Αυτές τις μέρες που όλοι οι φίλοι μου επιστρέφουν για τις διακοπές τους στον τόπο που γεννήθηκαν, εγώ για άλλη μια φορά ευγνωμονώ την τύχη μου, που δεν έχω χωριό να πάω.
Οι λόγοι καθόλου πρακτικοί, μόνο συναισθηματικοί.
Οι φίλοι μου ξαναζούν εκεί τις παιδικές τους μνήμες, τους παιδικούς φίλους που χάθηκαν, τη γιαγιά που τους περίμενε με το χαρτζιλίκι έτοιμο, τη μάνα που ετοίμαζε καλούδια μιά βδομάδα πριν για να δεχθεί παιδιά και εγγόνια και που δεν υπάρχει πιά.
Και τα βιώνουν όλα με περισσή νοσταλγία.
Μερικές φορές και με θλίψη.
Εγώ λοιπόν είμαι κερδισμένη.
Γιατί στο παιχνίδι της αναμέτρησης που έχουν αρχίσει εδώ και χρόνια η μνήμη με τη λήθη πάνω στο τραπέζι της ζωής μου, η μνήμη σχεδόν πάντα αναδεικνύεται εφτάψυχη νικήτρια, την ώρα που εγώ προσπαθώ να γίνω παραχαράκτριά της.
Στην οριακή , άνιση συνήθως μάχη, μεταξύ μνήμης και λήθης, οι προσωπικοί απολογισμοί και τα βιώματα, θέλω να είναι όσο το δυνατόν λιγότερα.
Γιαυτό συναισθηματικά είμαι ευτυχής που δεν έχω χωριό.
Πρακτικά, όχι.
Καλοδεχούμενα όμως όλα.
Και όσα έχει και όσα δεν έχει κανείς.