Η Ελλάδα έχει κοινοβουλευτική δημοκρατία εδώ και περίπου μισό αιώνα, κατά τη διάρκεια του οποίου κατάφερε να αυξήσει το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της σε σημαντικό βαθμό, όντας, κατά τα 4/5 της ίδιας περιόδου, μέλος της πιο ισχυρής πολιτικοοικονομικής ένωσης κρατών στην ιστορία των εθνών-κρατών. Σε αυτή τη χώρα, λοιπόν, υπάρχουν ακόμα ενεργές εγχώριες τρομοκρατικές οργανώσεις.
Οι ίδιες αυτές οργανώσεις, βέβαια, δεν βλέπουν τον εαυτό τους σαν τρομοκρατικές αλλά σαν επαναστατικές, που πιστεύουν στην κοινωνικοπολιτική αλλαγή μέσα από τον ένοπλο αγώνα και, εκτός όλων των άλλων, ως ιδεολογικά διακριτές ομάδες, έχουν και την (κυρίως έμμεση) υποστήριξη κομματιών την ελληνικής κοινωνίας.
Έχοντας ήδη αναφερθεί παλαιότερα στις παθογένειες της χώρας μας σε σχέση με το φαινόμενο, ας κάνουμε αυτή τη φορά ένα βήμα πίσω για να δούμε τη μεγαλύτερη εικόνα και να εξετάσουμε το ζήτημα υπερεθνικά και, συνεπώς, περισσότερο δομικά:
Οι άνθρωποι κατά κανόνα θεωρούν ότι η βία είναι χρήσιμη όταν στόχος είναι η πολιτική αλλαγή. Οι ηγέτες δεν παραχωρούν ποτέ την εξουσία εθελοντικά, ειδικά οι δικτάτορες, οπότε τα πιο προοδευτικά μέλη της κοινωνίας θεωρητικά δεν έχουν άλλη επιλογή από το να ασχοληθούν με τη χρήση ένοπλης βίας για να επιτύχουν έναν καλύτερο κόσμο, έχοντας να διαλέξουν ανάμεσα σε μία μικρή ποσότητα βίας τώρα και την αποδοχή ενός άδικου status quo για πάντα. Οι τρομοκράτες επικαλούνται αυτό το σκεπτικό για να δικαιολογήσουν πράξεις εγκληματικές, από ληστείες μέχρι δολοφονίες. Ακόμη χειρότερα, πολλοί άνθρωποι που απεχθάνονται τη βία παραδέχονται ότι η τρομοκρατία, αν και συνήθως ανήθικη, είναι πολλές φορές αποτελεσματική.
Ο Μαχάτμα Γκάντι και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, από την άλλη, υποστήριζαν το αντίθετο: Η βία, πέρα από το ότι είναι φορτισμένη αρνητικά από ηθικής πλευράς, είναι συχνά αντιπαραγωγική. Αφενός, τα βίαια κινήματα προσελκύουν κακοποιούς και ταραξίες που μέσα στο χάος αισθάνονται σαν στο σπίτι τους. Αφετέρου, οι βίαιες τακτικές παρέχουν ένα πρόσχημα για αντίποινα από τον αντίπαλο και αποξενώνουν τρίτους που θα μπορούσαν διαφορετικά να υποστηρίξουν το κίνημα.
Εδώ λοιπόν εγείρεται ένα πραγματικό ερώτημα: Πόσο αποτελεσματική είναι η βία;
Προσπαθώντας να βρουν την απάντηση, πολιτικοί επιστήμονες και κοινωνιολόγοι τα τελευταία χρόνια ερευνούν και καταγράφουν τις επιτυχίες και τις αποτυχίες βίαιων και μη βίαιων κινημάτων και τα στοιχεία συγκλίνουν στο ότι ο Γκάντι είχε δίκιο, τουλάχιστον σε ένα μεγάλο βαθμό.
Ανάμεσα σε αυτές τις έρευνες ξεχωρίζει το βιβλίο του 2012 “Why Civil Resistance Works”, το οποίο δυστυχώς δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά (ο τίτλος σε ελεύθερη μετάφραση: «Γιατί η ειρηνική αντίσταση λειτουργεί»), όπου οι πολιτικοί επιστήμονες Ερίκα Τσέναγουεθ και Μαρία Στεφάν διαπίστωσαν ότι περίπου τα 3/4 των μη βίαιων κινημάτων έχουν «χειροπιαστές» επιτυχίες, ενίοτε παίρνουν και όλα όσα ζητούν, ενώ τα βίαια κινήματα τα καταφέρνουν μόνο κατά το 1/3 των περιπτώσεων. Και το πιο ενδιαφέρον είναι ότι οι συγγραφείς αναφέρονται σε καθεστώτα καταπιεστικά, όχι στις πιο σύγχρονες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες όπου τα πράγματα είναι πιο εύκολα. Ανάμεσα στις μελέτες περίπτωσης που χρησιμοποίησαν, π.χ., είναι η πολύμηνη και συστηματική αντίσταση του σερβικού λαού στον Μιλόσεβιτς, ο οποίος έλεγχε προσωπικά όλα τα σώματα ασφαλείας και τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας του.
Το πιο ενθαρρυντικό, δε, από την συγκεκριμένη έρευνα είναι ότι το ποσοστό επιτυχίας των μη βίαιων κινημάτων διαμαρτυρίας αυξάνεται σταθερά από τη δεκαετία του 1940, ενώ το ποσοστό των βίαιων μειώθηκε δραστικά από τη δεκαετία του 1980 και μετά. Ένας συσχετισμός που γίνεται στο βιβλίο είναι ο ρόλος της τεχνολογίας και γενικώς της ευκολίας με την οποία πλέον μπορεί να επικοινωνήσει και να δικτυωθεί ο μέσος πολίτης. Αυτό είναι ένα αγαθό που ήταν σχεδόν ανύπαρκτο παλαιότερα, όπου οι κοινωνικές ομάδες ήταν αποκομμένες μεταξύ τους και ήταν υποχρεωμένες να καταφύγουν σε ακραία μέσα προκειμένου να ακουστούν στον υπόλοιπο κόσμο.
Με την πρόοδο της τεχνολογίας, προβληματισμοί και ιδέες – από ένα υψηλό ιδανικό έως την ίδια την αγανάκτηση – διακινούνται πολύ πιο εύκολα, ακόμα και σε κοινωνίες υπό καταπιεστικά καθεστώτα, και αυτό έχει πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στη συμμετοχή, άρα και στην αποτελεσματικότητα ενός άοπλου κινήματος: Όταν ένας Σέρβος αστυνομικός ρωτήθηκε γιατί παράκουσε τον προϊστάμενό του και δεν άνοιξε πυρ σε μία από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις κατά του Μιλόσεβιτς, εκείνος απάντησε πως ήξερε ότι ανάμεσα στο πλήθος θα είναι και τα παιδιά του. Αντί, εν προκειμένω, η βίαιη κρατική καταστολή να αλλάξει τα μυαλά των διαμαρτυρόμενων, άλλαξε τα μυαλά των κρατικών οργάνων.
Με τα δεδομένα του συγκεκριμένου βιβλίου είναι πολλά που πρέπει να μας προβληματίσουν, ειδικά όλους όσοι μελετούμε την Ιστορία, καθώς γνωρίζουμε πως οι ανθρώπινες κοινωνίες έχουν κάνει κάποια σημαντικά βήματα μπροστά μέσα από ένοπλες επαναστάσεις και αιματηρά επεισόδια, από την Γαλλική Επανάσταση μέχρι τον Αγώνα για την Ελληνική Ανεξαρτησία.
Αυτό που λέει, όμως, η συγκεκριμένη μελέτη ουσιαστικά δεν είναι ότι η βία δεν έχει φέρει αποτέλεσμα ποτέ. Λέει, πρώτον, πως για κάθε πετυχημένη αιματηρή επανάσταση υπάρχουν πολλές άλλες που απέτυχαν παταγωδώς και, δεύτερον, πως έχουμε περάσει σε μία εποχή όπου η άοπλη αντίδραση έχει πραγματικά, αληθινά αποτελέσματα, αποδεδειγμένα πλέον. Έχει και αυτή η αντίδραση το κόστος της, αλίμονο, αλλά τουλάχιστον δεν περιλαμβάνει πυροβόλα όπλα, βόμβες, αντάρτικο πόλεως και οτιδήποτε άλλο εγγυάται αίμα και, το πιο σημαντικό, μιλάμε πάντα για ολοκληρωτικά καθεστώτα!
Αν υπάρχουν τέτοιες διέξοδοι σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, ακόμα και στην χειρότερης μορφής κοινοβουλευτική δημοκρατία (αν υπάρχει κάτι τέτοιο), τι δουλειά μπορεί να έχει ο ένοπλος αγώνας;