Η πτώση των εισιτηρίων δείχνει να μην έχει τελειωμό, καθώς πέρα από τα προβλήματα που ταλανίζουν το σινεμά εδώ και δυο χρόνια, υπήρξε και ο χιονιάς της προηγούμενης εβδομάδας που κράτησε στο σπίτι κάποιους από τους πιθανούς θεατές.
Επιπλέον, τα γραφεία διανομής κρατούν ορισμένους γερούς τίτλους ταινιών, μέχρι την ανακοίνωση των υποψηφιοτήτων για τα Όσκαρ, που θα γίνει την επόμενη εβδομάδα, προκειμένου να πάρουν κάτι από την “αίγλη” του Χόλιγουντ και να πάνε καλύτερα εισπρακτικά. Έτσι, απόψε οι πρεμιέρες περιορίζονται και πάλι σε μόλις τέσσερις νέες ταινίες, απ’ τις οποίες ξεχωρίζει εμφανώς το μαλτέζικο, βαθιά ανθρώπινο, δράμα “Το Σκαρί” του Άλεξ Καμιλέρι. Επίσης, υπάρχει το αυστριακό δράμα “Μεγάλη Απόδραση” του Σεμπάστιαν Μάιζε, το παιδικό animation “Μια Χαρούμενη Οικογένεια 2” και η σαματατζίδικη περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας “Moonfall: Η Σκοτεινή Πλευρά του Φεγγαριού” του γνωστού Ρόλαντ Έμεριχ.
Το Σκαρί (Luzzu). Δραματική ταινία, μαλτέζικης παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Άλεξ Καμιλέρι, με τους Τζέσμαρκ Σικλούνα, Μικέλα Φαρούτζια, Νταβίντ Σικλούνα, Φρίντα Καουτσί κ.ά.
Μια βαθιά ανθρώπινη ιστορία απλών καθημερινών ανθρώπων του μόχθου, που η σκληρή πραγματικότητα, η αλλαγή των καιρών και μαζί η αγριότητα ενός καπιταλισμού που πλέον δεν κοιτά παρά μόνο αριθμούς και κέρδη, τους θέτει στο περιθώριο, να υποτάσσονται στα μεγάλα αφεντικά, στην τεράστια βιομηχανία της αλιείας και του εμπορίου ψαριών. Μία ιστορία που μας έρχεται από την Μάλτα αλλά θα μπορούσε να είναι και από την Ελλάδα, τη νότια Ιταλία και άλλα μέρη της Μεσογείου.
Θύμα αυτών των δύσκολων καιρών είναι και ο ήρωας της ταινίας, ένας φτωχός ψαράς, με το ξύλινο παραδοσιακό του σκαρί, τη “λούτζου” (βαρκούλες βαμμένες με έντονα χρώματα και με δυο ζωγραφισμένα εκφραστικά μάτια στην πλώρη τους), ο οποίος για να ανταπεξέλθει οικονομικά και να βρει τα χρήματα, για την ειδική θεραπεία που χρειάζεται ο νεογέννητος γιος του, θα πρέπει να μπει στον σκοτεινό κόσμο του παράνομου εμπορίου ψαριών, στο κύκλωμα της μαύρης αγοράς, να καταστρέψει τη βαρκούλα του, με την οποία ψάρευε ο πατέρας του και παππούς του, για να πάρει την επιδότηση από την ΕΕ.
Ο Άλεξ Καμιλέρι, στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, ακολουθώντας τα βήματα του Ροσελίνι, αλλά και το σινεμά του κοινωνικού ρεαλισμού των αδελφών Νταρντέν και χρησιμοποιώντας έναν πραγματικό ψαρά για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά και άλλους Μαλτέζους ψαράδες για τους δεύτερους ρόλους, φωτίζει μία από τις πιο αποτρόπαιες εξελίξεις, για μια δουλειά που συμβαδίζει με την πορεία του ανθρώπου χιλιάδες χρόνια τώρα.
Ο σεβασμός στη φύση, στην προστασία του θαλάσσιου πλούτου, δίνει τη θέση του στην απληστία, στην τρέλα για αχαλίνωτα κέρδη, ακόμη και με την καταστροφή των παραδοσιακών ξύλινων σκαριών και μάλιστα με τη χρηματοδότηση από την ΕΕ. Αντί η Ευρώπη να επιδοτεί τη διατήρηση της παράδοσης, σκαριών έργων τέχνης, που έφτιαξαν περίτεχνα μάστορες ενός κόσμου που ο άνθρωπος έβλεπε με σεμνότητα το μεγαλείο της φύσης, με σεβασμό απέναντι στο προϊόν που τους έθρεφε, οι γραφειοκράτες της στις Βρυξέλλες με μία απόφασή τους τις έστειλαν στην καταστροφή.
Μπορεί να φαντάζει κάτι μικρό, μπροστά σε όλα αυτά που ζούμε τις τελευταίες δεκαετίες, αυτή η απόφαση της ΕΕ, αλλά είναι τόσο ενδεικτική για την περιφρόνηση της παράδοσης και των ανθρώπων που την υπερασπίζονται, καταδεικνύει το χάος που χωρίζει τον απλό άνθρωπο από τα “λευκά κολάρα” που αποφασίζουν γι’ αυτόν.
Ο Καμιλέρι ξαφνιάζει με την αμεσότητά του, αφηγείται την ιστορία του με απλότητα, αναδεικνύει την ομορφιά τής θάλασσας και της δύσκολης ζωής των ψαράδων, αποφεύγοντας το καρτ ποστάλ, διαθέτει στοιχεία ντοκιμαντέρ και αφήνει την εικόνα των απλών ψαράδων να μιλήσει από μόνη της, χωρίς δραματικά παιχνίδια και εκβιαστικές συγκινήσεις.
Ο Καμιλέρι δικαιώθηκε και από την επιλογή του να δώσει τον απαιτητικό πρωταγωνιστικό ρόλο σε έναν πραγματικό ψαρά από τη Μάλτα, στον Τζέσμαρκ Σικλούνα, καθώς καταφέρνει να μας δώσει μία εξαιρετικά εσωτερική και φυσική ερμηνεία, με τα θλιμμένα μάτια του να στοχεύουν κατευθείαν στην καρδιά του θεατή. Μία ερμηνεία που βραβεύτηκε και στο Φεστιβάλ του Σάντανς. Δυστυχώς, όμως, δεν υπάρχει βραβείο για βάρκες και αυτό διότι τα παραδοσιακά ξύλινα μαλτέζικα σκαριά όχι μόνο συμπρωταγωνιστούν, αλλά κυριαρχούν στην ταινία με τα εκφραστικά ματάκια τους δείχνουν και την απογοήτευσή τους από τον άνθρωπο, ο οποίος αποδεικνύεται ότι είναι το πιο επικίνδυνο ον πάνω στη γη.
Μια ιδιαιτέρως ευχάριστη έκπληξη από τη Μάλτα, μια ταινία, σπαραχτική για την αγωνία των απλών ανθρώπων σε ένα δυσοίωνο μέλλον, που αποτελεί και επίσημη υποβολή της Μάλτας για το Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένας ψαράς, ο Τζέσμαρκ, παλεύει με την πατροπαράδοτη παλιά ξύλινη βάρκα του («luzzu» στη γλώσσα του), να κερδίσει τίμια τα προς το ζην για τη σύζυγο και το νεογέννητο παιδί τους, με τον ίδιο τρόπο που τα κατάφερνε ο πατέρας του, ο παππούς του και ο προπάππους του. Έρχεται όμως αντιμέτωπος με τον σκληρό ανταγωνισμό, την παράνομη αλιεία και τις κλίκες που λυμαίνονται την ιχθυαγορά του νησιού: τις διεφθαρμένες αρχές του λιμανιού, τους μεγαλοψαράδες, την μαύρη αγορά, τους αυστηρούς κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και την απαξίωση της ταπεινής του καταγωγής από την οικογένεια της γυναίκας του. Θα απαρνηθεί την οικογενειακή παράδοση της αλιείας για να επιβιώσει; Το δίλημμα που αντιμετωπίζει γίνεται ακόμα πιο επιτακτικό, όταν μαθαίνει πως το μωρό του χρειάζεται ιδιαίτερη φροντίδα…
Μεγάλη Απόδραση (Great Freedom). Δραματική ταινία, αυστριακής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Σεμπάστιαν Μάιζε, με τους Φραντς Ρογκόφσκι, Γκέοργκ Φρίντριχ, Άντον Φον Λούκε, Τόμας Πρεν κ.ά.
Φεστιβαλική ταινία, που απευθύνεται σε περιορισμένο κοινό, αν και μιλά για θέματα που αφορούν το ευρύ κοινό, όπως είναι η δύναμη της αγάπης και το δικαίωμα της ελευθερίας, μέσα από ένα βαρύ δράμα φυλακής.
Η ταινία του Σεμπάστιαν Μάιζε, που έχει σίγουρα το δικό της ενδιαφέρον και μια διεισδυτική ματιά για τη διαφορετικότητα και τους απάνθρωπους μηχανισμούς καταστολής, που χρησιμοποιούνται είτε από τους ναζί είτε από δημοκρατικές κυβερνήσεις, δεν είναι τυχαίο ότι κέρδισε το βραβείο της Επιτροπής “Ένα Κάποιο Βλέμμα” του Φεστιβάλ Καννών, έχει προταθεί από την Αυστρία για το Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας και ήταν υποψήφια για το Βραβείο LUX του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Ο Μάιζε διηγείται με ξεχωριστό τρόπο, χωρίς υπερβολές και γραφικότητες, μια ερωτική ιστορία στα χρόνια του Πολέμου, αλλά και των διωγμών, που εκτυλίσσεται από τις αρχές της δεκαετίας του ‘40 μέχρι το 1969, έχοντας ως κεντρικό ήρωα τον Χανς, που βρίσκεται στις φυλακές από τους ναζί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, λόγω της ομοφυλίας του και μπαινοβγαίνει στις φυλακές μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ‘60 εξαιτίας γερμανικού νόμου, το περίφημο Άρθρο 175, που από τον 19ο αιώνα μέχρι το 1994, θεωρούσε ποινικό αδίκημα την ομοφυλία.
Ο Μάιζε δεν ακολουθεί μια γραμμική χρονική ακολουθία, αλλά προτιμά τη χρησιμοποίηση πολλών φλας μπακ, που μπορεί να μπερδέψουν τον θεατή, αν και έχει γίνει καλή δουλειά στο μοντάζ, ενώ η ταινία σεναριακά ορισμένες φορές είναι φλύαρη, ασαφής και δημιουργεί κενά στην ιστορία.
Στα ατού της ταινίας ο πρωταγωνιστής Φραντς Ρογκόφσκι, που έχουμε δει τις αξιοπρόσεκτες ερμηνείες του σε ταινίες όπως “Μια Κρυφή Ζωή” του Τέρενς Μάλικ και προσφάτως “Μια Νύμφη στο Νερό” του Κρίστιαν Πέτζολντ. Ο Ρογκόφσκι καταφέρνει να πάρει έναν απροσδόκητο, δύσκολο χαρακτήρα και να του δώσει φυσικά χαρακτηριστικά, με μία άνεση που εκπλήσσει.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Στη μεταπολεμική Γερμανία, ο Χανς σώθηκε από το ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης μόνο και μόνο για να μπαινοβγαίνει στις φυλακές. Το έγκλημά του; Είναι ομοφυλόφιλος. Εξαιτίας της Παραγράφου 175, η οποία ορίζει την ομοφυλοφιλία όχι απλά ως διαστροφή, αλλά ως ποινικό αδίκημα, η επιθυμία του για ελευθερία καταστρέφεται συστηματικά. Υπό αυτές τις συνθήκες, η μόνη σταθερή σχέση στη ζωή του είναι εκείνη με τον επί σειρά ετών συγκρατούμενό του, τον Βίκτορ, έναν καταδικασμένο δολοφόνο. Σταδιακά, ό,τι ξεκίνησε ως αποστροφή εξελίσσεται σε κάτι που ονομάζεται αγάπη…
Moonfall: Η Σκοτεινή Πλευρά του Φεγγαριού (Moonfall). Περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας, αμερικανικής παραγωγής του 2022, σε σκηνοθεσία Ρόλαντ Έμεριχ, με τους Χάλι Μπέρι, Πάτρικ Γουίλσον, Τζον Μπράντλεϊ, Κέλι Γιου, Μάικλ Πένια, Ντόναλντ Σάδερλαντ κ.ά.
Ακόμη μία θεαματική περιπέτεια καταστροφής και επιστημονικής φαντασίας, από τον “άρχοντα” του είδους Ρόλαντ Έμεριχ. Ενός “μπλογκμπαστερά” που έχει συνδυάσει το όνομά του με τις καλές και χειρότερες στιγμές του εμπορικού σινεμά. Ένας σκηνοθέτης που δείχνει να νοιάζεται μόνο για το ταμείο, καθώς δεν είναι τυχαίο ότι έχει υπογράψει αξιόλογες ταινίες όπως “Μετά την Επόμενη Μέρα” και “Μέρα Ανεξαρτησίας” και πολύ περισσότερες αδιάφορες ή οικτρές αποτυχίες όπως “2012” και “Ημέρα Ανεξαρτησίας 2”. Και βεβαίως τα παραδείγματα αυτής της άνισης πορείας του είναι ατελείωτα είτε είναι ταινίες καταστροφής και επιστημονικής φαντασίας. είτε θρίλερ και περιπέτειες.
Εδώ, για ακόμη μια φορά επαναλαμβάνει το γνωστό και πλέον χιλιοφορεμένο μοντέλο του είδους, σε ένα στόρι που θέλει τη Χάλι Μπέρι, μια πρώην αστροναύτης της NASA, να είναι η μοναδική που έχει καταλάβει ότι μια περίεργη δύναμη ωθεί τη Σελήνη να καταστρέψει τη Γη και στην προσπάθειά της να σώσει τον πλανήτη μας, θα βρει συμπαραστάτες μόνο έναν παλιό συνάδελφό της κι ένα συνωμοσιολόγο.
Δηλαδή, ένα σενάριο που ελκύει τον μέσο Αμερικανό θεατή και ειδικά το νεανικό κοινό -βάζοντας στο μίξερ φαντασία, αγωνία, καταστροφή, Αμερικανούς ήρωες και πατριωτικά ξεσπάσματα- και βεβαίως στη διάθεσή του τα δυνατά σπέσιαλ εφέ και όλες τις συνταγές του είδους.
Εκτός από την Χάλι Μπέρι, πρωταγωνιστούν και οι Πάτρικ Γουίλσον και Τζον Μπράντλεϊ.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μία μυστηριώδης δύναμη βγάζει τη Σελήνη από την τροχιά της γύρω από τη Γη και την ωθεί σε μια σειρά από συγκρούσεις. Με λίγες μόνο εβδομάδες να απομένουν έως ότου οι συνέπειες να είναι καταστροφικές για όλο τον στον κόσμο, η πρώην αστροναύτης της NASA, Jo Fowler είναι πεπεισμένη ότι έχει τη λύση που θα μας σώσει όλους, όμως μόνο ο παλιός συνάδελφος της αστροναύτης Brian Harper και ο K.C. Houseman ένας συνωμοσιολόγoς, την πιστεύουν. Αυτοί οι τρεις ήρωες θα ξεκινήσουν ένα απίστευτο ταξίδι στο διάστημα για να διαπιστώσουν τελικά ότι η Σελήνη δεν είναι όπως νομίζουμε ότι είναι.
Μια Χαρούμενη Οικογένεια 2 (Happy Family 2). Παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων, γερμανικής και βρετανικής παραγωγής του 2021, σε σκηνοθεσία Χόλγκερ Τάπε.
Παιδικό διασκεδαστικό animation, που κινείται στη μετριότητα και αποτελεί συνέχεια της αδιάφορης ταινίας του 2017, από τον Χόλγκερ Τάπε και που βασίζεται στο ομώνυμο μπεστ σέλερ του Γερμανού σεναριογράφου και συγγραφέα Ντέιβιντ Σάφιερ. Ένα φιλμ που απευθύνεται στο νηπιακό κοινό. Οι μπόμπιρες θα γελάσουν με τις αστείες εκδοχές των τεράτων της οικογένειας Γουίσμποουν που μπλέκουν σε μία ακόμη περιπέτεια, καθώς τις βάζει στο μάτι μία κυνηγός τεράτων, αλλά πέραν τούτου ουδέν.
Οι γνωστές αναφορές στην αξία της οικογένειας και στη διαφορετικότητα παραμένουν σταθερές, η πολιτική ορθότητα γίνεται ανυπόφορη, ενώ το στόρι και οι ιδέες για αστείες περιπέτειες μοιάζουν να έχουν εξαντληθεί περαιτέρω από το πρώτο φιλμ, ενώ τα κλισέ μπαινοβγαίνουν με μια ευκολία που εν τέλει γίνεται ενοχλητική.
Η ταινία προβάλλεται μεταγλωττισμένη στα ελληνικά.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Όταν η Μπάμπα Γιάγκα και ο Ρέινφιλντ γίνονται ο στόχος της κυνηγού τεράτων Μίλα Σταρ, τα μέλη της οικογένειας Γουίσμπον μεταμορφώνονται σε τέρατα για μία ακόμα φορά. Έτσι, ο μπαμπάς Φρανκεστάιν, η μαμά Βρικόλακας, η κόρη Μούμια και ο γιος Λυκάνθρωπος ταξιδεύουν σε όλο τον κόσμο για να σώσουν τους φίλους τους, να κάνουν νέες “τερατώδεις” γνωριμίες και να συνειδητοποιήσουν ότι κανείς δεν είναι τέλειος. Κι αυτό είναι εντάξει!
ΑΠΕ-ΜΠΕ / Χάρης Αναγνωστάκης