«Η θέρμανση κοστίζει ακριβά και δεν ζεσταίνει ικανοποιητικά τα σπίτια», είναι ένα από τα συμπεράσματα που προέκυψε σε πανελλαδική έρευνα για τις συνθήκες άνεσης στα ελληνικά νοικοκυριά που διεξήχθη από το καλοκαίρι του 2019 έως και τον χειμώνα του 2020, από το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.
Η έρευνα παρουσιάστηκε κατά τις εργασίες του 7ου Περιβαλλοντικού Συνεδρίου Μακεδονίας από τον Πάνο Κοσμόπουλο, Δρα Αρχιτέκτονα- Μηχανικό, τέως Διευθυντή του Εργαστηρίου Περιβαλλοντικού και Ενεργειακού Σχεδιασμού Κτιρίων και Οικισμών του ΔΠΘ και διευθυντή της Κ-eco Projects.«Μεταπτυχιακοί φοιτητές και διδάκτορες, από τον Ιούνιο του 2019 έως τον Μάρτιο του 2020, σε όλη την Ελλάδα (και Κύπρο) έκαναν επιτόπου μετρήσεις και συνέλεξαν 1124 ερωτηματολόγια στο πλαίσιο δύο ερευνών.
Η μία είχε ως θέμα τις βιωματικές εμπειρίες των ανθρώπων ως προς τις συνθήκες άνεσης ή την έλλειψή τους μέσα στους χώρους διαβίωσης τους και η άλλη αφορούσε στην ποιότητα ζωής, τις ενεργειακές ανάγκες και τις στάσεις του κοινού ως προς τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. σμόπουλος ως επικεφαλής των ερευνών μαζί με τους Α. Καντζιούρα, Ι. Κοσμόπουλο, Κ. Κλέσκα και Α.Μ. Κοσμόπουλο από το ΔΠΘ και το Κ-eco Projects co.
Όπως προκύπτει από τα ερωτηματολόγια, αν και το 41,23% θεωρεί ότι η θέρμανση κοστίζει αρκετά και το 24,23% πολύ ακριβά, εντούτοις σχεδόν οι μισοί (48,5%) αισθάνονται «αρκετή ζέστη» ή «ζέστη» τον χειμώνα με χρήση χοντρού ρουχισμού και καύση ξυλείας.
Μέτρια θερμική άνεση αισθάνεται το 27,84% και κρύο ή δροσιά το υπόλοιπο ποσοστό. Παράλληλα, διαπιστώνεται η αύξηση της χρήσης στερεών καυσίμων, ακολουθεί το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο με οικονομία στη χρήση, ενώ υπάρχει περιορισμένη σε χρονική διάρκεια χρήση ηλεκτρικής ενέργειας με βοηθητικά συστήματα.
«Είναι προφανές ότι η θέρμανση κοστίζει ακριβά, ενώ ταυτόχρονα δεν διαπιστώνεται ικανοποιητική ζέστη στους χώρους στο μεγαλύτερο ποσοστό», αναφέρει ο κ. Κοσμόπουλος.
Ενημερωμένοι για τις Α.Π.Ε. αλλά απογοητευμένοι
Όσον αφορά τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (Α.Π.Ε.), οι ερευνητές υπογραμμίζουν ότι το γνωστικό επίπεδο του κοινού έχει ανέβει, σε σχέση μάλιστα με όλες τις προηγούμενες έρευνες που έχουν υλοποιήσει την τελευταία δεκαετία.
«Υπάρχουν ηλιακοί θερμοσίφωνες σε ευρεία χρήση, αρκετά φωτοβολταϊκά, και παράλληλα οπτικά ερεθίσματα αλλά και άποψη για τις Α.Π.Ε. μεγαλύτερης κλίμακας (πάρκα). Εξαίρεση αποτελεί η ελάχιστη εμπειρία από τηλεθέρμανση για οικισμούς και η γεωθερμία για οικισμούς και κτίρια», τονίζεται στα συμπεράσματα, όπου δηλώνεται ότι «άγνωστη παραμένει η μικρή ανεμογεννήτρια για κτίρια».
Παράλληλα, ιδιαίτερα δημοφιλής, σε μεγάλη κλίμακα, έχει γίνει η χρήση βιομάζας (ξύλα, pellets, κλπ.), ειδικότερα στα μικρά αστικά κέντρα και οικισμούς στην Βόρεια Ελλάδα, όπου και συναντάται πολύ συχνά το «κλείσιμο» εξωστών με υαλοπροστασία σε ευρεία χρήση και στα ισόγεια καταστήματα, για πρόσθετη προφύλαξη από το κρύο.
Για τα φωτοβολταϊκά, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι κατά τα προηγούμενα χρόνια είχε γίνει μεγάλη εκστρατεία για την τοποθέτησή τους στα σπίτια, αλλά ακολούθησε πτωτική τιμολογιακή πολιτική και το κοινό δείχνει απογοητευμένο και σχολιάζει ότι ευνοούνται μόνον οι μεγάλες επιχειρήσεις για φωτοβολταϊκά και ανεμογεννήτριες.
«Παρ’ όλα αυτά», σημειώνεται, «αν έχουν διαβεβαίωση για ικανοποιητική οικονομική ανταπόδοση και απλή γραφειοκρατία, είναι πρόθυμοι να προχωρήσουν σε εγκατάσταση».
Το σοκ των ελληνικών νοικοκυριών
Στη δεύτερη έρευνα μελετήθηκαν οι συνθήκες άνεσης στο εσωτερικό των κτιρίων, σε σχέση με τις εξωτερικές θερμοκρασίες. Το πρώτο μέρος της έρευνας διεξήχθη το καλοκαίρι του 2019, στην νότια Ελλάδα, και το δεύτερο μέρος τον χειμώνα του 2020 στη βόρεια Ελλάδα ώστε να εξαχθούν συμπεράσματα για ακραίες εξωτερικές συνθήκες.
Η έρευνα έγινε σε Καλαμάτα (11 κατοικίες), Αθήνα (18 κατοικίες) και Χανιά (9 κατοικίες) και στη βόρεια Ελλάδα- σε Φλώρινα (12 κατοικίες), Θεσσαλονίκη (17 κατοικίες) και Ξάνθη (14 κατοικίες). Για τις μετρήσεις και τα ερωτηματολόγια επιλέχτηκαν οικογένειες με μέτριο εισόδημα και διαμερίσματα πολυκατοικιών των δεκαετιών ‘80 και ’90. Οι μετρήσεις έγιναν με φορητά όργανα θερμοκρασίας/υγρασίας/ρεύματος αέρα και όχι με αυτόματους καταγραφείς.
Οι μελετητές διαπίστωσαν σε Φλώρινα, Θεσσαλονίκη και Ξάνθη εκτεταμένη χρήση προϊόντων ξυλείας για καύσιμο (από pellets ως ξυλόσομπες) με τις αντίστοιχες εκπομπές, έλλειψη θερμομόνωσης, ενώ τα μέσα θέρμανσης δεν ήταν πάντα σε λειτουργία κατά τις επισκέψεις όπου διαπιστώθηκε μάλιστα ότι οι κάτοικοι έφεραν βαρύ ρουχισμό.
Κρυώνουν τον χειμώνα- Χωρίς κλιματικό το καλοκαίρι
Όπως καταλήγουν, «η ενεργειακή ένδεια έχει επηρεάσει υπερβολικά το επίπεδο συνθηκών θερμικής άνεσης και άνετης διαβίωσης των κατοίκων». «Η προσφυγή σε διαφορετικούς (παράλληλα χρονικά) εναλλακτικούς τρόπους θέρμανσης και η χαμηλή θερμοκρασία στους εσωτερικούς χώρους, σε σχέση με προηγούμενα χρόνια, είναι γεγονός».
Πρέπει επίσης να επισημανθεί η διαφοροποίηση μεταξύ των νοικοκυριών που διαθέτουν ανεξάρτητη θέρμανση (φυσικό αέριο, πετρέλαιο, air-condition, ξύλα κλπ) και των διαμερισμάτων πολυκατοικιών που έχουν ένα ενιαίο και κοινό για όλους σύστημα θέρμανσης.
Σε αυτή την περίπτωση, αναφέρεται στην έρευνα, όλα τα νοικοκυριά πρέπει να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους, προκειμένου το σύστημα να χρησιμοποιηθεί για το σύνολο της πολυκατοικίας. «Δυστυχώς, τελικά, το κεντρικό σύστημα τίθεται εκτός λειτουργίας και κάθε νοικοκυριό έχει να αντιμετωπίσει ανεξάρτητα τις δικές του ανάγκες και να εφεύρει τους πιο οικονομικούς συνδυασμούς για τα μέσα θέρμανσης».
Το καλοκαίρι διατυπώθηκαν παράπονα για υψηλές τιμές στο ηλεκτρικό, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα την περιορισμένη χρήση κλιματισμού. Ο δροσισμός κατά το θέρος επιτυγχάνεται κυρίως με «φυσικό αερισμό», διαπιστώνεται η ελλιπής ή απούσα θερμομόνωση των περιβλημάτων και περίπου το 50%, έχει μη ικανοποιητική δροσιά και μάλλον στρέφεται σε «φυσικό αερισμό».
«Η κλιματική αλλαγή, έντονα και ακραία φαινόμενα και η οικονομική κρίση και ύφεση προκάλεσαν στη χώρα μας μια κατάσταση «σοκ». Το μέσο ελληνικό νοικοκυριό, από μια ανοδική ή έστω ψευδαίσθηση σταθερής οικονομικής κατάστασης, βρέθηκε ξαφνικά στην φτωχοποίησή του και στην αδυναμία αντιμετώπισης των όσων θεωρούσε ως δεδομένη καθημερινότητα», ανέφερε ο επικεφαλής της έρευνας κ. Κοσμόπουλος.
«Συμπερασματικά», κατέληξε, «φτάνουμε στο σημείο όπου η “ενεργειακή φτώχεια” μπορεί και πρέπει να αντιμετωπιστεί με κατάλληλη θερμική θωράκιση κτιρίων, με φύτευση και βλάστηση, με την εφαρμογή και χρήση συστημάτων και συσκευών που απαιτούν την ελάχιστη ενέργεια για τη λειτουργία τους, και ως εκ τούτου χαμηλότερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις και φυσικά, ιδιαίτερα με τη μέγιστη εφαρμογή των αποκεντρωμένων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας».
ΑΠΕ-ΜΠΕ / Νατάσα Καραθάνου