Βέλγιο: Πάνω από ένας γαλλόφωνος στους τρεις αρνείται να εμβολιαστεί κατά του κορονοϊού

Περίπου το 38% των γαλλόφωνων Βέλγων αρνούνται να εμβολιαστούν, έναντι 20% των Φλαμανδών, σύμφωνα με σημερινό πρωτοσέλιδο δημοσίευμα της γαλλόφωνης εφημερίδας «Le Soir».

Το μεγαλύτερο ποσοστό των αρνητών του εμβολιασμού στο Βέλγιο καταγράφεται στην επαρχία της Λιέγης με ποσοστό άνω του 40%. «Για πολύ καιρό ανησυχούσαμε για τον κίνδυνο να μην έχουμε αρκετές δόσεις. Τώρα διακινδυνεύουμε να έχουμε αρκετά εμβόλια, αλλά όχι αρκετούς πολίτες για να τους τα χορηγήσουμε», δηλώνει στη Soir o καθηγητής ψυχολογίας της υγείας του Καθολικού Πανεπιστημίου της Λουβέν Ολιβιέ Λουμινέ. Η παρατήρησή του είναι κάπως προκλητική, σχολιάζει η εφημερίδα, αλλά περιγράφει με σαφήνεια τα συμπεράσματα του 30ου Βαρόμετρου σχετικά με τα κίνητρα των πολιτών σε σχέση με τον εμβολιασμό, που εκπόνησαν τρία βελγικά πανεπιστήμια.

Σύμφωνα με το βαρόμετρο αυτό, στο οποίο έχουν συμμετάσχει συνολικά από το Δεκέμβριο μέχρι σήμερα, 128.331 άτομα, το 71% των κατοίκων των βορείων περιοχών της χώρας διάκεινται ευνοϊκά απέναντι στον εμβολιασμό, ενώ το ίδιο αισθάνεται μόλις το 51% των κατοίκων στις Βρυξέλλες και τη Βαλλονία.

Ο καθηγητής Ολιβιέ Λουμινέ εξηγεί ότι η διαφορά μεταξύ των γλωσσικών κοινοτήτων μειώθηκε τον περασμένο Φεβρουάριο, αλλά αυξήθηκε εκ νέου τον Μάρτιο.

Οι συντάκτες της έρευνας τονίζουν ότι οι περιφερειακές κυβερνήσεις των Βρυξελλών και της Βαλλονίας πρέπει να ξεκινήσουν επικοινωνιακές εκστρατείες υπέρ του εμβολιασμού, κυρίως αξιοποιώντας επαγγελματίες από τον χώρο της Υγείας. Ο Ολιβιέ Λουμινέ επιμένει ότι η εκστρατεία θα πρέπει να έχει θετικό πρόσημο, να προβάλλει δηλαδή τα πλεονεκτήματα του εμβολιασμού, όπως π.χ. το πόσες ανθρώπινες ζωές έχουν σωθεί χάρη στα εμβόλια. Ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί, συμπληρώνει, σε άτομα μέσης ηλικίας και χαμηλού εκπαιδευτικού επιπέδου.

Τόσο στις Βρυξέλλες όσο και στη Βαλλονία έχουν καταβληθεί επιπλέον προσπάθειες, όπως τηλεφωνήματα υπενθύμισης και επανεκκινήσεις της εκστρατείας εμβολιασμού, δίνοντας σε άτομα στα οποία είχαν ήδη προσφερθεί ραντεβού, μια δεύτερη ευκαιρία.

Υπάρχει ακόμη πιθανότητα οι πολίτες να αλλάξουν γνώμη, καθώς το 74% εκείνων που είχαν αμφιβολίες για τον εμβολιασμό τον Δεκέμβριο-Ιανουάριο ήταν πρόθυμοι ή πολύ πρόθυμοι να εμβολιαστούν τον Απρίλιο, κάτι που «υποδηλώνει ότι ένα μεγάλο ποσοστό ατόμων με επιφυλάξεις πείστηκε τελικά για τη σημασία του εμβολιασμού. “

ΑΠΕ-ΜΠΕ
Προηγούμενο άρθροΤουρκία: Ξεπέρασαν τους 44.000 οι θάνατοι εξαιτίας της COVID-19, πάνω από 5,08 εκατομμύρια κρούσματα του νέου κορονοϊού
Επόμενο άρθροΝ. Χαρδαλιάς: Η άρση των περιορισμών δεν πρέπει να μας οδηγήσει σε εφησυχασμό