In memoriam (με τον δικό μου τρόπο)
Ήμασταν μια μεγάλη καλοκαιρινή παρέα. Όλη τη δεκαετία από το ’83 ως το ’93 περίπου. 10 – 12 άτομα. Οι μισοί στην Ελούντα και οι άλλοι μισοί στον Άγιο Νικόλαο (Κρήτης). Δέκα καλοκαίρια στις διακοπές μας, δέκα Πάσχα, 10 επί 2 εθνικές εορτές τον χρόνο, δέκα Καθαρές Δευτέρες και όποτε τέλος πάντων προέκυπτε από τριήμερο και πάνω.
Ο αρχιτέκτονας φίλος μου, είχε το εξοχικό του σπίτι στη Πλάκα Ελούντας (κάθε που έβλεπα το ”Νησί” στο Mega, έβλεπα και το σπίτι). Έζησα σε αυτό το σπίτι όλες τις γιορτές για 10 χρόνια. Η παρέα, ο Τάκης Διαμαντόπουλος ο φωτογράφος με την φίλη του, Ο Τζώνυ Καλημέρης με την τότε σύζυγό του Κοραλία Καράντη, δυό ξενοδόχοι και δυό διευθυντές ξενοδοχείων με τις γυναίκες τους, ένας εισαγωγέας υφασμάτων που έντυνε όλα τα ξενοδοχεία με τη γυναίκα του και ο κούκλος, ο μοναδικός, ο Νίκος Κούνδουρος με την εκάστοτε γυναικεία του συντροφιά, αλλά και πολλές φορές μόνος. Το σπίτι διώροφο, μπροστά στη θάλασσα. Έβγαινα στο μπαλκόνι να αγναντέψω τη Σπιναλόγκα φάτσα-κάρτα και τον έβλεπα να σταματάει από κάτω με το χακί ανοιχτό γυμνό, σκέτο λαμαρίνες τζιπ (του πολέμου) να σφυρίζει να κατέβουμε να πάμε να φάμε στα χωριά (το κάθε χωριό είχε άλλα καλούδια που τα είχαν προ-παραγγείλει τηλεφωνικά). Και αφού τρώγαμε και πίνανε γερά, να γυρίζουμε όλοι μαζί στο σπίτι της Πλάκας, για να συνεχίσουμε τη κουβέντα και να τους φτιάξω λουκουμάδες από μπανάνες με μέλι. Το πιό εύκολο γλυκό που είχα πρόχειρο. Και σε κάθε Ανάσταση, όλοι μαζί στον Αγιο Νικόλαο να βλέπουμε να καίνε τον Ιούδα στη λίμνη.
Όμορφος, έξυπνος, αγέρωχος, με ένα λόγο που έρεε, με μια φωνή πότε στεντόρεια, πότε ήρεμη.
Ο Νίκος Κούνδουρος έγινε έκτοτε το μακρινό ερωτικό μου απωθημένο.
Χάριν της γνωριμίας, έβρισκα κάθε τόσο δικαιολογία για μιά συνέντευξη στην Αθήνα στο σπίτι του στο Μετς. Ήθελα συνεχώς να τον ρωτάω κι’ αυτός μ’ εκείνα τα υπέροχα μάτια του να με κοιτάει και να μου απαντάει.
Γιά όλους τους συνεντευξιαζόμενους, από την Αρβελέρ μέχρι την Αννα Βίσση, ανάλογα με το εύρος τους, χρειαζόμουν 2 – 3 ώρες προετοιμασία. Για τον Κούνδουρο προετοιμαζόμουν δυό μέρες. Όχι για να βρω δύσκολες ερωτήσεις, όσο για να βρω τον τρόπο να του εκμαιεύσω δύσκολες απαντήσεις. Λάτρευα τον λόγο του. Μου είχε μιλήσει από τις ταινίες του και την πολιτική, μέχρι το ρεμπέτικο και τον Χατζιδάκι.
Πέρασαν τα χρόνια, βαρέθηκα τα πανομοιότυπα καλοκαίρια, ήμουν και νέα, έπαψα να πηγαίνω στο σπίτι της Ελούντας. Απομακρυνθήκαμε.
Μέχρι πέρσι που τον είδα να κάνει μεγάλη προσπάθεια να φτάσει στην αίθουσα τέχνης στη Κουμπάρη στο Κολωνάκι όπου ήταν τα εγκαίνια μιάς αναδρομικής έκθεσης γλυπτικής του Μέμου Μακρή με τον οποίον τον έδεναν ιδιαίτεροι δεσμοί.
Κρατούσε μπαστούνι και υποβασταζόταν από δύο κυρίες. Δεν κατάφερε να κατέβει τα σκαλιά της γκαλερί, ούτε να θαυμάσει τα έργα του φίλου του. Του ανέβασαν μιά καρέκλα και έμεινε έξω. Πέρασα απέναντι το δρόμο και άρχισα να κλαίω. Το είδωλό μου εκεί απέναντι μου, ανήμπορο. Δεν πήγα να του μιλήσω. Ήθελα να με θυμάται νέα, λεπτή, όμορφη, δυναμική. Ήθελα να τον θυμάμαι Άδωνη, ακμαίο δυνατό, υπερήφανο άτι, εραστή αδιαμφισβήτητο. Προσπάθησα για μιά στιγμή να με παρηγορήσει το ότι είχαμε μεγάλη διαφορά ηλικίας. Όμως κατάλαβα ότι όταν τα είδωλα μου γερνάνε, όση διαφορά κι’ αν έχουμε, γερνάει και όλη μου η ζωή, γερνάει το παρελθόν μου, γερνάει η μνήμη μου, γερνάει η αντίληψη μου περί του κόσμου τούτου. Η ζωή φθίνει. Νιώθω τη δίψα μου για κάθε καινούργιο πράγμα, να έχει κορεστεί προ πολλού. Νιώθω τα είδωλα να μην βρίσκουν νέα είδωλα για να αντικαταστήσουν τα παλιά μέσα μου.
Ένας μεγάλος κλασικιστής του περασμένου αιώνα, ο Erwin R. Dodds είχε γράψει πως ”όταν οι παλαιοί θεοί αποσύρονται, οι κενοί θρόνοι κραυγάζουν για διαδόχους”.
Ίσως και να μην ισχύει.
Καλό σου ταξίδι, (πολύ) παλιέ φίλε.