Θυμάστε πριν περίπου ένα μήνα τον αντιδήμαρχο Αθηναίων Ν. Μακρόπουλο, που έγραψε στα social media ότι του έλειψε το Μπάντεν Μπάντεν και η Άστον Μάρτιν του και σύσσωμο το ελληνικό ίντερνετ τον πέρασε γενεές δεκατέσσερις; Όχι ότι αυτό ήταν εντελώς παράλογο, βέβαια. Σου λέει, εδώ ο κόσμος καίγεται και αυτός μας λέει για το Μπάντεν Μπάντεν και το ακριβό του αμάξι…; Δεν πήγαινε με την εποχή μία τέτοια ανάρτηση, είναι αλήθεια αυτό.
Ξέρετε τι γίνεται όμως; Στην πραγματικότητα, η εποχή δεν παίζει κανέναν ρόλο… Όπως συμβαίνει και με τα ανέκδοτα, μεγαλύτερη σημασία κι από το τι λες, έχει το πώς το λες και, κυρίως, ποιος είσαι εσύ που το λες… Σε συμπαθούμε; Γελάμε με τα αστεία σου. Δεν σε συμπαθούμε; Κοιτάμε το ταβάνι. Αντίστοιχα, αν είσαι επιδέξιος χειριστής της γλώσσας του λαού, είσαι «δικός μας» κι ας μην έχεις δουλέψει ποτέ στη ζωή σου. Αν δεν είσαι, την έβαψες…
Ένα παράδειγμα μίας τέτοιας επιδεξιότητας είναι και ο «ευκολοχώνευτος» τρόπος με τον οποίο επικοινώνησε η Αριστερά τα της βίλας του Αλέξη Τσίπρα στο Σούνιο: Όχι «Σούνιο», διορθώνει ο συριζαϊκός τύπος… «Λαυρεωτική». Είναι πιο λαϊκό. Επίσης, τη βίλα, λέει ο ίδιος ο κ. Τσίπρας, του τη βρήκε «ένας ταβερνιάρης». Σαν να λέμε, δεν πήγε εκεί για να βρει παραθαλάσσιο σπίτι. Προέκυψε. Πήγε να φάει ένα ψαράκι ο άνθρωπος, όπως όλοι μας, και ο ταβερνιάρης μαζί με τις μαρίδες τού πήγε κατά λάθος και μία βίλα…
Τελικά φαίνεται ότι ένα μεγάλο πλεονέκτημα της Αριστεράς είναι η αφέλεια της Δεξιάς. Δείτε ας πούμε ένα άλλο παράδειγμα… Γράφει στο λογαριασμό της στο Facebook η Έλενα Ακρίτα: «Αγόρασα δυο μικρά διαμερισματάκια στο Λονδίνο. Για μια δύσκολη ώρα σαν αποκούμπι…» Έτσι τα λένε αυτά οι μαέστροι της λαϊκής γλώσσας. Όχι «νοσταλγώ το ωραίο μου σπίτι στο Μπάντεν Μπάντεν» που είπε ο Ν. Μακρόπουλος. Κανείς δεν μιλά δημοσίως έτσι. Εδώ δεν λέμε «ωραίο μας σπίτι» την πρώτη μας κατοικία, αυτή του εξωτερικού θα πούμε;
Αντί να βγάζει έτσι αφιλτράριστα τη νοσταλγία του προς τα έξω ο αντιδήμαρχος Αθηναίων για την Άστον Μάρτιν του, έπρεπε να γράψει, «Νοσταλγώ το φτωχικό της οικογένειάς μου στο Μπάντεν Μπάντεν, εκεί που τόσοι Έλληνες μετανάστες έβγαλαν το ψωμί τους… Μα πιο πολύ νοσταλγώ το σαραβαλάκι μας, ένα παλιό αγγλικό αυτοκίνητο που το έφτιαξα καινούριο με τις οικονομίες μου…». Ο λαός τέτοια θέλει. Όσο κι αν άλλαξαν πολλά με την οικονομική κρίση, ο τρόπος σκέψης του δεν μεταβάλλεται εύκολα… Έτσι συζητά… Ένα αμαξάκι, ένα διαμερισματάκι, ένα αυθαίρετο εξουχικούλι, ακόμα ένα διαμερισματάκι για εκμετάλλευση, αλλά δύο αμαξάκια για τα παιδιά… Όλα αποκούμπια.
Ο Τσιτσιπάς, π.χ., που δεν ξέρει από τέτοια, είπε δημοσίως ότι θα ήθελε να υπάρχουν Χάροντς στην Αθήνα κι άρχισε και για αυτόν η μουρμούρα. Λες και ο καημένος ο Έλληνας έχει δει το Λονδίνο μόνο στην τηλεόραση και τα ρούχα στη ντουλάπα του είναι από τη λαϊκή. Τα μεγάλα εμπορικά κέντρα είναι για να πηγαίνουμε και να ψωνίζουμε, αλλά μέχρι εκεί. Μην το διαλαλούμε κιόλας. Είναι ναοί του Κεφαλαίου, βλέπετε…
Εν κατακλείδι, είναι αλήθεια πως το να επιδεικνύεις τα πλούτη σου δεν είναι και ό,τι καλύτερο και σωστά θεωρείται κατακριτέο. ‘Άλλο η επίδειξη πλούτου, όμως, και άλλο η ωμή κοροϊδία. Διαφέρουν πολύ αυτά τα δύο. Πρόκειται για τη διαφορά που ξεχωρίζει την ακοινώνητη από τον αντικοινωνική συμπεριφορά… Έναν ακοινώνητο άνθρωπο, αν θέλεις, δεν τον συναναστρέφεσαι και είσαι εντάξει. Ο αντικοινωνικός είναι πρόβλημα και μόνο που υπάρχει. Ε, εδώ όχι απλά υπάρχει, πιάνει κι ένα μεγάλο μέρος της άλλης πλευράς του καθρέφτη μας…