Για πολλά χρόνια η χώρα μας ακολουθούσε στην εξωτερική πολιτική το δόγμα της «ακινησίας», του «ψυγείου». Ο Μητσοτάκης με αργά και κυρίως μεθοδικά βήματα δίνει τέλος σ’ αυτό. Σωστά, όπως εκτιμούν οι διπλωματικοί παρατηρητές, προφανώς κρίνοντες από τις τελευταίες εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο και την πολιτική της απρόβλεπτης και προκλητικής Τουρκίας.
Η αλήθεια είναι ότι πρέπει επιτέλους να δοθεί λύση στις συνεχείς ελληνοτουρκικές κρίσεις κι οι λογικές της ακινησίας (με εμπνευστή τον πρέσβη Μιχάλη Δούντα), αφού ο χρόνος που φεύγει δεν μας ευνοεί κι ο Ερντογάν δείχνει απασφαλισμένος.
Μια άλλη αλήθεια είναι ότι η κινητικότητα στα εξωτερικά μας θέματα έχει οπλίσει με επιχειρήματα δυο διαφορετικές σχολές.
Πρώτα απ’ όλα είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια στο Ιόνιο, δημιουργεί ένα κακό προηγούμενο σε σχέση με το Αιγαίο -και δίνει πατήματα στην Τουρκία-. Μεταξύ αυτών ο Βενιζέλος. Το ίδιο συμβαίνει και με τη μερική οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Αίγυπτο, εξαιρώντας τις θαλάσσιες περιοχές πέραν του 28ου μεσημβρινού αλλά και στην μειωμένη επήρεια της Κρήτης και στην αποδοχή του προβληματικού μεγέθους του Καστελόριζου.
Από την άλλη πλευρά είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι η Ελλάδα ασκεί πλήρως τα δικαιώματά της στα δυτικά και δεν απεμπολεί κανένα δικαίωμά της στο Αιγαίο. Η δε μερική οριοθέτηση της ΑΟΖ με την Αίγυπτο, δίνει έμφαση στη σημασία της αποδοχής της επήρειας των νησιών και στην ακύρωση, στην πράξη, του τουρκολιβυκού μνημονίου. Μεταξύ αυτών κι όσοι είχαν εκφράσει αντιρρήσεις στις προθέσεις Κοτζιά (Κουμουτσάκος, Γεωργιάδης, Μπακογιάννη, αφού πλέον έχουν αλλάξει τα δεδομένα.
Η ουσία λοιπόν είναι η εξωτερική πολιτική κινείται. Δραστικότατα! Κι έχει βάλει στο ράφι την «ακινησία» στα ελληνοτοτουρκικά που ξεκίνησε επί ημερών ΠαΣοΚ και Ανδρέα Παπανδρέου κι ακολουθήθηκε από τη Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή υπό τον διπλωμάτη Πέτρο Μολυβιάτη. Πίστευαν ότι δεν πρέπει να κινηθεί τίποτα επειδή η Ελλάδα με την υφαλοκρηπίδα και τα άλλα θέματα (όπως τα χωρικά ύδατα και ο εναέριος χώρος), θα έπρεπε να προβεί σε αναγκαίες υποχωρήσεις για να βρεθεί αμοιβαία αποδεκτή λύση. Πίστευαν κι είχαν δίκιο, ότι τις υποχωρήσεις δεν θα μπορούσε να τις «χωνέψει» η ελληνική κοινή γνώμη, άρα ας καθίσουμε στ’ αυγά μας και θα δούμε σε βάθος χρόνου… Μάλιστα, ο ίδιος ο Μολυβιάτης στο τεύχος 10 της «Φιλελεύθερης Έμφασης» (2001), δηλαδή πριν ακόμη γίνει υπουργός του Κώστα Καραμανλή, έγραφε ότι «καμία ελληνική κυβέρνηση και πάντως όχι η Νέα Δημοκρατία δεν θα έπρεπε να βρεθεί στη χαλεπή θέση να σηκώσει το πολιτικό κόστος τέτοιων συμβιβασμών.
Η πολιτική της «ακινησίας», αναμφισβήτητα έπασχε πολλαπλώς. Πρωτίστως επειδή είχε ημερομηνία λήξεως κι αυτό το βλέπουμε, πια, τώρα. Επιπλέον υπονοούσε ότι ναι μεν η Ελλάδα έχει νομικά επιχειρήματα, αλλά όχι τόσο ισχυρά ώστε να σταθούν σε ένα Διεθνές Δικαστήριο. Ενώ το μείζον πρόβλημα δεν είναι η αναζήτηση μιας λύσης που θα κλείσει το μέτωπο με την Τουρκία, αλλά οι εσωτερικές αντιδράσεις μιας κοινής γνώμης, που νόμιζε (και εν πολλοίς νομίζει) ότι εμείς έχουμε σε όλα δίκιο κι οι Τούρκοι άδικο!
Πάντως, το τελευταίο διάστημα στις δημοσκοπήσεις κερδίζει έδαφος στην κοινή γνώμη η άποψη ότι πρέπει να πάμε στη Χάγη.
Κι εδώ προκύπτει το ερώτημα: Έχει στο μυαλό της η κοινή γνώμη ότι στη Χάγη υπάρχει σοβαρότατο ενδεχόμενο ενός συμβιβασμού που ίσως να μην αρέσει σε πολλούς και να οδηγήσει σε αντιδράσεις;
Κι άλλο ερώτημα: Μπορεί να ασκείται εξωτερική πολιτική με το μυαλό στα εσωτερικά και στις κομματικές ισορροπίες;
Κι ακόμη ένα: Με δεδομένο ότι η Τουρκία διοικείται σχεδόν δικτατορικά κι εκεί έχουν σιωπήσει οι φωνές που επιδιώκουν την ειρηνική διευθέτηση των διαφορών ευρισκόμενες στις φυλακές του Ερντογάν, τι νόημα έχει η σχεδόν υπερεθνικιστική (!!!) ρητορική της ημέτερης Αριστεράς και ποιον εξυπηρετεί;
Η απάντηση είναι ξεκάθαρη: Οι εποχές και τα δεδομένα άλλαξαν. Όποιος δεν μπορεί να πάει παρακάτω, μένει ακίνητος και δεν οδηγείται πουθενά ή οδηγείται σε συνεχείς κρίσεις. Όποιος δεν μπορεί, επίσης, φωνάζει … «παρών»…