Βασικά σημεία της συνέντευξης
Ποια είναι η εμπειρία της Eurobank μέχρι τώρα σχετικά με τη διάθεση των πόρων του RRF, ποια τα πλεονεκτήματα και οι προκλήσεις και ποιες είναι οι κύριες κατηγορίες έργων που χρηματοδοτούνται;
Με μια λέξη: Super!
Πλεονεκτήματα:
- Ο έντονος μεταρρυθμιστικός χαρακτήρας του προγράμματος με υποδειγματική στόχευση για την ελληνική οικονομία, υπενθυμίζω τουλάχιστον 40% πράσινη μετάβαση, τουλάχιστον 20% ψηφιοποίηση, και το υπόλοιπο 40% εξωστρέφεια, έρευνα, καινοτομία και μεγέθυνση των επιχειρήσεων.
- Η υποδειγματική διαφάνεια στην υλοποίηση του προγράμματος.
- Η ταχύτητα εγκριτικής διαδικασίας, χωρίς να προστίθεται πολυπλοκότητα στη διαχείριση των δανείων κατά τη διάρκεια και μετά την πλήρη εκταμίευσή τους.
- Η σημαντική συμβολή του στη βελτίωση της ελκυστικότητας της επένδυσης από πλευράς απόδοσης, που είναι σημαντικός παράγοντας, ειδικά σε μια συγκυρία ανοδικών επιτοκίων.
- Η συνεισφορά κεφαλαίων που περιορίζουν το concentration risk των τραπεζών.
- Ως χώρα, για πρώτη φορά, έχουμε δανειστεί χρήματα τα οποία αν κάνουμε καλή δουλειά ως τράπεζες θα επιστρέψουν πίσω. Είναι η πρώτη φορά λοιπόν που θα μείνουν τα πολλαπλασιαστικά οφέλη και δε θα υπάρχει το χρέος.
Ειλικρινά δε μπορώ να δω πολλά αρνητικά πλην των εξής:
- Περιοριστικό πλαίσιο χρήσεων, το οποίο μας δημιουργεί κάποιες καθυστερήσεις χρονικά στην υλοποίηση έργων. Για παράδειγμα, στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, δεν υπάρχουν επαρκή έργα ψηφιοποίησης.
- Λόγω των απαιτήσεων για ολοκληρωμένο επιχειρηματικό σχέδιο, που αξιολογείται σε βάθος από τις τράπεζες και του κόστους που απαιτείται για όλο το πλαίσιο, το πρόγραμμα δεν είναι ιδιαίτερα ελκυστικό για μικρά projects κάτω των €5 εκ.. Υπάρχουν όμως πάρα πολλά αντίστοιχα ανάλογα προγράμματα, για πιο μικρά projects και επιχειρήσεις.
Η ελκυστικότητα του προγράμματος φαίνεται και έμπρακτα από το γεγονός ότι έχει ξεπεράσει κάθε προσδοκία. Μέσα σε 15 μήνες έχουμε κινητοποιήσει €2,5 δισ. κεφαλαία RRF, τα οποία αντιστοιχούν σε σύνολο επενδύσεων €5 δισ. σε 130 projects, με βασικές περιοχές τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την ηλεκτροκίνηση, τον τουρισμό, τις τηλεπικοινωνίες, την αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας της βιομηχανίας, την ψηφιακή αναβάθμιση. Η εκτίμηση μου είναι ότι, μέχρι το τέλος του έτους, αυτό το νούμερο θα διπλασιαστεί.
Σε αυτό το σημείο θα κάνω μια πρόβλεψη: Το ελληνικό Ταμείο Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας θα αποδειχτεί το πιο επιτυχημένο πρόγραμμα στη χώρα μας και ένα πρόγραμμα το οποίο θα σπεύσουν να αντιγράψουν και υιοθετήσουν και άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ελπίζω να βρεθεί και σε αυτές το τραπεζικό σύστημα που θα μπορέσει να το υλοποιήσει τόσο αποτελεσματικά.
Έχουν οι ελληνικές τράπεζες τη δυνατότητα να χρηματοδοτήσουν τα απαραίτητα έργα υποδομών στη χώρα;
Ξεκάθαρα ναι.
Θεωρώ ότι έχει αποδειχθεί έμπρακτα. Τα τελευταία 3 χρόνια έχουν προχωρήσει ή προχωρούν, είτε μέσω ιδιωτικοποιήσεων, είτε μέσω ΣΔΙΤ, είτε μέσω εξαγορών, είτε μέσω ιδιωτικών Greenfield επενδύσεων, πολύ μεγάλα projects ύψους άνω των €15 δισ. τα οποία απαιτούν χρηματοδότηση της τάξης του €10 δισ.. Αυτά τα κεφαλαία έχουν χορηγηθεί σχεδόν εξολοκλήρου, θα έλεγα, κατά 90% από τις τέσσερις συστημικές ελληνικές τράπεζες. Ενδεικτικά αναφέρω την Εγνατία Οδό, όπου το σύνολο της χρηματοδότησης αγγίζει το €1,2 δισ., το ΑΙΑ και τα Περιφερειακά αεροδρόμια, όπου το ύψους του εκάστοτε δανεισμού ήταν πέριξ του €1 δισ., τα πρόσφατα ΣΔΙΤ, FlyOver Θεσσαλονίκης, Ρυζόμυλος – Καλαμάτα και Μικρός ΒΟΑΚ, με σύνολο χρηματοδότησης αθροιστικά περίπου €800 εκ..
Μπορούμε να συνεχίσουμε με τους ίδιους ρυθμούς; Ναι είναι η απάντηση, εδώ όμως υπάρχει και ένα «αλλά». Το «αλλά» δεν οφείλεται στην αδιαμφισβήτητη ρευστότητα των τραπεζών, αλλά, κυρίως, στη μεγάλη συγκέντρωση που δημιουργείται ανά τράπεζα σε συγκεκριμένα projects και συγκεκριμένους ομίλους, κάτι που απασχολεί έντονα τα Διοικητικά Συμβούλια των τραπεζών, καθώς και τον επόπτη μας. Η κάθε τράπεζα διαθέτει σύνολο κεφαλαίων περίπου €7 δισ., όποτε κατανοείτε ότι, όταν η χρηματοδότηση που απαιτείται για την ιδιωτικοποίηση, της Αττικής Οδού για παράδειγμα, ξεπερνάει τα €2 δισ. ή του μεγάλου ΒΟΑΚ αγγίζει το 1,5 δισ., πρακτικά σημαίνει ότι η έκθεση της κάθε τράπεζας, σε καθένα από αυτά τα projects, θα αντιπροσωπεύει περίπου το 10% των κεφαλαίων της. Για να μη δημιουργήσω την οποιαδήποτε ανησυχία, έχουμε ήδη διασφαλίσει τη χρηματοδότηση αυτών των έργων.
Εδώ θα μου επιτρέψετε μια επισήμανση που αφορά την κερδοφορία των τραπεζών, η οποία συνδέεται άμεσα με τη συγκεκριμένη πρόκληση, για την οποία γίνεται μεγάλη συζήτηση και δυστυχώς, πολλές φορές, αποτελεί και αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης. Η κερδοφορία των τραπεζών είναι απαραίτητη, όχι μόνο για να αντέξουν πιθανούς μελλοντικούς κραδασμούς, αλλά κατεξοχήν, για να χρηματοδοτήσουμε την όποια μελλοντική ανάπτυξη. Όπως γνωρίζετε, για κάθε €100 δανείου, απαιτούνται κατ’ ελάχιστο €15 κεφαλαίων. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν, ότι για να υλοποιήσουμε το πλάνο μίας καθαρής πιστωτικής επέκτασης 6 – 7 δισ. ευρώ, την τετραετία 2022 – 2025, απαιτούνται νέα κεφάλαια της τάξης του €1 δισ.. Αυτά τα κεφάλαια δεν μπορούν να προέλθουν από οποιαδήποτε άλλη πηγή πλην της κερδοφορίας μας και έχουμε δεσμευτεί ότι περίπου το 70% της κερδοφορίας μας θα αξιοποιηθεί γι’ αυτό το σκοπό.
Ένα δεύτερο ζήτημα είναι αυτό των εγγυητικών επιστολών, μιας και λόγο απουσίας άλλων παικτών στην αγορά, αναγκαζόμαστε να εγγυόμαστε τον εαυτό μας!
Δυστυχώς οι ξένες τράπεζες μέχρι σήμερα είναι ηχηρά απούσες. Ευελπιστούμε ότι η πολυπόθητη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, θα επαναφέρει, καταρχάς το ενδιαφέρον τους και κατά δεύτερον με όρους οι οποίοι είναι αντίστοιχα ανταγωνιστικοί με εκείνους των ελληνικών τραπεζών. Αρωγοί μας μέχρι σήμερα είναι, εν μέρη τα Supranationals, όπως η ΕIB και η EBRD και διαρθρωτικά κεφάλαια, όπως το ΤΑΑ όπου μέσω επιχορηγήσεων και δανείων συνεισφέρουν σημαντικά στη χρηματοδότηση των έργων και στο να καταστούν τα έργα πιο ελκυστικά από πλευράς απόδοσης.
Συμπερασματικά, είμαστε εδώ με εμφατικό τρόπο που τολμώ να πω ότι δεν έχει ξανασυμβεί στη χώρα, αλλά χρειαζόμαστε τη συμβολή και άλλων!_