Αυτές τις ημέρες διεξάγονται στις υπό ρωσική κατοχή περιοχές της Ουκρανίας τα δημοψηφίσματα που προανήγγειλε ο Β. Πούτιν την προηγούμενη εβδομάδα. Αυτό που ασφαλώς προσπαθεί να κάνει ο Ρώσος πρόεδρος, είναι να μπορεί να ισχυριστεί ότι η προσάρτηση των εν λόγω περιοχών στη Ρωσία θα είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένη. Δεν είναι ο πρώτος δικτάτορας που αποπειράται να χρησιμοποιήσει προς όφελός του αυτό που πολλοί ονομάζουν «γιορτή της δημοκρατίας».
Τα παραδείγματα είναι πολλά. Ενδεικτικά, ο Χίτλερ διεξήγαγε τέσσερα δημοψηφίσματα για να συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες του κράτους στα χέρια του. Από τα πιο πρόσφατα, ο Ούγκο Τσάβεζ διεξήγαγε δύο το 1999 και από ένα το 2007 και το 2009, όλα για να εγκριθούν συνταγματικές αναθεωρήσεις προς ενίσχυση των εξουσιών του. Γενικά, οι δικτάτορες φαίνεται να τα πηγαίνουν καλά με τα δημοψηφίσματα…
Ένα πρώτο συμπέρασμα, κατόπιν τούτων, είναι πως πρέπει να είμαστε καχύποπτοι όταν ένα δημοψήφισμα επιβάλλεται άνωθεν. Είναι πολύ διαφορετικό σε σχέση με τις περιπτώσεις κοινωνικής πρωτοβουλίας, όταν δηλαδή κινητοποιείται μια ομάδα πολιτών και προκαλεί δημοψήφισμα μέσα από συγκεκριμένες διαδικασίες. Αυτό συμβαίνει σε κάποιες περιπτώσεις στις πιο προηγμένες δημοκρατίες, με πρώτη και καλύτερη την Ελβετία, όπου διεξάγονται δημοψηφίσματα σε τακτική βάση. Η Ελβετία όμως είναι και μία εξαιρετική περίπτωση δυτικού κράτους. Υπάρχουν σοβαροί λόγοι που το δημοψήφισμα και η αμεσοδημοκρατία γενικότερα είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας στη σημερινή Δύση.
Κατ’ αρχάς, λόγω του παγκόσμιου εμπορίου και της προόδου της τεχνολογίας, οι δυτικές κοινωνίες είναι ανοικτές, με ρευστά όρια, αλληλοεξαρτώμενες και με την τάση να μεγεθύνονται συνεχώς. Αυτή η εξέλιξη από το τοπικό προς στο παγκοσμιοποιημένο, έχει δύο πολύ συγκεκριμένες και αλληλοσυνδεόμενες πολιτικές συνέπειες: Πρώτον, μεγαλώνει η απόσταση του ατόμου από τη διακυβέρνηση, που σημαίνει ότι οι επιθυμίες του ατόμου αγγίζουν λιγότερο την κοινωνία και ταυτόχρονα οι στόχοι της τελευταίας αγγίζουν λιγότερο το άτομο. Δεύτερον, οι κοινωνίες που βρίσκονται σε φάση μεγέθυνσης μειώνουν την συμμετοχικότητά τους στα κοινά, στο βαθμό που η διανομή πόρων και ιδεών στο εσωτερικό τους δεν έχει προσαρμοστεί σε αυτή τη μεγέθυνση.
Η κατάληξη όλων των παραπάνω, προκειμένου να υπάρξει μία λειτουργική δημοκρατία, ήταν ο κοινοβουλευτισμός. Τουτέστιν, δημιουργήσαμε θεσμούς-διαμεσολαβητές ανάμεσα στους πολίτες και την εξουσία και ανάμεσα στα έθνη. Αυτή η θεσμική δομή πολύ δύσκολα συμβαδίζει με το αμεσοδημοκρατικό μοντέλο, τουλάχιστον σε εθνικό επίπεδο. Σε ό,τι, δε, αφορά ειδικά την Ελβετία, το δημοψήφισμα είναι μέρος του θεσμικού τοπίου, εκφράζει ως επί το πλείστον το λαϊκό δικαίωμα της αρνησικυρίας και με τα χρόνια έχει αναπτύξει στον πληθυσμό ένα υψηλό αίσθημα πολιτικής ευθύνης. Και δημοκρατία χωρίς ευθύνη, δεν νοείται. Για αυτό και στα πολιτεύματά μας επιλέγουμε διαμεσολαβητές: Επιφορτίζουμε συγκεκριμένα άτομα με συγκεκριμένες υποχρεώσεις, όχι τόσο για να εξασφαλίσουμε τις ορθές αποφάσεις (σίγουρα είναι και αυτός ένας λόγος), αλλά για να ξέρουμε ποιος είναι υπεύθυνος για τι. Είναι αυτή η απόδοση της ευθύνης που νομιμοποιεί την απόφαση.
Για αυτόν το λόγο ακριβώς τα περιπτωσιακά δημοψηφίσματα δεν είναι παραγωγικά ως προς τη δημοκρατία και τη σταθερότητα στα σύγχρονα κράτη: Εξουδετερώνουν την ευθύνη. Λαμβάνει κατ’ εξαίρεση μία απόφαση ένας λαός, ο οποίος είναι απρόσωπος και έχει την πολυτέλεια να ζει σε ένα λειτουργικό σύστημα χωρίς κατ’ ανάγκη να μπαίνει στην ουσία των ζητημάτων, καθώς αυτή η δουλειά έχει ανατεθεί στους θεσμούς (από τον ίδιο αυτό λαό).
Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, δεν λέμε ότι πρέπει να καταργηθούν τελείως τα εθνικά δημοψηφίσματα. Υπάρχουν και εξαιρετικές καταστάσεις, που αξιώνουν εξαιρετική αντιμετώπιση. Αν πρόκειται όμως να αχρηστεύουμε τους θεσμούς μας, αφαιρούμε από το κράτος την αξιοπιστία του και την ικανότητά του να έχει συνέχεια. Ούτε ισχυριζόμαστε ότι η άμεση δημοκρατία είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Απλά, για την ώρα, είναι μόνο θεωρία. Ίσως κάποτε στο μέλλον γίνουμε όλοι «Ελβετία», ποιος ξέρει; Μέχρι να συμβεί αυτό, όμως, το δημοψήφισμα μπορεί εύκολα να γίνει ένα εργαλείο παράκαμψης των θεσμών της δημοκρατίας, για αυτό και αποτελεί αγαπημένη πρακτική δημαγωγών και δικτατόρων.