Δυνατό χαρτί για τις ελληνικές γαλακτοβιομηχανίες αποδεικνύεται το στραγγιστό γιαούρτι, αφού ποσοστό 50% της εγχώριας παραγωγής εξάγεται στην Ευρώπη και την Αμερική. Ενθαρρυντική η αυξανόμενη δυναμική του εμβληματικού ελληνικού προϊόντος, εξαιρετικής ποιότητας. Από στοιχεία και εκτιμήσεις το ΣΕΒΓΑΠ υπολογίζεται αύξηση 10% στις εξαγωγές για εφέτος.
Παράλληλα μεγάλη κινητικότητα παρουσιάζει το στραγγιστό και στην ελληνική αγορά, ενθαρρύνοντας τις γαλακτοβιομηχανίες για νέες επενδύσεις, είτε σε εγκαταστάσεις όπως η ΜΕΒΓΑΛ ύψους 5000000ευρώ, είτε σε διαφημιστική καμπάνια όπως η ΚΡΙ ΚΡΙ, θέλοντας να καταλάβει την πρώτη θέση στην αγορά που μέχρι σήμερα κατέχει η ΦΑΓΕ με το Total.
Πολύ ενθαρρυντική είναι η κυριαρχία του στραγγιστού γιαουρτιού και για τους αγελαδοτρόφους, αφού θα έχουν σίγουρη τη διάθεση του γάλακτος, σε μια ευημερούσα αγορά, αφού για την παραγωγή απαιτείται αγελαδινό γάλα.
Παράλληλα έγιναν και βελτιώσεις στον τρόπο παρασκευής του στραγγιστού, που κυριαρχεί στην αγορά γιαουρτιού, με την NIELSEN να παρουσιάζει στοιχεία αύξησης 6,4% στις πωλήσεις από τα super markets. Μάλιστα φαίνεται ότι με το στραγγιστό γιαούρτι, η Vivartia κατόρθωσε να βελτιώσει την αρνητική της θέση.
Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι το μερίδιο της αγοράς που κέρδισε το στραγγιστό γιαούρτι χάθηκε από το μερίδιο της αγοράς του παραδοσιακού γιαουρτιού. Οι καταναλωτές και ιδιαίτερα οι νέοι, μεγάλων αστικών κέντρων και του εξωτερικού προτιμούν ήπια γεύση και συγχρόνως το στραγγιστό παράγεται από αγελαδινό γάλα που είναι φθηνότερο και η τυποποίηση είναι αυτοματοποιημένη ενώ το παραδοσιακού απαιτεί ανθρώπινο δυναμικό.
Μεγάλη προσοχή απαιτείται όμως, στο χειρισμό του θέματος του ανταγωνισμού αφού όλο και περισσότερα περιστατικά παραγωγής «ελληνικού γιαουρτιού» εμφανίζονται σε χώρες του εξωτερικού, που οικειοποιούνται τη χώρα προέλευσης, δηλώνοντας ότι ο όρος «ελληνικό γιαούρτι» είναι απλά ένας τρόπος διαδικασίας παραγωγής.