Εδώ και περίπου μία εβδομάδα οι διαμαρτυρόμενοι αγρότες αποφάσισαν να εντείνουν τις κινητοποιήσεις τους, μπλοκάροντας με τα τρακτέρ τους διάφορα σημεία του οδικού δικτύου της χώρας. Μετά από αυτό, πολλοί επαγγελματίες που δραστηριοποιούνται στην επαρχία αποφάσισαν να αναβάλλουν δουλειές, κάποιοι άλλοι τις ματαίωσαν εντελώς, ενώ υπάρχουν κι εκείνοι που ρισκάρουν να ταλαιπωρηθούν ώρες ολόκληρες, μήπως και μπορέσουν να τις ολοκληρώσουν.
Όπου κι αν στέκεται κανείς πολιτικά ή όσο κι αν υποστηρίζει το αγροτικό κίνημα, δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ολοφάνερη αλήθεια που λέει ότι για όλες αυτές τις χαμένες δουλειές και ώρες υπαίτιοι είναι οι αγρότες. Δεν είναι το ελληνικό κράτος, δεν είναι οι πολιτικοί, δεν είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι αγρότες είναι εκείνοι που κλείνουν τους δρόμους και δεν επιτρέπουν στον κόσμο να ασκήσει το συνταγματικό του δικαίωμα να μετακινηθεί ελεύθερα στην ελληνική επικράτεια.
Και ακριβώς επειδή μιλάμε για συνταγματικό δικαίωμα, τα αιτήματα που προτάσσουν οι αγρότες για να δικαιολογήσουν τις κινητοποιήσεις τους έχουν μηδενική σημασία. Κι ας είναι τα πιο δίκαια αιτήματα του κόσμου. Το γεγονός ότι και άλλοι κλάδοι έχουν καταχραστεί δημόσιο χώρο για να φωνάξουν τα «δίκαιά» τους δεν δικαιολογεί την κατάχρηση. Με άλλα λόγια, ό,τι κι αν θέλει να μας πει το αγροτικό κίνημα, το κατά πόσο έχει δίκαιο δεν θα έπρεπε να μας αφορά ως κοινωνία περισσότερο από τη νομιμότητα των κινητοποιήσεών του.
Κακώς, λοιπόν, γίνεται δημόσιος διάλογος για τα αιτήματα των αγροτών προτού γίνει για την ίδια τη φύση των συνδικαλιστικών τους δράσεων. Γιατί, μπορεί κάποιες φορές η επιχειρηματολογία ενός κοινωνικού φορέα ενάντια σε αποφάσεις και νόμους του κράτους να είναι αρκετά σοβαρή ώστε να έχει πολιτική επιρροή, αλλά αν ο Νόμος (με κεφαλαίο «Ν») εφαρμόζεται α λα καρτ, καμία επιχειρηματολογία και καμία επιρροή δεν έχουν νόημα.
Αλλά ακόμα κι αν ο Νόμος ανεχόταν κατ’ εξαίρεση τα αγροτικά μπλόκα, είναι παραπάνω από προφανές ότι είναι κοινωνικά απαράδεκτο να ταλαιπωρούνται ή να ζημιώνονται οι πολίτες, επειδή ένας επαγγελματικός κλάδος διαμαρτύρεται. Με αυτήν τη λογική, θα έπρεπε να επιτρέπεται σε όλους μας να παρεμποδίζουμε ενεργά τους άλλους να λειτουργήσουν κοινωνικά και επαγγελματικά, κάθε φορά που θα αισθανόμασταν αδικημένοι.
Μπορεί τώρα κάποιος να ρωτήσει καλοπροαίρετα «και τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν οι αγρότες προκειμένου να αναδείξουν τα προβλήματά τους;» Η απάντηση είναι μάλλον αυτονόητη: Απεργία. Ο αγρότης, όπως και οποιοσδήποτε άλλος επαγγελματίας ή υπάλληλος, έχει το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα να σταματήσει να δουλεύει. Έχει και το δικαίωμα να διαδηλώσει, ώστε να μάθουν όλοι το πρόβλημά του, αλλά σίγουρα δεν έχει το δικαίωμα να μην αφήνει τους υπόλοιπους να ζήσουν κανονικά τις ζωές τους. Αν μάλιστα σκεφτούμε τον συντονισμό που χαρακτηρίζει το κίνημα των αγροτών, αλλά και την σχέση των Ελλήνων με τα ντόπια αγροτικά προϊόντα, μία αγροτική απεργία θα είχε ορατό αντίκτυπο. Αν μη τι άλλο, θα επηρέαζε σε υπολογίσιμο βαθμό την ποιότητα και το κόστος των προϊόντων που θα έφταναν στον καταναλωτή.
Ωστόσο, μία τέτοια στάση διαμαρτυρίας προϋποθέτει ότι θα ζημιωθούν και οι ίδιοι οι αγρότες, με τον ίδιο τρόπο που ζημιώνονται και άλλοι απεργοί από πολλούς άλλους κλάδους. Προϋποθέτει, δηλαδή, ότι δεν θα βγαίνουν στους δρόμους όταν τα χωράφια είναι παγωμένα από τον καιρό και ότι θα ανταλλάξουν μία συνηθισμένη επαγγελματικά χρονιά με μία χρονιά ανυποχώρητου, τίμιου, κανονικού αγώνα. Γιατί – συγγνώμη, αλλά – σε έναν αγώνα τις θυσίες τις κάνει εκείνος που αγωνίζεται. Όχι όλοι οι υπόλοιποι.