Έχω χρόνια να μπω τον Αύγουστο σε πλοίο της γραμμής για διακοπές.
Προτιμώ πλέον τον Σεπτέμβριο, πολλές φορές και προς το τέλος του.
Και για πολύ λίγες μέρες.
Μεγάλωσα.
Δεν αντέχω το στριμωξίδι.
Όμως μου λείπει.
Όχι το ταξίδι.
Μου λείπει η ανθρωπογεωγραφία εκείνων των ωρών του ταξιδιού.
Αυτούς που παρατηρούσα γύρω μου και προσπαθούσα να μπω στη σκέψη τους.
Παρατηρούσα αυτούς που διάβαζαν και τι διάβαζαν.
Αυτούς που έπαιζαν χαρτιά και τους διαλόγους τους.
Αυτούς που ντε και καλά ήθελαν να πιάσουν κουβέντα με τους διπλανούς τους και να τους ζαλίζουν με δεκάδες αδιάφορες ιστορίες.
Αυτούς που τους περίμεναν οι συγγενείς ή οι φίλοι στη προκυμαία με αγκαλιές και φιλιά.
Αυτούς που έκλαιγαν όταν επέστρεφαν οι δικοί τους.
Τα παιδιά που έκαναν φασαρία και τι ανατροφή τους είχαν δώσει οι μαμάδες τους.
Μια παρέα νέων στο κατάστρωμα που συνόδευαν το τραγούδι τους με την κιθάρα τους και με τα γέλια τους.
Τους μοναχικούς, που όταν φτάναμε στο λιμάνι απομακρύνονταν κρατώντας τη χειραποσκευή τους.
Είχα διάθεση να παρατηρώ, να σκέπτομαι, να βγάζω δικά μου συμπεράσματα, να φτιάχνω σενάρια για τον καθένα.
Τώρα παρατηρώ τα νιάτα μας που φεύγουν, το βιβλίο που τελειώνει, τις διακοπές που μίκρυναν και ποιός θα με βοηθήσει στη βαλίτσα.
Γραφικές μου εικόνες ελληνικού καλοκαιριού, με τη μυρωδιά εκείνης της εποχής, σας επιθύμησα.