Η μία ανακηρύχθηκε σύμβολο της Ελληνίδας μάνας του Έπους του ΄40. Ελένη Ιωάννου Ιωαννίδου. Στις 2 Φεβρουαρίου 1941 έστειλε στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή το ακόλουθο τηλεγράφημα.
Πρὸς τὸν Πρόεδρον τῆς Κυβερνήσεως Κύριον Ἀλέξανδρον Κορυζήν
Ὁ υἱός μου, Εὐάγγελος Ἰ. Ἰωαννίδης, ἀπωλέσθη εἰς τὰς ἐπιχειρήσεις τῆς Κλεισούρας. Παρήγγειλα εἰς τοὺς τέσσαρας ἤδη ὑπηρετοῦντας υἱούς μου: Χρῆστον, Κώσταν, Γεώργιον καὶ Νίκον Ἰ. Ἰωαννίδην, νὰ ἐκδικηθῶσιν τὸν θάνατον τοῦ ἀδελφοῦ των.
Κρατῶ εἰς ἐφεδρείαν ἄλλους τέσσαρας: Πάνον, Ἀθανάσιον, Γρηγόριον καὶ Μενέλαον Ἰ. Ἰωαννίδη, κλάσεων 1917 καὶ νεωτέρων.
Παρακαλῶ κληθῶσιν ὀνομαστικῶς καὶ οὗτοι, εἰς πάσαν περίπτωσιν ἀνάγκης τῆς Πατρίδος ἢ τυχὸν ἀπωλείας ἑτέρου τέκνου μου πρὸς ἐκδίκησιν ἐχθροῦ. Γνωρίσατε Βασιλέα μας ὅτι ὕστατον ἐπιφώνημα θέλει εἶναι: ΖΗΤΩ Η ΠΑΤΡΙΣ
Ἑλένη Ἰωάννου Ἰωαννίδου Κυπαρισσία, 2 Φεβρουαρίου 1941.
Τα αποκαλυπτήρια του αγάλματος της έγιναν το 2009 στην Κυπαρισσία.
Οι άλλες είναι οι γυναίκες της πρώτης γραμμής, οι γυναίκες της Πίνδου. Το άγαλμα της Ζαγορίσιας Γυναίκας της Πίνδου βρίσκεται στην είσοδο του κάμπου των Ασπραγγέλων. Το άγαλμα στήθηκε το 1993 και είναι αφιερωμένο στις γυναίκες του Ζαγορίου και στην συμβολή τους στην απόκρουση των ιταλικών δυνάμεων το φθινόπωρο του 1940.
Στη συνεισφορά των γυναικών του Ζαγορίου αναφέρεται και το χρονογράφημα του πολεμικού ανταποκριτή Παύλου Παλαιολόγου που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα» στις 3 Δεκεμβρίου 1940, το οποίο και παρατίθεται.
«Μέτωπο, Δεκέμβριος
Καθυστερημένες φθάνουν οι επίσημες εκθέσεις στη Γενική Διοίκηση της Ηπείρου, για την δράσι των γυναικόπαιδων και των άμαχων, κατά την περίοδον της εισβολής των Ιταλών στο ελληνικό έδαφος!! Αλλά και έτσι καθυστερημένες δε χάνουν τη σημασία τους. Με τη λιτή γλώσσα, αποτελούν πολύτιμα ντοκουμέντα για τον ιστορικό πού θ’ ασχοληθεί, με την εποποιία της Ηπείρου. Δεν είναι έργο στο όποιον δεν επιδόθηκαν, δεν υπάρχει προσπάθεια που δεν προθυμοποιήθηκαν να καταβάλουν.
Στην αγκαλιά τους μετέφεραν τους τραυματίες οι γυναίκες. Στην ράχη των ζώων τοποθετούσαν τους αιχμαλώτους τραυματίες και τους συνόδευαν από το πεδίο του πολέμου στα μετόπισθεν. Και δεν περιορίζονται μόνον σε έργα ανθρωπισμού.
Κατασκευάζουν δρόμους, γέφυρες, μεταφέρουν πολεμοφόδια, κινδυνεύουν μαζί με τους στρατιώτες. Γυναίκες, γέροντες, παιδιά, ιερείς —αντιγράφω την έκθεση — επισκεύασαν οδόν μήκους εξ χιλιομέτρων εις το τέρμα Καπεσόβου του Ζαγορίου. Άνθρωπος δεν έμεινε εις τα χωριά. Και εννέα ετών ακόμα παιδιά εβοήθησαν εις την κατασκευήν της γέφυρας Κοκκόρου.
Πέντε ετών παιδάκια έζωσαν και εκείνα τες ποδιές και μετέφεραν χαλίκια. Οι αιχμάλωτοι βλέποντας αυτόν τον συναγερμόν εξέφραζαν την εκπληξίν τους. Εξαιρετικές περιποιήσεις στο στρατό μας, απ’ όποιο χωριό και αν περνουσε. Εις το Τσεπέλοβο τριακόσιοι άνδρες φιλοξενήθηκαν ανά δέκα ως δεκαπέντε, στα διάφορα σπίτια. Έφθαναν βρεμένοι, κουρασμένοι από τη μακρότατη πορεία. Έτρεχαν οι γυναίκες να τους στεγνώσουν, να τους αλλάξουν, να τους πλύνουν τα ρούχα, να τα μαντάρουν. Οι χωρικοί φιλοτιμούνται ποιος να προσφέρει τα περισσότερα τρόφιμα. Ψωμί, φασόλια, πατάτες, καρύδια, σφάγια στη διάθεση των στρατιωτών.
Όταν δε ο στρατός εστάλη στα ύψη της Γκαμήλας, τα όποια και κατά τους θερινούς ακόμα μήνες είναι σκεπασμένα με χιόνι, όλα τα σπίτια έδωσαν από μια χοντρή βελέντζα και από δύο σακιά, για να μη κρυώνουν οι φαντάροι μας. Δεκαπενταετείς έφηβοι, γυναίκες, γέροι, άλλοι φορτωμένοι στις πλάτες, άλλοι με τα ζώα των, μετέφεραν συνεχώς όλα τα πολεμοφόδια από το Καπέσοβο στο Βρυσοχώρι. Περπατούσαν επί δύο ήμερες, σε δρόμους, άλλοτε φοβερά, δύσβατους και άλλοτε φοβερά λασπώδεις.
Στη μάχη έξω απ’ το Τσεπέλοβο, ο αξιωματικός πολεμούσε με άνδρες, που είχαν μείνει νηστικοί επί τέσσαρες μέρες και τα κατσάβραχα είχαν σχίσει τα παπούτσια των πολεμιστών. Πήρε το τηλέφωνο και ζητούσε να του στείλουν επειγόντως ψωμί και άρβυλα…Τα σύρματα ήταν κομμένα… θα χρειαζόταν πολύς καιρός ως που ν’ ακουσθή και να φθάσουν τα τρόφιμα από τα Γιάννινα.
Ένας τηλεφωνητής του Τσεπελόβου, αντιληφθείς τις ανάγκες ειδοποίησε τους κατοίκους και αμέσως αι γυναίκες του Τσεπελόβου φορτώθηκαν στις πλάτες παπούτσια, και ότι τρόφιμα υπήρχαν, και τράβηξαν για την πρώτη γραμμή. Ο σταθμάρχης Δοβράς με τις γυναίκες του χωρίου δέθηκαν με τριχιές και ζεύτηκαν τα κανόνια τα οποία ανέβασαν στα απόκρημνα υψώματα.
Ο σταθμάρχης Βωβούσης εγκατέλειψε το Σταθμό και πήγε να πολεμήσει με τους άνδρας του, και τους άλλους, που προσεφέρθησαν, εναντίον των Ιταλών, έως ότου έφυγαν από το Ελληνικό έδαφος. Κάτοικος της Λαΐστης έρριξεν εννέα τενεκέδες πετρέλαιο και κατέστρεψαν μια γέφυρα για να εμπόδιση τη διέλευση του εχθρού. Τρόφιμα – διαβάζω σε μια έκθεση – δεν έμειναν στο Ζαγόρι. Το χόρτο όλο δόθηκε στη κτήνη του στρατού. Ο πληθυσμός για να τραφεί, σφάζει τα ζώα του, που αποτελούν γι’ αυτόν, το παραγωγικό κεφάλαιο του.
– Ας μην μας μείνει τίποτε φωνάζουν.
– Θα δουλέψουμε. — Θα δουλέψουμε διπλά, φθάνει να μην χάσωμε τη λευτεριά μας.
Και τώρα που ο εχθρός απομακρύνθηκε και διώκεται στη θάλασσα, οι γυναίκες των χωριών της Ηπείρου λησμονώντας τις ανάγκες τους, στρώθηκαν στη δουλειά και πλέκουν κάλτσες για τους ελευθερωτές…
– Σας μετέφερα, ακατάστατα, ατακτοποίητα, αχτένιστα, όπως τα βρήκα, τα στοιχεία των εκθέσεων.
Τι χρειάζεται ο φραστικός διάκοσμος εκεί όπου μόνα τους βοούν πράγματα; Βοούν, για να επιβεβαιώσουν τη μεγάλη αλήθεια, ότι η ύπαιθρος εθαυματούργησε. Το λένε οι ξένοι, το λέμε εμείς που την είδαμε, το λένε οι επίσημες εκθέσεις».