Ανυπεράσπιστοι οι πολίτες απένταντι στην ακρίβεια
Κυβερνητικά μέτρα κατά της ακρίβειας:
Η πλειοψηφία των πολιτών, μέρα με την ημέρα κυριολεκτικά μετρά το διαθέσιμο εισόδημα και τις υποχρεώσεις και δυστυχώς βλέπει το ισοζύγιο αρνητικό κάθε τέλος του μήνα.
Το ΠΑΣΟΚ πρότεινε πλαφόν στη λιανική τιμή του ρεύματος 10%, στο πλαίσιο της μείωσης των κερδών των εταιρειών ενέργειας. Γιατί οι πάροχοι ενέργειας από την αρχή των ανατιμήσεων τον Σεπτέμβριο του 2021 έχουν ζημιωθεί ελάχιστα, σε αντίθεση με τους πολίτες. Επιπλέον, ούτε τα υπερκέρδη που είχαν μέχρι το καλοκαίρι του 2022 έχουν φορολογηθεί, όπως είχε δεσμευθεί ο κ. Μητσοτάκης στη Βουλή.
Το ερώτημα που τίθεται κατόπιν τούτων, είναι εάν υπάρχει δυνατότητα να επιδοτούνται οι λογαριασμοί των καταναλωτών από το κράτος σε βάθος χρόνου. Η δυνατότητα προς το παρόν υπάρχει, ωστόσο στηρίζεται στην λανθασμένη πολιτική επιλογή της κυβέρνησης, να κρατά πολύ ψηλά τους συντελεστές φορολογίας, δηλαδή το ΦΠΑ στα βασικά αγαθά και τον φόρο στα καύσιμα, δίνοντας πίσω στους πολίτες «με το άλλο χέρι» επιδοτήσεις για τους λογαριασμούς της ενέργειας.
Το ΠΑΣΟΚ προτείνει:
-μείωση ΦΠΑ στα βασικά αγαθά από 13% σε 6%, για να μπορεί να έχει η μεσαία τάξη και οι περισσότερο ευάλωτοι συμπολίτες μας πρόσβαση σε αυτά.
-φορολόγηση των υπερκερδών των πετρελαϊκών εταιρειών, όπως άλλωστε συστήνει και το Συμβούλιο Κορυφής στα Κράτη – Μέλη της Ε.Ε.
Η κυβέρνηση δεν υιοθετεί ωστόσο τις προτάσεις μας, αλλά εξακολουθεί να κρατάει πολύ ψηλά τη φορολογία. Στην ουσία όμως εξακολουθεί μέσα από αυτά τα έσοδα να επιδοτεί τις εταιρίες ενέργειας.
Ταυτόχρονα το καλάθι του νοικοκυριού, το οποίο έχει αυξηθεί κατά 12%τους τελευταίους μήνες, βάσει των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ, «φουσκώνει» λόγω αισχροκέρδειας. Και αυτό συμβαίνει, επειδή οι ελεγκτικοί μηχανισμοί αδρανούν. Μπορείτε να διαπιστώσετε ότι από τις 8 Απριλίου του τρέχοντος έτους είχε να επιβληθεί πρόστιμο για αισχροκέρδεια στα τρόφιμα.
Ο καταναλωτής είναι ανυπεράσπιστος. Η κυβέρνηση δεν ακούει τους Ευρωπαίους που συστήνουν μείωση του ΦΠΑ στα βασικά είδη διατροφής και υπερφορολόγηση των πετρελαϊκών εταιρειών και όλο αυτό αποβαίνει εις βάρος των μεσαίων, αλλά και των πιο αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων.
Για το θέμα των πλειστηριασμών:
Εμείς συνομιλούμε με τους Έλληνες πολίτες και την Ελληνική κοινωνία και γι’ αυτό καταθέτουμε συγκεκριμένες προτάσεις, οι οποίες ωστόσο δεν εισακούονται –ούτε εφαρμόζονται- από την κυβέρνηση.
Η κυβέρνηση στο ζήτημα του ιδιωτικού χρέους έχει αποτύχει παταγωδώς:
-ο εξωδικαστικός μηχανισμός της έχει καταφέρει μόλις 1300 ρυθμίσεις, ενώ τα «κόκκινα δάνεια» υπερβαίνουν τα 1.200.000!
-οι ληξιπρόθεσμες οφειλές στον ΕΦΚΑ και στην εφορία έχουν αυξηθεί κατακόρυφα.
Εμείς από την πλευρά μας, καταθέσαμε συγκεκριμένη και κοστολογημένη νομοθετική πρόταση για τους δανειολήπτες του ελβετικού φράγκου.
Καταθέσαμε επίσης νομοθετική πρόταση, για την παροχή δυνατότητας επαναγοράς του δανείου από το δανειολήπτη, πριν ακόμη φύγει το δάνειο του από την τράπεζα και πάει σε fund. Γιατί δε μπορεί σήμερα ένα δάνειο να πωλείται σήμερα από την τράπεζα στο 10 με 15% της αξίας του και όταν καταλήγει σε Fund, αυτό να απαιτεί το 90 με 100% της αρχικής του αξίας, εις βάρος του δανειολήπτη.
Συμπερασματικά, από τις πολιτικές της κυβέρνησης, μόνο οι τράπεζες απαλλάχθηκαν από τα «κόκκινα δάνεια» και όχι οι πολίτες -όπως επαίρεται η κυβέρνηση- αφού το χρέος τους παραμένει. Δυστυχώς, το κυβερνητικό πρόγραμμα ΗΡΑΚΛΗΣ, παρότι αρχικά διαφημίστηκε αλλιώς, υλοποιήθηκε μόνο και μόνο για να βοηθήσει λογιστικά τις τράπεζες. Βασίστηκε στις ρευστοποιήσεις και τους πλειστηριασμούς και όχι στις βιώσιμες ρυθμίσεις.
Είχαμε επισημάνει από το 2020 στον αρμόδιο Υφυπουργό για το Χρηματοπιστωτικό Σύστημα, κ.Ζαβό ότι υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να αυξηθεί το δημόσιο χρέος. Αυτός, βέβαια, μας διαβεβαίωνε ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Κι όμως, εδώ και έξι μήνες η EUROSTAT ζητάει να εγγραφεί στο δημόσιο χρέος επιπλέον ποσό από 14 έως 19 δις.
Η κυβέρνηση έχει αποτύχει τόσο στο ιδιωτικό χρέος, αφού οι πολίτες απειλούνται με κατασχέσεις και πλειστηριασμούς, αλλά και σε σχέση με το δημόσιο χρέος, αφού το δημόσιο ταμείο κινδυνεύει να επιβαρυνθεί με 14 έως 19 δις το επόμενο διάστημα.