Την ποινή των ισόβιων δεσμών επέβαλε το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο (ΜΟΔ) Θεσσαλονίκης στον 48χρονο αστυνομικό που ομολόγησε ότι έπνιξε την 7χρονη κόρη του, τον περασμένο Ιούνιο, στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης, γεγονός που είχε συγκλονίσει το πανελλήνιο.
Το έγκλημα αποκαλύφθηκε, όταν ο δράστης, ο οποίος υπηρετούσε στα ΜΑΤ, επικοινώνησε τηλεφωνικά με την Άμεση Δράση κι ανέφερε σε συνάδελφό του ότι σκότωσε το παιδί του, μέσα στο διαμέρισμά του. Στην απολογία του ενώπιον του ΜΟΔ, εμφανίστηκε μετανιωμένος για την πράξη του, την οποία απέδωσε στα ψυχολογικά του προβλήματα, ενώ δήλωσε «θολωμένος». Δεν έπεισε όμως το δικαστήριο, το οποίο, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό περί μειωμένου καταλογισμού, λόγω ψυχικής διαταραχής -όπως ισχυρίστηκε η υπεράσπισή του – τον έκρινε ένοχο, χωρίς να του αναγνωρίσει κανένα ελαφρυντικό, καταδικάζοντάς τον σε ισόβια κάθειρξη. Μετά την ετυμηγορία του δικαστηρίου, ο 48χρονος επέστρεψε στις φυλακές.
«Αναρωτιέμαι γιατί το έκανε», δήλωσε από το βήμα του μάρτυρα η μητέρα της 7χρονης, η οποία κατά την εξέτασή της ξέσπασε σε κλάματα. Η ίδια επιβεβαίωσε ότι ο πρώην, πλέον, σύζυγός της – με τον οποίο εκτός από την 7χρονη έχει αποκτήσει ακόμη μία, μικρότερη σε ηλικία, κόρη – έπασχε από «απλή αγχώδη διαταραχή» και λάμβανε «ήπια φαρμακευτική αγωγή», ενώ μόλις είχε επιστρέψει στην υπηρεσία του ύστερα από 9μηνη γονική άδεια. Περιέγραψε, ωστόσο, τη ζωή τους ως «φυσιολογική» και τον κατηγορούμενο ως «στοργικό πατέρα». Δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να ήταν προσχεδιασμένο το έγκλημα, καθώς, όπως αποκάλυψε, ενώ είχε συμφωνήσει με τον δράστη να πάει εκείνος τα παιδιά σε συγγενικό τους πρόσωπο, ο 48χρονος άφησε μόνο τη μικρή κόρη κι επέστρεψε με τη μεγάλη στο σπίτι. Πρόσθεσε, δε, ότι αγνοούσε το γεγονός ότι ο τότε σύζυγός της εκείνη τη μέρα δεν πήγε στη δουλειά του και αρνήθηκε ότι προηγήθηκε κάποιος καβγάς μεταξύ τους.
Από την πλευρά του, αστυνομικός της Άμεσης Δράσης, που μίλησε πρώτος με το δράστη λίγο μετά το έγκλημα, κατέθεσε τα εξής: «Δέχθηκα την κλήση. Μου είπε στείλτε περιπολικό, διότι έπνιξα το παιδί μου. Είχε αργή αλλά σταθερή φωνή. Ήταν απόλυτα ψύχραιμος». Την εικόνα ενός ήρεμου και ψύχραιμου ανθρώπου, μετέφερε στο δικαστήριο και ο δεύτερος μάρτυρας – αστυνομικός,ο οποίος είχε μεταβεί στον τόπο του εγκλήματος. «Μας περίμενε έξω από το διαμέρισμα. Επανέλαβε το ίδιο πράγμα ότι έπνιξε το παιδί του. Μιλούσε καθαρά και δεν φαινόταν σε έξαλλη κατάσταση ή σε σοκ».
Η μητέρα του κατηγορούμενου αποκάλυψε ότι ο γιος της είχε αποπειραθεί το 2004 να αυτοκτονήσει, αλλά, όπως είπε, «σε δύο μήνες έγινε καλά». Ερωτηθείσα για τα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετώπιζε τον τελευταίο καιρό σημείωσε ότι είχε καταλάβει ότι δεν είναι καλά. «Είχε άγχος, δεν μιλούσε, κάπνιζε, ήταν στεναχωρημένος. Η γυναίκα του τον πίεζε να πάει στη δουλειά», ανέφερε.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, ο 48χρονος καθόταν ανέκφραστος στο εδώλιο, με σκυφτό το κεφάλι. Όταν ήρθε η ώρα της απολογίας του είπε ότι ήταν θολωμένος, μην μπορώντας όμως να καταλάβει πώς «οπλίστηκαν» τα χέρια του. «Δεν το έκανα για να εκδικηθώ τη γυναίκα μου. Μετά το συμβάν σκέφτηκα να αυτοκτονήσω. Δεν ήμουν καθόλου καλά ψυχολογικά. Πηγαίναμε με τη γυναίκα μου σε ψυχιάτρους. Από το 2014 ένιωθα θλίψη, απόγνωση, αϋπνία. Μετάνιωσα. Αισθάνομαι μία θλίψη, μία στενοχώρια. Δεν ήμουν καλά εκείνη τη μέρα. Είχα μαλώσει με την πρώην γυναίκα μου. Θόλωσα και πριν το καταλάβω έγινε το κακό. Δεν κατάλαβα πώς έγινε. Ζητώ συγγνώμη», απολογήθηκε, και πριν προλάβει να ολοκληρώσει η πρώην σύζυγός του εγκατέλειπε την αίθουσα, χειροκροτώντας ειρωνικά και ξεσπώντας σε λυγμούς.