Μία από τις πιο χαρακτηριστικές εκφάνσεις των ελληνικών παθογενειών είναι ότι στη χώρα μας δεν έχουμε ενεργή κοινωνία πολιτών. Όλες αυτές οι συλλογικότητες που στην πολιτική επιστήμη αποκαλούνται «ομάδες πίεσης», στην Ελλάδα δεν έχουν καμία σχέση με το κοινωνικό όφελος εν συνόλω. Κάθε μία κοιτάει το στενό συμφέρον της και ποτέ δεν συμπράττει με άλλες ώστε να αυξήσουν μαζί την επιρροή τους στην κοινωνία και να ωφεληθούν από κοινού, κάτι που συμβαίνει συχνά στα σύγχρονα ανεπτυγμένα κράτη.
Εδώ, η μία ομάδα προσπαθεί να ρίξει τα βάρη της στην άλλη. Π.χ., όταν ένα συνδικαλιστικό σωματείο βλέπει τα κεκτημένα του επαγγέλματος που εκπροσωπεί να απειλούνται, ταμπουρώνεται πίσω από ένα «όχι», κάνει κάποιες φορές και μερικές εναλλακτικές προτάσεις που είναι όλες τους μαξιμαλιστικές και συνήθως ανέφικτες, μετά κατεβαίνει σε μία απεργία για να δείξει ότι το πνίγει το δίκιο και, στο τέλος, λέει και το γνωστό «από εμένα θα ξεκινήσετε;» Όλα αυτά μαζί και το καθένα ξεχωριστά είναι ένα περήφανο «εγώ να είμαι καλά και σκασίλα μου για την κοινωνία.»
Οι ομάδες πίεσης με τοπικό πρόσημο δεν θα μπορούσαν να είναι εξαίρεση από αυτή τη συμπεριφορά: Μόνη τους στρατηγική η περιχαράκωση και το «μακριά από εμένα το πρόβλημα». Τα μέλη τους, δε, ακριβώς επειδή πρόκειται για τοπικές κοινωνίες, αισθάνονται περισσότερο νομιμοποιημένα να αντιδρούν και να διαμαρτύρονται για οτιδήποτε δεν τους αρέσει, γιατί ασχολούνται με ζητήματα που αφορούν τον τόπο τους, που περιλαμβάνει την οικογένεια και την καθημερινότητά τους. Υπάρχει ένα ζήτημα εδώ όμως: Αν θέλαμε τη γνώμη τους, θα είχαμε φροντίσει για μία τοπική αυτοδιοίκηση χειραφετημένη από το κεντρικό κράτος. Δεν φροντίσαμε… Βασικά, δεν θέλαμε να φροντίσουμε, αλλά αυτό είναι μία άλλη συζήτηση.
Τώρα θα ρωτήσει κανείς, «να μην διαμαρτύρονται οι κάτοικοι αν διαφωνούν με κάτι;» Είναι αλήθεια πως οι διαμαρτυρίες των τοπικών κοινωνιών είναι συνήθως ειρηνικές και, στο κάτω κάτω, ο κόσμος πρέπει να μπορεί και να διαμαρτύρεται. Το θέμα εδώ, ωστόσο, δεν είναι η διαμαρτυρία ή ο τρόπος που κοινοποιούνται τα τοπικά αιτήματα γενικότερα, είναι ότι κανένας δεν θέλει να δει έξω από την αυλή του σπιτιού του σε αυτή τη χώρα.
Και, για να φτάσουμε στο διά ταύτα, υπάρχει ένα μεγάλο ζήτημα αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, το προσφυγικό-μεταναστευτικό, το οποίο (πρέπει να) αφορά τους πάντες, και συμβαίνει το εξής χαρακτηριστικό: Όλοι θέλουν να δουν τα νησιά να ξαλαφρώνουν από τις χιλιάδες των προσφύγων και μεταναστών και, ταυτόχρονα, κανένας δεν θέλει πρόσφυγες και μετανάστες κοντά του.
Συγγνώμη, αλλά δεν γίνεται δουλειά έτσι. Στη ζωή δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα όπως τα θέλουμε και πολύ κακώς η κυβέρνηση, που κατά τα άλλα αντιμετωπίζει με τη δέουσα σοβαρότητα το ζήτημα, πριν δύο εβδομάδες ανακοίνωσε ότι δεν θα υπάρξουν άλλες μαζικές μετακινήσεις μεταναστών στην ενδοχώρα. Χώρος για να δημιουργηθούν κέντρα φιλοξενίας υπάρχει μπόλικος, οι ροές εξ Ανατολών συνεχίζονται, συνεπώς πρέπει να υπάρξουν κι άλλες μετακινήσεις στα ενδότερα.
Οι άνθρωποι φοβούνται, λένε κάποιοι, και δικαιολογημένα δεν θέλουν κέντρο μεταναστών στην περιοχή τους. Αφενός, όμως, το ίδιο μπορεί να πει κανείς και για τους κατοίκους των νησιών και, αφετέρου, οι άνθρωποι έχουν κάποιες επιλογές που δεν έχει η ελληνική κυβέρνηση. Η κυβέρνηση δεν μπορεί να κρυφτεί από το πρόβλημα. Οι άνθρωποι, από την άλλη, μπορούν: Αν φοβούνται τόσο πολύ, μπορούν να μην βγαίνουν από το σπίτι τους ή να μετακομίσουν.
Αν σας φαίνονται σκληρές αυτές οι επιλογές, υπάρχουν πάντα και σκληρότερες. Ρωτήστε, λ.χ., και τους λευκούς κατοίκους της Νότιας Αφρικής, όταν ήρθαν αντιμέτωποι με την προοπτική να πέσει το απαρτχάιντ. Φοβόντουσαν ότι οι μαύροι θα εκμεταλλεύονταν την εξίσωσή τους με τους λευκούς για να εκφράσουν την εκδικητική τους μανία για όλα τα βάσανα που πέρασαν. Οι φόβοι ήταν εντελώς δικαιολογημένοι: Φανταστείτε να έχετε κάποιον αλυσοδεμένο στο υπόγειό σας για μερικές δεκαετίες και μια μέρα να τον λύσετε και να του δώσετε και τα κλειδιά του σπιτιού σας. Ευτυχώς, όμως, αυτοί οι φόβοι αγνοήθηκαν από τις νοτιοαφρικανικές αρχές τότε και το καθεστώς άλλαξε. Γενικώς, αν τα αισθήματα των ατόμων είχαν μεγαλύτερη σημασία από την καλύτερη για την κοινωνία λύση, η ανθρωπότητα δεν θα πήγαινε ποτέ μπροστά και τα προβλήματα θα χρόνιζαν εσαεί.
Όσο για τις προτάσεις που ακούστηκαν περί μεταφοράς μεταναστών σε ξερονήσια του Αιγαίου, ωσάν να είναι «χρυσές» λύσεις, συναγωνίζονται σε ανοησία το «δεν έχει σύνορα η θάλασσα». Αρκεί να πούμε ένα πράγμα μόνο: Στο διεθνές δίκαιο, η απόσχιση ή απόσπαση εδάφους από την επικράτεια κυρίαρχου κράτους θεωρείται καταρχήν απαράδεκτη, εκτός και αν οι κάτοικοι διακριτού εδαφικού τμήματος εντός του κράτους έχουν αποκλειστεί από την διοίκησή του (με άλλα λόγια, δεν ψηφίζουν). Όποιος θέλει να απαλλαγεί η Ελλάδα από τους μετανάστες χαρίζοντας μερικά νησιά στον Ερντογάν, ας το πει καθαρά, πολιτικός ή ομάδα…
Ακριβώς τέτοιου είδους «ιδέες» γεννιούνται από τις προκαταλήψεις και τον φόβο των τοπικών κοινωνιών. Το ιδανικό θα ήταν η κυβέρνηση να είχε το χρόνο για να τις πληροφορήσει καλύτερα και να πείσει για την αναγκαιότητα των μέτρων που ανακοίνωσε. Το πρόβλημα όμως μεγεθύνεται μέρα με τη μέρα και, δεδομένων των μέσων και των υποδομών που διαθέτει η Ελλάδα, είναι ήδη πολύ μεγάλο για τα μέτρα της. Για αυτό και η λύση του μπορεί να έρθει μόνο μέσα από υπερβάσεις:
Υπέρβαση από την κυβέρνηση, να πάψει να χαϊδεύει τις τοπικές κοινωνίες…
Υπέρβαση από τις τοπικές κοινωνίες, να μην κρύβονται από το πρόβλημα…
Και υπέρβαση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, να καταλάβει πως δεν είναι μόνο ένωση οικονομιών…
Ένα από τα τρία να μην γίνει (που είναι πολύ πιθανό) και το πρόβλημα απλά δεν θα φύγει ποτέ.