Χρόνια πολλά ρε μάνα! Τα λέω δυνατά για να τ’ ακούσεις εκεί ψηλά.
Μάνα μου!
Θυμάσαι; Θυμάσαι όταν σου έλεγα συνεχώς «μαμά- μαμά- μαμά» και σ’ εκνεύριζε και μου απαντούσες μου έλεγες… μαμούνια;
Θυμάσαι που έσκουζες όταν λουζόμουν κι έβγαινα έξω, ακόμη κι αν ήταν κατακαλόκαιρο;
Θυμάσαι που με κυνηγούσες, Αύγουστο μήνα, να πάρω ζακέτα, επειδή μπορεί να είχε υγρασία στο Πασαλιμάνι;
Θυμάσαι που μου έλεγες ένα μήνα πριν να μη ξεχάσω να τηλεφωνήσω στον θείο Ανδρέα για τη γιορτή του;
Θυμάσαι που με διέκοπτες κάθε δέκα λεπτά όταν διάβαζα, για αν με ρωτήσεις αν θέλω να μου φτιάξεις κάτι να πιω ή να φάω;
Θυμάσαι μάνα;
Θυμάσαι που ανησυχούσες ότι είμαι πετσί και κόκκαλο κι ερχόσουν να με ταΐσεις ακόμη κι όταν είχα κάνει παιδιά;
Θυμάσαι που ξυπνούσες πρωί – πρωί να μου φτιάξεις χτυπητό αυγό, που ποτέ δεν έτρωγα;
Θυμάσαι που δεν κοιμόσουν αν δεν άκουγες την πόρτα ν’ ανοίγει και να γυρίζω, ακόμη κι αν ήταν ξημερώματα;
Θυμάσαι που ανησυχούσες τι θα πει ο κόσμος που οι φίλες μου είναι …ξεβράκωτες με τα μίνι που τίποτα δεν έχει μείνει;
Θυμάσαι όταν η Μάρτζη φόρεσε μάξι, που μου έλεγες ότι τώρα ντύθηκε σαν άνθρωπος;
Θυμάσαι που έλεγες ότι όλες οι φιλενάδες μου είναι πουτάνες;
Θυμάσαι που έλεγες να μη τρέχω πίσω από την καθεμιά, αλλά να βρω ένα καλό κορίτσι σαν την Τασούλα απέναντι; Που δεν σ’ ένοιαζε αν ήταν 145 κιλά, αφού ήταν καλό κορίτσι κι από σπίτι;
Θυμάσαι που φώναζες επειδή έχω κάνει το σπίτι ξενοδοχείο;
Θυμάσαι που όταν πήγαινα ταξίδια, καθόσουν επάνω από το τηλέφωνο και δεν πήγαινες να πάρεις ψωμί για να φας;
Θυμάσαι ρε μάνα;
Θυμάσαι που σπάραζες από το κλάμα όταν ο γυμνασιάρχης σου είπε ότι είμαι αδιόρθωτα άτακτος κι ότι θα καταλήξω στη φυλακή;
Θυμάσαι που έλεγες ότι το ποδόσφαιρο είναι για τους αλήτες και πρέπει να παίζω μόνο μπάσκετ και πόλο;
Θυμάσαι που με κυνηγούσες να μου δώσεις το τάπερ για έχω να φάω κάτι μετά την προπόνηση;
Θυμάσαι που αναρωτιόσουν τι βρίσκω σ’ αυτούς τους μαλλιάδες, τους Poll και τραγουδώ … «Πες της μαϊμούς να μη με πειράζει με το δαχτυλό της»…
Θυμάσαι που σε κάθε σου κουβέντα που εγώ δεν άκουγα, εσύ συμπλήρωνες με παράπονο… όταν πεθάνω θα με θυμηθείς;
Θυμάσαι που τις στραβές μου, εσύ πάντα … τις είχες πει;
Θυμάσαι που επειδή με είχες γεννήσει με ήξερες σαν την παλάμη της και πάντα ξέρεις τι έχω;
Θυμάσαι ρε μάνα;
Μου λείπεις ρε μάνα!
Ήσουν καλή ρε μάνα!
Ας ήσουν εδώ και θα ήμουν τύπος και υπογραμμός! Ναι Ρε μάνα…
Σ’ αγαπάω ρε μάνα! Χρόνια πολλά ρε μάνα!