Μετά όσα συνέβησαν στη Θεσσαλονίκη με τον προπηλακισμό –ξυλοδαρμό του δημάρχου της, ομολογώ ότι σκέφτηκα ότι όλο αυτό που ζούμε δεν μας αξίζει.
Είναι δυνατόν στη χώρα του Σωκράτη, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και της δημοκρατίας να ξυλοφορτώνεται η αντίθετη άποψη;
Είναι δυνατόν λογής λογής «αγανακτισμένοι» ή κουκουλοφόροι από τον αντιεξουσιαστικό χώρο ή «κυνηγοί της ελεύθερης σκέψης» από την φασίζουσα ακροδεξιά να έχουν καταστεί τιμητές των πάντων; Είναι δυνατόν να είσαι πανεπιστημιακός σήμερα και να μη μπορείς να διδάξεις αν δεν τα έχεις καλά με τους αντιεξουσιαστές; Είναι δυνατόν να είσαι δημοσιογράφος ή συγγραφέας και να σκέφτεσαι αν όσα εκφράζεις και καταγράφεις αρέσουν ή όχι στους απανταχού ακραίους, για να μη φας ξύλο; Είναι δυνατόν στην Ελλάδα να μισούμε τον αντίλογο με επιχειρήματα σε όσους εκφράζουν αντίθετη άποψη από εμάς; Είναι δυνατόν να περιοριζόμαστε ΜΟΝΟ στα κλισέ καταδίκης της βίας, χωρίς να κάνουμε τίποτα για να τιμωρήσουμε τους εκφραστές της, οσάκις προβαίνουν σε τέτοια κρούσματα, απ’ όποιον χώρο κι αν προέρχονται; Είναι δυνατόν κάποιοι να «χαϊδεύουν» κυνικά την ακροαριστερά κι ακροδεξιά; Είναι δυνατόν να θεωρούμε –συμφώνως με τα κυβερνητικά χείλη- ακτιβιστές τους Ρουβίκωνες και να επιτρέπουμε στους ακροδεξιούς να κάνουν συνεχώς face control σε εθνικές επετείους και παρελάσεις;
Λίγο, φαίνεται, μας απασχολεί η έξαρση της βίας σε κάθε έκφανση της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Λίγο φαίνεται να μας απασχολεί το γεγονός ότι η βία είναι παντελώς ασυμβίβαστη στο ελληνικό ήθος και στην ελληνική κουλτούρα. Εξ ου και οι χαιρέκακες τοποθετήσεις πολλών που είπαν «καλά του έκαναν»!
Έχει γίνει αντιληπτό, άραγε, ότι ο δημόσιος βίος προβάλλει με πρωτοφανή σκληρότητα και τραχύτητα μέσα από την γελοιωδέστερη ρήση πολιτικού ανδρός, όπως αυτή που εκφράστηκε, «εμείς ή αυτοί»;
Αντιλαμβανόμαστε ότι μια ολοκληρωτική σύγκρουση απειλεί την Ελλάδα, μέσα από την θεωρία του άσπρου και του μαύρου;
Καταλαβαίνουμε ότι όσοι τολμούν και συνιστούν σωφροσύνη, μετριοπάθεια κι ευπρέπεια υφίστανται τη χλεύη των έξαλλων κι ανεύθυνων;
Έχουμε κατανοήσει ότι το ακόνισμα των μαχαιριών και ύβρεων οδηγεί ΜΟΝΟ στην ιδεολογία του μίσους;
Ναι. Όσα έσπειρε η Αριστερά με το πεζοδρόμιό της και την διαμόρφωση σαρκοβόρων ενστίκτων, τα θερίζει τώρα ο τόπος.
Μα ποιος της προσέφερε τη δυνατότητα αυτή; Ποιος έδωσε την ευκαιρία στο ανερμάτιστο να καταστεί κυρίαρχο στοιχείο της κοινωνίας; Και πώς μπορεί ν’ αλλάξει κάτι αύριο; Με την έλευση της Νέας Δημοκρατίας; Και την ελεύθερη πτώση του συνεταιρισμού του λαϊκισμού ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ;
Ούτε ψύλλος στον κόρφο του Μητσοτάκη.
Νομίζω ότι μετά την πρώτη κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, στη μεταπολίτευση, το 1974, ουδείς άλλος πρωθυπουργός είχε ως αποστολή αφενός την ανάδειξη των ζωογόνων δυνάμεων της κοινωνίας και του έθνους κι αφετέρου την ταυτόχρονη σταδιακή ένταξη σ’ αυτές των ανερμάτιστων και του περιθωρίου.
Ουδείς άλλος είχε ως αποστολή –πλην της κανονικότητας στην Οικονομία και στις άλλες εκφάνσεις της πολιτικής ζωής- ΚΑΙ την επούλωση των πληγών της κοινωνίας. Τις οποίες άνοιξε η Αριστερά, επικουρούμενη από την ακροδεξιά, επαναφέροντας το εμφυλιοπολεμικό μίσος, την ισοπέδωση των πάντων και την ανάδειξη κάθε παρωχημένου, αντιδραστικού και λούμπεν στοιχείου που διαθέτει η κοινωνία μας.
Βλέποντας την επόμενη ημέρα, με πιάνει απελπισία όταν αναλογίζομαι ότι στην νέα Βουλή, ο Μητσοτάκης –ελπίζω όχι με εύθραυστη πλειοψηφία- ίσως θα έχει ως αντιπολίτευση τη μισαλλοδοξία με Αριστερό ή Δεξιό προσωπείο κι όλες τις εκδοχές του λαϊκισμού.
Κι αν δεν μας αξίζει αυτό που ζούμε σήμερα, τότε αύριο δεν θα μας αξίζει στο υπερπολλαπάσιο.
Στο χέρι μας είναι να το αποφύγουμε.