Για να πω την αλήθεια, τα τραγούδια του Βασίλη Καρρά δεν ήταν της αισθητικής μου. Εμπεριείχαν τα έντονα στοιχεία σκυλολαϊκής καψούρας και λαμέ στα όρια του λούμπεν. Μα ήμουν η απόλυτη μειοψηφία, αφού ο Καρράς διέθετε ένα τεράστιο «πέρασμα» στις λαϊκές μάζες. Λαϊκό προσκύνημα γινόταν όταν τραγουδούσε, όπου τραγουδούσε.
Για τον Βασίλη Καρρά άκουσα πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Υπηρετούσα τη στρατιωτική μου θητεία στην Κομοτηνή και κάθε Σαββατοκύριακο βρισκόμουν στη Θεσσαλονίκη. Εκεί, φίλες και φίλοι μου έλεγαν ότι πρέπει οπωσδήποτε να πάμε για να δω… κατάσταση. Πράγματι λοιπόν, κάποιο Σαββατόβραδο με αγαπημένους φίλους (καλή σας ώρα, Γιώργο, Κυριάκο, Λένα, Κωνσταντίνα, Αλεξάνδρα) βρεθήκαμε στο «μαγαζί» του Καρρά. Κατεβήκαμε δεκάδες σκαλοπάτια, σαν να βρισκόμαστε σε κατακόμβες πρωτοχριστιανικής περιόδου και τελική βρεθήκαμε σ’ ένα χώρο που δεν έβλεπες τίποτα. Η άσπρη σκόνη του γύψου από τα σπασμένα πιάτα έκανε παιγνίδια με τα φώτα που έλουζαν την πίστα. Κι εκεί, στη μέση της, είδα ένα κεφάλι μ’ ένα μικρόφωνο. Η μουσική στη διαπασών και άφθονοι λαρυγγισμοί, σε σημείο που να μη καταλαβαίνω τι λέει. «Αυτός είναι ο μέγιστος Καρράς», μου φώναξε για να την ακούσω η Αλεξάνδρα. Συμπλήρωσε, μάλιστα: «Είναι ο ψυχολόγος της Θεσσαλονίκης»! Τότε έμαθα ότι ήταν και τρόφιμος μικρών, περιθωριακών δισκογραφικών εταιρειών, με ηχογραφήσεις μικρών απαιτήσεων κι ένα… σίγμα που πρόφερε και τρυπούσε τα αυτιά…
Θα τονίσω και πάλι ότι δεν μου έλεγαν πολλά πράγματα τα τραγούδια του. Ήμουν από άλλη σχολή του ελληνικού τραγουδιού, ένα δυο χιλιόμετρα πιο μακριά, στα στέκια του Νίκου Παπάζογλου. Αλλά μου έμεινε αποτυπωμένη στο μυαλό η εικόνα ενός κεφαλιού που τραγουδά, σκεπασμένος από τόνους σπασμένων πιάτων…
Πολλά χρόνια αργότερα, ο Καρράς έρχεται Αθήνα. Έχει κυκλοφορήσει ένα τραγούδι που για πολλούς έγινε «εθνικός ύμνος» της νύχτας. «Νύχτα ξελογιάστρα, νύχτα όμορφη»… Χαμός!
Μα και πάλι, δεν «περνούσε» στα μεγάλα κοινά. Τον λάτρευε μια συγκεκριμένη μερίδα της νύχτας και του συγκεκριμένου είδους τραγουδιών. Καψούρα, ουίσκι, γκομενάκι επάνω ή και κάτω από το τραπέζι και … Μύρτσο γερά, το βράδυ στον Καρρά…
Όμως, η δισκογραφική του εταιρεία ουσιαστικά απαιτούσε μεγάλες πωλήσεις κι αυτές έπρεπε να έρθουν πάση θυσία. Το έργο το ανέλαβε ό εξαίρετος Μάνος Ξυδούς, ο άνθρωπος που δημιούργησε κι επέβαλλε τους «Πυξ Λαξ», ενώ έπαιξε κι ο ίδιος μαζί τους. Τότε, στα 1993, κυκλοφορεί ο δίσκος τους με τίτλο «Ο ήλιος του χειμώνα με μελαγχολεί». Την ίδια κιόλας ημέρα, τα ραδιόφωνα κατακλύζονται από ένα και μόνο τραγούδι: « Άσ’ την να λέει, άστη να λέει, εκείνη μόνο ξέρει και μέσα της θα κλαίει»…. Στίχοι και μουσική, ο Ξυδούς κι ιδού ο ύμνος όλων. Και των σκυλάδων και των έντεχνων και των νέων. Ερμηνευτής ο Βασίλης Καρράς, σ’ ένα παντελώς «τρελό πάντρεμα» με τους Πυξ Λαξ. Κι ό ένας τραβά τον άλλον…
Κυρίες και κύριοι, ιδού λοιπόν, ο μέγας Βασίλης Καρράς. Η απογείωση! Η αποθέωση! Η αναγνώριση, τα κατάμεστα μαγαζιά και …«ΠΑΟΚ, ουίσκι και του Καρρά οι δίσκοι»….
Τότε γνωριστήκαμε και προσωπικά. Ήρθε προσκεκλημένος στη μουσική εκπομπή μου στο «Κανάλι 1». Τρόπος του λέγειν, δηλαδή. Απαίτηση της εταιρείας του, ήταν. Έτσι γινόταν, έτσι γίνεται. Για να έχεις κάποια στιγμή τον Νταλάρα, τον Πάριο ή τη Χαρούλα, θα έπρεπε να κάνεις και συμβιβασμούς. Το συζήτησα με τον Δημήτρη Καπράνο – που ούτε εκείνος ήταν θαυμαστής εκείνου που υπηρετούσε ο Καρράς-, το συζήτησα και με τον πρόεδρο του σταθμού, τον σπουδαίο άνθρωπο και γιατρό, Βασίλη Τράπαλη, αφού ο σταθμός δεν… εντρυφούσε στη νύχτα. Κι ο Βασίλης Καρράς, εμφανίστηκε στις 22.00 το βράδυ στον Πειραιά στις «1000 +1 νότες»… αγουροξυπνημένος και ντυμένος στην πένα, μαύρο κοστούμι, μαλλί που δεν πετούσε μισή τρίχα από το… Brylcreem και ύφος βαρύ, ίσως κι ασήκωτο:
Τον υποδέχτηκα και τον καλωσόρισα: «Καλησπέρα κύριε Καρρά… -Κερί και λιβάνι! Βασίλη σκέτο»! Κι ύστερα ζήτησε από τον Αντώνη Αρκουλή, τον ηχολήπτη, λίγο …πιπέρι για να ρίξει στο ουίσκι που του είχαμε προσφέρει..
Είχα μπροστά μου ένα είδωλο. Απλό, αυθεντικό, στα όρια του λούμπεν. Με τη δική του προσωπικότητα, την χαρακτηριστική ταυτότητα φωνής, με τη δική του ψυχή κι αλήθεια.
Κι όταν τέλειωσε εκείνη η εκπομπή, πήγαμε στο υπέροχο κουτούκι της Βούλας Ζηλάκου, στην οδό Μητρώου, στον Άγιο Βασίλη. Εκείνο το βράδυ, πρέπει να ήπιε όσο τσίπουρο είχε το μαγαζί… Κι είπαμε χιλιάδες ιστορίες… Για τη Θεσσαλονίκη, τον Πειραιά, τον ΠΑΟΚ του, τον Παναθηναϊκό, τον Εθνικό, κοινούς φίλους μα και τραγούδια… Έκτοτε βρεθήκαμε ελάχιστες φορές, μα μου αποτυπώθηκε στο μυαλό εκείνη η μια!
Ναι ήταν μακριά από τη δική μου αισθητική. Μα ήταν αυθεντικός. Αληθινός. Με απόθεμα αγάπης μέσα του και κάσες ουίσκι στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου του…
Έφυγε Χριστουγεννιάτικα και λύπησε εκατοντάδες χιλιάδες, εκατομμύρια ανθρώπους.
Στο καλό Βασίλη Κεσογλίδη ή Καρρά, όπως σε μάθαμε.