνική, ο Τσέχος κατάφερε να κρατήσει όχι μόνο την έγκυρη νοηματικά απόδοσή τους χωρίς αποκλίσεις, αλλά και τη μουσικότητά τους, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο.
Να, και ένα μικρό δείγμα αυτής της μεταφοράς. Πρόκειται για ένα δίστιχο της μοναξιάς:
Έρθεν πουλί μ’ ο Χειμωνγκόντ’ς, έρθαν’ τα κρύα μήνας
νασάν που κείνταν δυ’ νομάτ’, ναηλί που κείται είνας.
Ήρθε πουλί μου ο Χειμώνας, ήρθαν οι κρύοι μήνες
Χαρά που πέφτουν δυο να κοιμηθούν, αλί μονάχου ο ύπνος.
Με την γεμάτη ευαισθησία και γνώση επιμέλεια του βιβλίου από τη φιλόλογο και δασκάλα της Ποντιακής στο ΠΑΜΑΚ, τη Γιώτα Ιωακειμίδου, η “Δίγλωσσος Ανθολογία της Ποντιακής Γλώσσας” φέρνει “στον νου και στην καρδιά τις αιωνόβιες ρίζες του Πόντου, τα δάση ενός Λαού Οξυγόνου στον Πολιτισμό και στην Ιστορία του Κόσμου”, όπως γράφει ο ποιητής!
……………………
ΥΓ. Για να αποφευχθούν οι οποιεσδήποτε παρεξηγήσεις σχετικά με την ένταξη της Ποντιακής στις γλώσσες ή τις διαλέκτους, νομίζω πως πρέπει να αναφερθεί η φράση του ποιητή στην εισαγωγή του: “… στην ποντιακή γλώσσα ή στην ποντιακή διάλεκτο, αν επιθυμείτε.”
Χρησιμοποιώ τη λέξη γλώσσα, πέρα από τα γνωστά γλωσσολογικά επιστημονικά συμπεράσματα, γιατί αυτήν χρησιμοποιεί και ο Τσέχος ήδη στον τίτλο του βιβλίου του, χαρακτηρίζοντας την ανθολογία του “δίγλωσσο”.
*Η Δήμητρα Σμυρνή είναι