Πολύτιμα στοιχεία για τους εμπορικούς δρόμους που συνέδεαν την Μεσόγειο με το χαμένο αρχαίο λιμάνι Μουζίρις της Ινδίας, αυτό που κατά τον Ρωμαίο συγγραφέα Πλίνιο υπήρξε ο «πρώτος εμπορικός σταθμός της» φέρνει στο φως μια νέα μελέτη ενός ελληνικού παπύρου, από τον καθηγητή του ΕΚΠΑ Αμφιλόχιο Παπαθωμά.
«Αυτός ο μοναδικός πάπυρος που χρονολογείται ευρέως στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ.» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ Παπαθωμάς, «μας παρέχει πολύτιμη μαρτυρία για το εμπόριο μεταξύ Ινδίας και ελληνορωμαϊκής Αιγύπτου – κι από εκεί για το εμπόριο της Ινδίας με τον υπόλοιπο μεσογειακό κόσμο- κατά την Ρωμαϊκή περίοδο».
Εξίσου σημαντικά είναι τα συμπεράσματα που εξάγονται από την μελέτη που παρουσιάστηκε από τον κ Παπαθωμά σε ινδοελληνικό επιστημονικό συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στο Νέο Δελχί. Καταδεικνύουν τον τρόπο των πληρωμών, των συμβολαίων, της φορολόγησης, των εμπορικών συναλλαγών και των ασφαλιστικών ρητρών που ίσχυαν στην ακμή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας για τα πολύτιμα εμπορεύματα που μεταφέρονται από το πλούσιο λιμάνι της Ινδίας στην Αλεξάνδρεια και αντιστρόφως».
Ο πάπυρος στον οποίο οι επιστήμονες έδωσαν το όνομα του θρυλικού ινδικού λιμανιού φυλάσσεται σήμερα στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Αυστρίας, στη Βιέννη. «Υπάρχουν δύο διαφορετικά κείμενα γραμμένα στην πρόσθια (recto) και στην οπίσθια όψη του παπύρου (verso) αντίστοιχα, ένα συμβόλαιο κι ένας κατάλογος εμπορευμάτων που εισάγονται από την Ινδία στην Αίγυπτο. Το τοπωνύμιο Μουζίρις εμφανίζεται εδώ για πρώτη και μοναδική φορά σε ελληνορωμαϊκούς παπύρους» λέει ο κ Παπαθωμάς.
Μουζίρις, το θρυλικό λιμάνι της Ινδίας
Αναφερόμενoς στις ιστορικές πηγές για το λιμάνι Μουζίρις, ο καθηγητής του ΕΚΠΑ επισήμανε ότι ήταν ένα λιμάνι στη νοτιοδυτική Ινδία (σημερινό Πατανάμ) το οποίο βρισκόταν σχετικά κοντά στη Νέλκυντα (αρχαία ελληνικά Νέλκυδα). Τόπος και τοπωνύμιο ήταν ήδη γνωστά από ελληνικές και λατινικές λογοτεχνικές πηγές όπως από τον Περίπλου της Ερυθράς Θάλασσας, από τη Γεωγραφία του Κλαύδιου Πτολεμαίου και από τη Φυσική Ιστορία του Πλινίου. Η Μουζίρις εμφανίζεται και στη λεγόμενη Tabula Peutingeriana, ένα περγαμηνό αντίγραφο του 13ου αιώνα ενός χάρτη της ρωμαϊκής περιόδου, το οποίο επίσης φυλάσσεται στη Βιέννη».
Τις τελευταίες δεκαετίες η αρχαιολογική έρευνα στην Ινδία έχει μελετήσει αρκετές παραθαλάσσιες περιοχές προκειμένου να δώσει μια απάντηση στο μυστήριο για το που ακριβώς βρισκόταν το πλούσιο λιμάνι που άκμασε για πολλούς αιώνες και «σβήστηκε» απότομα από τους χάρτες γύρω στον 14ο αι. μ.Χ. Μια περιοχή πάντως στη νότια Κεράλα που ανασκάπτεται έχει συγκεντρώσει τελευταία τις μεγαλύτερες πιθανότητες να «κρύβει» την θέση αυτού του ιδιαιτέρως σημαντικού αρχαίου λιμανιού της Ινδίας.
Ινδικά ποιήματα κι άλλες πηγές περιγράφουν ένα λιμάνι της αφθονίας και του πλούτου όπου κατέφθαναν φορτωμένα τα πλοία των δυτικών με χρυσό, κρασί, ελαιόλαδο και πανέμορφα αγγεία κι αναχωρούσαν φορτωμένα με πιπέρι κι άλλα μπαχαρικά, ελεφαντόδοντο, μαργαριτάρια και κυρίως ημιπολύτιμους λίθους που αφθονούσαν σε αυτό αλλά και με μετάξι, την αρωματική ρίζα νάρδο και προϊόντα από τις περιοχές των ανατολικών Ιμαλαίων.
Όσοι μελέτησαν το ελληνικό κείμενο του παπύρου, αρχικά, αποφάνθηκαν πως αφορά μία σύμβαση για ένα ναυτιλιακό δάνειο, η οποία είχε συναφθεί στο ινδικό λιμάνι, μεταξύ ενός εφοπλιστή κι ενός εμπόρου άποψη που αποδεικνύεται τελικά μάλλον λανθασμένη καθώς αφορά πολλά περισσότερα και μάλιστα φαίνεται ότι ακολουθεί κοινές μεσογειακές πρακτικές γύρω από δάνεια-αγαθά-ενέχυρα-ασφάλειες όπως ακριβώς τις χρησιμοποιούσαν οι έμποροι αιώνες νωρίτερα στην κλασσική Αθήνα.
Οι νεότερες μελέτες έχουν καταλήξει ότι το συμβόλαιο δεν συντάχθηκε στο ινδικό λιμάνι αλλά σε έναν από τους σταθμούς του εμπορικού δρόμου της Ερυθράς Θάλασσας (πιθανόν στο λιμάνι της Βερενίκης). Σ αυτό συνετέλεσε και η σωστή ερμηνεία του κειμένου που προσδιόρισε ότι αυτός που μιλάει στον πάπυρο προσπαθεί να διασφαλίσει τη χρηματοδότησή του για το ταξίδι της επιστροφής στην Ινδία αλλά και ο τρόπος πληρωμής για τους καμηλέρηδες που θα μετέφεραν τα εμπορεύματα στην ενδοχώρα και μέχρι την φόρτωσή τους στο ποτάμι (τον Νείλο) και στο ποταμόπλοιο που θα τα μετέφερε κατόπιν στην Αλεξάνδρεια.
Στη σύμβαση του παπύρου διαφαίνεται ο πλούτος του λιμανιού, αφού καταγράφει την αποστολή ελεφαντόδοντου(167 χαυλιόδοντες και θραύσματα ), υφάσματος και νάρδου βάρους 3,5 τόνων και αξίας (μετά από μικρή έκπτωση φόρου !) 1154 ταλάντων και 2852 δραχμών (σχεδόν 7 εκατομμυρίων σηστερτίων).
Σουμέριοι, Χαράππα και οι διάδοχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου
«Ο Πάπυρος της Μουζίρεως» εκτιμά ο κ Παπαθωμάς «ολοκληρώνει μια εικόνα εμπορικών δραστηριοτήτων στην Ερυθρά Θάλασσα, στον Περσικό Κόλπο και στον ευρύτερο Ινδικό Ωκεανό που λαμβάνουν χώρα ήδη από τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. Από την εποχή των πολιτισμών των Σουμέριων και των Χαράππα, αυτές οι περιοχές διευκόλυναν την επαφή μεταξύ των κοινωνιών της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής αφενός και των ανατολικότερων και νοτιότερων περιοχών της Ασίας στον Ινδικό Ωκεανό αφετέρου.
Μετά τον Μέγα Αλέξανδρο οι διάδοχοί του κράτησαν ανοιχτούς τους εμπορικούς δρόμους προς την Ινδία.
« …Οι αυτοκρατορίες των Σελευκιδών και των Πτολεμαίων, σημειώνει ο καθηγητής του ΕΚΠΑ «ίδρυσαν αποικία στον Ίκαρο, στο σημερινό νησί Failaka του Κουβέιτ, και ανέπτυξαν εμπορικές επαφές με τους Γερραχαίους Άραβες, που ζούσαν στην ανατολική αραβική χερσόνησο αντίστοιχα. Οι Πτολεμαίοι δημιούργησαν επίσης σταθμούς στην ανατολική έρημο της Αιγύπτου και λιμάνια στην ακτή της Ερυθράς Θάλασσας. Η χρήση της Ερυθράς Θάλασσας για εμπορικούς σκοπούς συνεχίστηκε, όπως μαρτυρείται από πολλούς σταθμούς που ιδρύθηκαν για να επιβλέπουν μια τέτοια δραστηριότητα κατά τον όψιμο δεύτερο και πρώτο αιώνα π.Χ. Στα τέλη του 2ου αι. π.Χ., οι Έλληνες, σημειώνει ο καθηγητής, έμαθαν να χρησιμοποιούν τους ανέμους των μουσώνων για να πλέουν στην ανοιχτή θάλασσα προς την Ινδία. Ο νοτιοδυτικός μουσώνας επέτρεψε στους εμπόρους που ταξίδευαν από τα λιμάνια της Ερυθράς Θάλασσας να αναχωρήσουν τον Ιούλιο και να φτάσουν στις ινδικές ακτές γύρω στο δεύτερο μισό του Σεπτεμβρίου και στη συνέχεια, με τους βορειοανατολικούς μουσώνες, να ξεκινήσουν το ταξίδι της επιστροφής γύρω στα τέλη Δεκεμβρίου και αρχές Ιανουαρίου».
Οι Ρωμαίοι ακολούθησαν τους Έλληνες που ήξεραν να ταξιδεύουν με τους ανέμους των μουσώνων
Τους ίδιους εμπορικούς δρόμους ακολούθησαν και οι Ρωμαίοι όταν κυριάρχησαν στην περιοχή. Η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ανέλαβε τη ρύθμιση και τη φορολογία των αγαθών που εισέρχονταν και εξέρχονται από την Αίγυπτο μέσω της Ερυθράς Θάλασσας. Η κορύφωση αυτής της δραστηριότητας σημειώθηκε κατά τον πρώτο αιώνα μ.Χ. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, και ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος του πρώτου αιώνα, η συμμετοχή της Μεσογείου στο εμπόριο του Ινδικού Ωκεανού ήταν πιθανώς μεγαλύτερη από ποτέ».
«Ο πάπυρος μας μαρτυρεί μια όψιμη άνθηση αυτής της εμπορικής δραστηριότητας στον Ινδικό Ωκεανό τον 2ο αι. μ.Χ. Τα εμπορεύματα από τη Μεσόγειο έφτασαν στην Ινδία μέσω της Αλεξάνδρειας, του ποταμού Νείλου, της πόλης Κόπτου, που ήταν το μεγάλο λιμάνι του Νείλου περίπου στο ίδιο γεωγραφικό μήκος με το λιμάνι της Ερυθράς Θάλασσας Μυός Όρμος, και κοντά στο άλλο μεγάλο λιμάνι της Ερυθράς Θάλασσας, τη Βερενίκη» υπογραμμίζει ο κ Παπαθωμάς.
Θανάσης Τσίγγανας / ΑΠΕ-ΜΠΕ