«Ήταν γνωστό πως το “Όλυμπος Νάουσα” όδευε προς την “κοίμηση”. Επί χρόνια αγκομαχούσε να τα βγάλει πέρα, το δε ακίνητο είχε περιέλθει αρχικά στον Καρρά, μετά στον Κοσκωτά και τέλος στη Eurobank. Στην τελευταία του διαχείριση, το είχαν αναλάβει ηρωικά οι πέντε, νομίζω, από τους τελευταίους σερβιτόρους και μάλιστα είχαν περιορίσει τον αριθμό των “σερβίς” σε πέντε επίσης γεύματα την εβδομάδα, μεσημέρια αποκλειστικά, Σαββατοκύριακο κλειστά.
Ο χώρος προοδευτικά βίωνε ατημελησία. Σκόνη και ραγίσματα στα γύψινα, ξεφλουδίσματα στους τοίχους, φθορές στις καρέκλες, ξέφτια στα λευκά τραπεζομάντιλα, τις πετσέτες, τα σακάκια των σερβιτόρων, σπασμένες γωνίες στα χυτά πλακάκια του δαπέδου. Μειωμένη και η πελατεία, η αίγλη της ανάμνησης, η ανάμνηση της αίγλης μόλις που αρκούσαν, για να σύρουν αντανακλαστικά τα βήματα λίγων πιστών, και λιγότερων ακόμη προσήλυτων, στις ψηλοτάβανες αίθουσες του πάλαι ποτέ εμβληματικού εστιατορίου.
Εστιάζοντας εκ των προτέρων στις γεύσεις του χουνκιάρ, της αθηναϊκής, του μπιτόκ α- λά ρους, του πουρέ από σπανάκι. Συνήθως με μπίρα. Συχνάζαμε, ορισμένοι, όλο και περισσότερο επί τούτω τα τελευταία χρόνια. Είχαμε επίγνωση του επικείμενου τέλους. Μας ένοιαζε να σφραγίσουμε στη μνήμη μας τις γεύσεις και τις οσμές που μαζί του θα “σιγήσουν”»: με τις λίγες αυτές φράσεις, ο αρχιτέκτων και φωτογράφος Άρις Γεωργίου, ξεκινά τη συζήτηση για ένα από τα ιστορικότερα εστιατόρια στην Ελλάδα, το «Όλυμπος Νάουσα», στη Λεωφόρο Νίκης 5, στη Θεσσαλονίκη, που τον ερχόμενο Απρίλιο θα στρώσει ξανά τα τραπέζια του μετά από σχεδόν 30 χρόνια σβησμένων εστιών κι απόκοσμης σιωπής.
Στη συζήτηση με τον Άρι Γεωργίου ο «αέρας» γίνεται γρήγορα πυκνός. Γεμίζει αρώματα και γεύσεις, αδημοσίευτες εικόνες, ανέκδοτες αναμνήσεις, που πλέκουν το υφάδι της ιστορίας ενός σημαντικού χώρου της Θεσσαλονίκης, που με τη σειρά του είχε γίνει μέρος των προσωπικών ιστοριών χιλιάδων Θεσσαλονικέων -και όχι μόνο.
Ο κάποτε Πρόεδρος της Γαλλίας Ζισκάρ Ντ ́Εστέν, ο αείμνηστος μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος Μισέλ Μπυτόρ, εκ των βασικών εκπροσώπων του «nouveau roman», o φωτογράφος Ρολάν Λαμπόιγ, που τα έργα του έχουν εντυπωσιάσει τους επισκέπτες στο Centre Pompidou, ο «Γέρος της Δημοκρατίας» Γεώργιος Παπανδρέου και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αποτελούν μερικές μόνο από τις προσωπικότητες, που έχουν περάσει τις πύλες του αλλοτινού αυτού γαστρονομικού παραδείσου.
Του παραδείσου με τ’ ασημένια μαχαιροπίρουνα και τα λινά τραπεζομάντηλα, τα σερβίτσια με μονόγραμμα- ειδική παραγγελία από τη Βαυαρία το 1951- τις αμερικανικές σόμπες πετρελαίου, τα μενού που τυπώνονταν κάθε μέρα (έμπαιναν μέσα στους καταλόγους με το χαρακτηριστικό πράσινο κοκκοράκι, που έφεραν στο κάτω μέρος τους την υπόμνηση «από το 1927» και την τότε διεύθυνση, «Βασιλέως Κωνσταντίνου 5») και, φυσικά, τους καλοντυμένους σερβιτόρους με τα μαύρα παπιγιόν και τα αψεγάδιαστα σακάκια.
Μυρωδιές που διαπερνούν δεκαετίες
Ο Άρις Γεωργίου έχει δύο φορές φωτογραφίσει «επίμονα» τον ιδιαίτερο αυτό χώρο. Μία λίγες ημέρες προτού κλείσει -το 1994- και μία το 2003, όταν είχε πλέον παραδοθεί στη φθορά. Όση ώρα συζητάμε για τις αδημοσίευτες φωτογραφίες του «Όλυμπος Νάουσα», που ψάχνει στο αρχείο του, η λέξη «ανασκαφή» ακούγεται συχνά. Στα δε τυπωμένα μενού και άλλα χαρτιά που «ξεθάβει» από το μεγάλο κουτί στο γραφείο του, δεν είναι η όραση η μοναδική αίσθηση μέσα στην οποία ξυπνάνε οι αναμνήσεις.
Η όσφρηση ανακαλεί τα δικά της αρχεία μνήμης, όταν το μεγάλο κουτί με τα χαρτιά ανοίγει και στον χώρο απελευθερώνονται οι μυρωδιές του 2003, που με κάποιο τρόπο διατηρήθηκαν αναλλοίωτες στα σωθικά του: μέσα από τις έντονες μυρωδιές, τις φορτωμένες με οργανική ύλη, το ρολόι γυρίζει στην εποχή που ο Άρις Γεωργίου μπήκε για δεύτερη φορά στον χώρο ως φωτογράφος, αντικρίζοντας τα πεταμένα στο πάτωμα χαρτιά, ποτισμένα με υγρασία, σκόνη και ούρα ζώων.
Η ξαφνική διακοπή ενός γεύματος και μια αυθόρμητη κίνηση που εξελίχθηκε σε ιστορική παρατακαταθήκη
Στις 24 Ιουνίου του 1994, την ημέρα που οι εστίες σβήνουν για τελευταία φορά και το ιστορικό εστιατόριο της Θεσσαλονίκης ξεπροβοδίζει τους τελευταίους επισκέπτες του, πριν τα δύο φύλλα της πόρτας «σφραγιστούν» με μια χοντρή αλυσίδα, που θα το απομόνωνε για δεκαετίες από τη διαρκή κίνηση χιλιάδων αυτοκινήτων στην παραθαλάσσια Λεωφόρο Νίκης, η ζέστη στην πόλη έχει αρχίσει να σφίγγει. Η θερμοκρασία ξεπερνά στις 2 μετά το μεσημέρι τους 33 βαθμούς Κελσίου, η υγρασία είναι η χαρακτηριστική της Θεσσαλονίκης και το πρωί πνέει βοριαδάκι, που κάποια στιγμή το μεσημέρι μετατρέπεται σε ήπιο βορειοδυτικό άνεμο.
Τρεις ημέρες νωρίτερα, κάτω από το ίδιο καλοκαιρινό φως και με πλήρη συναίσθηση του γεγονότος ότι το «Όλυμπος Νάουσα» πρόκειται να κλείσει, ο Άρις Γεωργίου υποκύπτει σ’ έναν αυθορμητισμό, που εξελίχθηκε μετέπειτα σε ιστορική παρακαταθήκη και κληρονομιά: «Διακόπτω το γεύμα όπου είχα καλεσμένους τους συνεργάτες του γραφείου μου και σηκώνομαι με τη φωτογραφική μηχανή στο χέρι. Είναι 21 Ιουνίου 1994, τρεις μέρες πριν από το οριστικό κλείσιμο του εστιατορίου. Και αποδύομαι σε καταγραφή. Σχεδόν απογραφή.
Όλοι οι χώροι, όλοι οι άνθρωποι. Η είσοδος, οι αίθουσες, οι τουαλέτες, η κουζίνα. Οι σερβιτόροι, ο Γιάννης ο Τσούρης, ο Νεοκλής Οικονομίδης, ο Γιάννης ο Τζιότζιος, ο Γρηγόρης Αιγίδης, ο Στέλιος Μυλωνάς, ο Χρήστος Κουϊμτζίδης, ο μάγειρας. Και η έξοδος. Από την οποία διέρχομαι για τελευταία φορά με αποσκευή και παρακαταθήκη τα ανεμφάνιστα φιλμ, άψυχα τεκμήρια μιας ψυχής που ούτε όταν εμφανίστηκαν και τυπώθηκαν την αποκατέστησαν», διηγείται στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ- ΜΠΕ).
Η φωτογραφική μηχανή ως εργαλείο παγώματος του χρόνου
Τι τον ωθεί να διακόψει το γεύμα του, να σηκώσει τη μηχανή και να τραβήξει τις τελευταίες ίσως φωτογραφίες* ενός θρύλου; «Εμάς, που έχουμε επίγνωση του επικείμενου τέλους του Όλυμπος Νάουσα, μας νοιάζει τότε, πέρα από να σφραγίσουμε στη μνήμη μας τις γεύσεις και τις οσμές που μαζί του θα “σιγήσουν”, να ανταλλάξουμε δυο λέξεις και δυο χωρατά με τον Παναγιώτη, τον Θωμά, τον Στέλιο, τον Νεοκλή, τον Γιάννη, που θα μας σερβίρουν το πιάτο της ημέρας. Μας νοιάζει να τραπεζώσουμε τους εξωθεσσαλονίκειους επισκέπτες μας ως υπερήφανοι κληρονόμοι μιας κληρονομιάς υπό προδιαγεγραμμένη εξαφάνιση.
Αναμασούμε, εκεί, επί τόπου, με τους ομοτράπεζους, μεταξύ φιλέ- μινιόν και κρεμ- καραμέλ, σωρεία αναμνήσεων από παλιότερες συνεστιάσεις, από τυχαίες και προνομιακές συναντήσεις με προσωπικότητες της πολιτικής, του πενταγράμμου, της μεγάλης οθόνης και από άλλες, ακόμη πιο αγαπημένες, από γεύματα στο “υπερώο”, τον εσωτερικό εξώστη που δεσπόζει στο βάθος της δεξιάς αίθουσας, όπου συνήθιζε να μας φιλεύει μια φορά τον χρόνο, πέντε-έξι φιλαράκια, έφηβους, ο πατέρας του συμμαθητή μας Ντίνου.
Με νοιάζει λοιπόν, εμένα ειδικά που κρατώ τη φωτογραφική μηχανή, το εργαλείο παγώματος του χρόνου, όσο κι αν γνωρίζω πως η απεικόνιση είναι μόλις φτωχό υποκατάστατο της βιωμένης στιγμής, της ολικής αίσθησης, με νοιάζει λέω, να συγκρατήσω, έστω λοιπόν με φωτογραφίες, ό,τι μπορώ από αυτή την ατμόσφαιρα ―στην κυριολεξία θα ‘λεγα μάλιστα, όταν οι μυρωδιές των εδεσμάτων είναι στην πράξη ατμός― με την οποία παιδιόθεν υπήρξα συνδεδεμένος», λέει.
Επιστρέφοντας στο «θανατωμένο» Όλυμπος Νάουσα μέσα από μια σπασμένη τζαμαρία
Εκείνη την καλοκαιρινή ημέρα, εκ των τελευταίων της πρότερης ζωής του «Όλυμπος Νάουσα», ο Άρις Γεωργίου πέρασε κανονικά την πόρτα του θρυλικού εστιατορίου, που -όπως φαίνεται από φωτογραφία του ιδίου, με τον Μισέλ Μπυτόρ σε πρώτο πλάνο- εν έτει 1990 εξακολουθεί να προτιμά τα γαλλικά από τα αγγλικά, για να δηλώσει στους ξένους επισκέπτες ότι υπόκειται σε έλεγχο τιμών: «Le restaurant est soumis au controle de service des prix en ce qui concerne le benefice illicite» ενημερώνει η μεταλλική επιγραφή στα αριστερά της εισόδου.
Εννέα χρόνια αργότερα, ο Άρις Γεωργίου επιστρέφει στο «θανατωμένο» πια -όπως το περιγράφει- εστιατόριο, μπαίνοντας στον χώρο όχι από την πόρτα, αλλά διασκελίζοντας μια σπασμένη τζαμαρία της όψης του. Είναι 4 Απριλίου, η επέτειος θανάτου του πατέρα του, και ο φωτογράφος βρίσκεται σε έναν ολότελα παραδομένο στη φθορά χώρο, όπου υπάρχουν μέχρι και ακαθαρσίες αδέσποτων ζώων.
«Η κλειστή είσοδος ― μια αλυσίδα με λουκέτο συνδέει τα δύο μεταλλικά της φύλλα― και τα βαμμένα με γύψο τζάμια της πρόσοψης, σύντομα δε η άναρχη αφισοκόλληση και τα ανεξέλεγκτα γκραφίτι έγιναν μέρος της καθημερινότητας επί πολλά χρόνια στη Λεωφόρο Νίκης 5. Καθεστώς η εγκατάλειψη. Πέρασαν εννιά χρόνια, 4 Απριλίου 2003, επέτειος θανάτου του πατέρα μου, σύμπτωση; Διεισδύω στο θανατωμένο “Όλυμπος Νάουσα” διασκελίζοντας σπασμένο υαλοπίνακα της όψης. Μόνος στον αχανή του χώρο. Το βλέμμα μου σαρώνει τις σκονισμένες επιφάνειες, τα ρηγματωμένα επιχρίσματα, τα καταρρέοντα γύψινα, τα μαζεμένα σε σωρούς τραπεζοκαθίσματα, την παχιά σκόνη στα θαμπά πλακάκια του δαπέδου.
Ανασυστήνω νοερά τη διάταξη του χώρου, σκηνοθετώ από μνήμης τις θέσεις και τις διαδρομές των σερβιτόρων, επιχειρώ να εισπνεύσω οικείες οσμές που ανέδυε το “Όλυμπος” τότε, αντ’ αυτών εισπράττω τη μούχλα των υγρών τοίχων και παλαιωμένη αμμωνία από ακαθαρσίες αδέσποτων σκύλων, γάτων, αστέγων. Συνέρχομαι. Και άλλη μια φορά το εργαλείο απεικόνισης ενεργοποιείται.
Για να “παγώσει” άλλη μια φάση του μνημείου. Να αποθησαυρίσει, υπέρ αρχαιολογίας, τα ίχνη της φθοράς επί της ύλης, το αποτύπωμα της προέλασης του Χρόνου. Τίποτε, απολύτως τίποτε, ούτε μόριο των σωθικών του Όλυμπος Νάουσα δεν θα επιβιώσει υλικά στο μέλλον. Παραμένει απείρως πιο συγκινητική η ανάμνηση όσων είχαμε το προνόμιο της πραγματικής απομνημόνευσης», περιγράφει.
Η ακαταμάχητη γοητεία της φθοράς κι ένα είδος φαινομένου Παβλόφ
Αλήθεια, τι συγκράτησαν από την ατμόσφαιρα του χώρου αυτού οι αναμνήσεις του, που ο φωτογραφικός φακός ποτέ δεν θα μπορούσε να έχει αποτυπώσει; «Ήδη, πλησιάζοντας στο Όλυμπος Νάουσα, η μυρωδιά της θάλασσας, είτε η φρεσκάδα της είτε η σαπίλα της, σ’ έπιανε από την Αριστοτέλους κιόλας και σε προϊδέαζε, εν είδει φαινομένου Παβλόφ, για τα επικείμενα αρώματα της κουζίνας του “Όλυμπος Νάουσα”. Λειτουργούσαν αυτόματα οι σιελογόνοι.
Και μετά, μόλις μπαίναμε μέσα, στη δεξιά αίθουσα συνήθως, εκείνη η στιγμιαία στάση, μια σάρωση του χώρου, να δούμε ποιο τραπέζι μας ταιριάζει, ποιοι άλλοι, γνωστοί ή άγνωστοι, ήδη κάθονται, η αναζήτηση του νεύματος του Στέλιου ή του Παναγιώτη προς το τραπέζι με τη θέα στην παραλία, η αγνόηση του καταλόγου του “μενού” καθώς το ξέραμε απ’ έξω», λέει, ενώ στο ερώτημα τι κάνει ενίοτε τη φθορά τόσο ακαταμάχητη, απαντά θαρρείς και η απάντηση είναι σε όλες κι όλους προφανής: «μα φυσικά η εγγενής- συγγενής συναίσθηση- συνείδηση της αντινομίας- ισονομίας ζωής και θανάτου».
Ενίοτε ο Άρις Γεωργίου διασταυρώνεται ακόμη με «τον ευγενέστατο Στέλιο Μυλωνά (εκ των σερβιτόρων). Αειθαλής ακόμη, μόνος -ίσως μαζί με τον Τζιότζιο που όπως μαθαίνω παρεπιδημεί στη Χαλκιδική- επιζών εξ όσων γνωρίζω. Χαίρομαι που είμαστε φεϊσμπουκικοί φίλοι, είναι σαν να ζει ακόμα το “Όλυμπος Νάουσα”. Η επικείμενη “αφύπνισή” του έχω την ελπίδα πως, σε κάποιο βαθμό, θα μας επανενώσει με την πρότερη ζωή του».
«Ανάπηρος», «Κληματαριά», «Κάιρο», «Στρατής» και γαλακτοπωλεία ΑΓΝΟ
=Ποιους άλλους χώρους της Θεσσαλονίκης θα ήθελε να έχει φωτογραφίσει πριν χαθούν; «Αρκετούς, θυμόμουν πρόσφατα, άρχισα πια να τους ξεχνώ. Σίγουρα το ουζερί “ο Ανάπηρος”, αρχικά στην Αλεξάνδρου Σβώλου, μετά επί της Αγίας Σοφίας, την πρώτη “Κληματαριά”, χαμηλά στην Αγίας Σοφίας, το εστιατόριο “Κάιρο”, Τσιμισκή και Καρόλου Ντηλ και βεβαίως τον “Στρατή”, γωνία Καρόλου Ντήλ και παραλία.
Αλλά ακόμη και κάποια μικρά γαλακτοπωλεία ΑΓΝΟ, θεσμό των “αναπτυξιακών” δεκαετιών του ’50 του ’60 του ’70. Όλα αυτά τα ευγενή ιδρύματα ήταν βιωματικά συστατικά της νέοτητάς μας. Η σταδιακή και νομοτελειακή εξαφάνισή τους, ειδικά όταν δεν έχουν αφήσει έστω πρόχειρα καταγεγραμμένα ίχνη, μπορεί να υποκρύπτει αναλογίες με ερωτήματα μεταφυσικής τάξεως του αέναου τύπου “Υπάρχουν Ψυχές;”» καταλήγει.
Τον Απρίλιο τα εγκαίνια
Σύντομα, την πρώτη εβδομάδα του Απριλίου συγκεκριμένα, το «Όλυμπος Νάουσα» θα «ξυπνήσει» ξανά και ο χώρος του θα γεμίσει πάλι ζωή. Όπως διευκρινίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο επιχειρηματίας Ντίνος Τορνιβούκας, CEO της «Tor Hotel Group», η πρόσοψη του εντυπωσιακού κτηρίου θα αποκαλυφθεί πλήρως (ήδη έγιναν τα αποκαλυπτήρια μέρους της) μέσα στις επόμενες δύο εβδομάδες, ώστε τα εγκαίνια να πραγματοποιηθούν την άνοιξη.
Υπενθυμίζεται ότι η «Tor Hotel Group», που στο χαρτοφυλάκιό της έχει επίσης τα ξενοδοχεία «Excelsior» και «City» στη Θεσσαλονίκη και «Eagles Palace» και «Eagles Villas» στη Χαλκιδική, συνέπραξε με τη «Grivalia Hospitality» για τη λειτουργία του «Όλυμπος Νάουσα», που θα ανοίξει τις πύλες του ταυτόχρονα -και στο ίδιο κτήριο- με το πεντάστερο ξενοδοχείο «ΟΝ Residence», στο πλαίσιο επένδυσης συνολικού ύψους 20 εκατ. ευρώ.
(Διαβάστε στο ακόλουθο λινκ, σε παλαιότερο τηλεγράφημα του ΑΠΕ-ΜΠΕ, τους λόγους για τους οποίους η επένδυση στο «ΟΝ Residence» έχει και προσωπικό ενδιαφέρον για τον κ. Τορνιβούκα, αλλά και περισσότερα για τις τεχνικές και άλλες προκλήσεις του έργου και για την ιστορία του θρυλικού εστιατορίου: http://www.amna.gr/business/article/600035/Thessaloniki-To-thruliko-Olumpos-Naousa-epistrefei).
ΑΠΕ-ΜΠΕ / Αλεξάνδρα Γούτα