Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία τόσο της Eurostat αλλά και της ΕΛΣΤΑΤ για τη συνολική αποταμίευση στη χώρα, που παράλληλα δίνουν και μια άλλη πτυχή για το επίπεδο των εισοδημάτων αλλά και της αγωνίας για κάλυψη των καθημερινών αναγκών.
Αρχικά, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η αποταμίευση κυρίως προέρχεται από τις επιχειρήσεις και τη γενική κυβέρνηση, με τα νοικοκυριά να υστερούν. Έτσι, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το 2022 η συνολική ακαθάριστη αποταμίευση (gross saving) στην οικονομία αυξήθηκε στα 21,8 δισ. ευρώ από 16,5 δισ. ευρώ το 2021. Ωστόσο καταγράφηκε μείωση της αποταμίευσης των νοικοκυριών στο -2,6% του ΑΕΠ.
Στο μεταξύ με βάση τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα, την εβδομάδα που πέρασε, η Eurostat και αφορούν το 2022, η Ελλάδα είναι στον “πάτο” της Ευρώπης σε σχέση με την αποταμίευση. Συγκεκριμένα, οι Ευρωπαίοι κατά μέσο όρο έβαλαν στον “κουμπαρά” το 12,7% του διαθέσιμου εισοδήματός τους έναντι 16,4% το 2021, με την Ελλάδα να κατατάσσεται στη χειρότερη θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ σε δείκτες αποταμίευσης. Εμφάνισε αρνητική αποταμίευση (-4%) και μαζί με την Πολωνία (-0,8%) να έπεται.
Ουσιαστικά οι Έλληνες εμφανίζονται να “βάζουν χέρι” στο ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημά τους, δηλαδή αξιοποίησαν αποταμιεύσεις από προηγούμενες περιόδους, δανείστηκαν για να ανταπεξέλθουν στις δαπάνες τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι για φέτος με βάση την έρευνα οικονομικής συγκυρίας του ΙΟΒΕ για τον Οκτώβριο καταγράφεται ανάλογη τάση. Όπως αναφέρεται, “ο δείκτης της πρόθεσης για αποταμίευση τους προσεχείς 12 μήνες ενισχύθηκε ελαφρά τον Οκτώβριο και διαμορφώθηκε στις –61,7 μονάδες (από -63,8). Το 81% των νοικοκυριών δεν θεωρεί πιθανή την αποταμίευση στο επόμενο 12μηνο, ενώ το 16% τη θεωρεί πιθανή ή πολύ πιθανή. Οι σχετικοί δείκτες διαμορφώθηκαν στις +2,7 μονάδες στην ΕΕ και στις +2,6 μονάδες στην Ευρωζώνη.”
Ουσιαστικά η συντριπτική πλειοψηφία των νοικοκυριών, 4 στα 5, τους προσεχείς 12 μήνες δεν θεωρεί πιθανό ότι θα μαζέψει χρήματα στον κουμπαρά. Επιπλέον, σχετικά με τις εκτιμήσεις για την τρέχουσα οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού, το ποσοστό των καταναλωτών που δηλώνει ότι “μόλις τα βγάζει πέρα” διαμορφώνεται σε 59%, ενώ στο 12% διαμορφώνεται το ποσοστό όσων αναφέρουν ότι αντλούν από τις αποταμιεύσεις τους.
Η ακρίβεια
Είναι προφανές ότι βασική αιτία για την εικόνα αυτή είναι ο συνδυασμός χαμηλών εισοδημάτων και αύξησης του κόστους ζωής, λόγω και της ακρίβειας βασικών αγαθών και τροφίμων και των επιβαρύνσεων σε δάνεια λόγω του επιτοκιακού ράλι. Αλλωστε παρά τη βελτίωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών ακόμη η κατάσταση δεν είναι και η καλύτερη, κι αυτό παρά το μέγεθος της “μαύρης” οικονομίας.
Να σημειωθεί ότι με βάση την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές ανήλθε στα 19.204,08 ευρώ (1.600,34 το μήνα), καταγράφοντας αύξηση, σε τρέχουσες τιμές 12,7% σε σχέση με το 2021.
Συγκεκριμένα, το 50% των νοικοκυριών δαπανούν περισσότερα από 1.289 ευρώ το μήνα. Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία δαπανούν το 17,4% του προϋπολογισμού τους, κατά μέσο όρο, για ενοίκιο. Το μερίδιο της μέσης δαπάνης για είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά και στέγαση των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 58,1% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 25,6%.
Επίσης σε έρευνά της η Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων εκτιμά ότι οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν στην Ελλάδα και τα άλλα κράτη της Ευρωζώνης, ενώ τα κέρδη αυξήθηκαν. Στην Ελλάδα ο πραγματικός μισθός μειώθηκε 0,2% ενώ τα πραγματικά κέρδη αυξήθηκαν 5,9%. Οι μεγαλύτερες μειώσεις μισθών καταγράφονται σε Τσεχία (4,6%) και Ιταλία (2,3%) ενώ οι μεγαλύτερες αυξήσεις κερδών σε Σλοβακία (7,9%) και Ρουμανία (6,9%)
Σημειώνεται επίσης ότι με βάση πρόσφατη έρευνα που δημοσίευσε το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών, η ακρίβεια έχει επιφέρει αλλαγή και στις καταναλωτικές συνήθειες. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία έρευνας, οι Έλληνες καταναλώνουν 1 κιλό λιγότερο κρέας μηνιαίως, με εξαίρεση τα πουλερικά, τα οποία παρουσιάζουν αύξηση και είναι η πιο οικονομική λύση.
Η αναζήτηση οικονομικών προϊόντων είναι συνεχής και οι αγορές γίνονται στοχευμένα και με μέτρο. Τα στοιχεία δείχνουν στροφή των καταναλωτών σε ζυμαρικά και όσπρια.