Παλιότερα, όταν μιλούσαμε για αθλητική δημοσιογραφία εννοούσαμε … Γιάννης Διακογιάννης. Ναι, δεν ήταν μόνος, ήταν κι ο Γιάννης Χιωτάκης, ο Σταμάτης Γρατσίας, ο Διονύσης Τζεφρώνης (που έγραφε κι υπέροχους στίχους), ο Βαγγέλης Φουντουκίδης, ο Σισμάνης, ήταν κι άλλοι που έσπειραν αθλητικά. Μα ο Διακογιάννης ήταν εκείνος που είχε την ιδιαίτερη παιδεία, τη φινέτσα, την λάμψη, την κουλτούρα που ανέδυε Παρίσι στη ψωροκώσταινα.
Οι δεκαετίες του ’60, ’70 του ’80 αποτέλεσαν τον μέγιστο βιότοπο του ανδρός που θεωρήθηκε ο κορυφαίος Έλληνας αθλητικός δημοσιογράφος.
Ναι, δημοσιογράφος, συγγραφέας, σχολιαστής στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση, παρουσιαστής της περίφημης «Αθλητικής Κυριακής» και περιγραφέας όλων των κορυφαίων διοργανώσεων του κόσμου.
Γλαφυρός, με φωνή από βελούδο, εμβρίθεια στον τρόπο μετάδοσης, ατέλειωτες γνώσεις επί παντός επιστητού. Άνθρωπος που διάβαζε, που μάθαινε, που διέθετε μια τεράστια κουλτούρα.
Συναρπαστική προσωπικότητα, τον θυμάμαι σε ατέλειωτες ώρες συζητήσεων στο γραφείο μου, είτε στο «Sportime», είτε αργότερα στην «Αθλητική Ηχώ». Έβαζα στο cd του λάπτοπ Αζναβούρ, Δαλιδά, Παβαρότι, έφταναν οι καφέδες και μπορεί να φτάναμε έτσι μέχρι αργά το βράδυ, μέσα από στα σύννεφα που δημιουργούσαν τα βαριά –μα αγαπημένα μας- Gitanes. Τότε τα αρώματα του κονιάκ –συνήθως γαλλικό Hennessy ή Davidoff X.O- πλημμύριζαν την ατμόσφαιρα του γραφείου και βοηθούσαν τις γοητευτικές εκρήξεις αυθορμητισμού και οργής, που συχνά τον καταλάμβαναν. Ερχόταν συχνά και στον Flash, μεσημέρια που έκανα εκπομπή. Ποτέ όμως δεν μπήκε παρέα μου στο studio. Περίμενε διακριτικά και μετά πίναμε καφεδάκι, είτε στα στέκια της οδού Αιόλου, είτε ανηφορίζοντας προς το Κολωνάκι.
Είχε μια ιδιαίτερη «γλυκιά τρέλα» με τρία πράγματα: Τον αθλητισμό κι ειδικότερα τον στίβο, τη Γαλλία κι οτιδήποτε πέριξ του Πολιτισμού της και τη Μουσική. Έλεγε ότι στα δυο τελευταία τον μύησε η Γαλλίδα μητέρα του και στον στίβο το… Παναθηναϊκό στάδιο. Πιτσιρικάς ήταν κι αθλητής στίβου στα 100 και 200μ. αλλά και στο μήκος. Έπαιζε και μπάσκετ στην Ένωση Παγκρατίου.
Το σπίτι του μεγαλοαστικό. Ο παππούς του σημαντικός χρυσοχόος του μεσοπολέμου μα και της μεταπολεμικής εποχής, έπαιζε άρπα! Η μητέρα του εξαιρετική πιανίστρια, του είχε ως δασκάλα την αγαπημένη εξαδέλφη του Αττίκ. Κι όταν έχασε τον πατέρα του, σε ηλικία 11 ετών, θυμόταν ότι έχασε τον κόσμο κάτω από τα πόδια του. Μα σηκώθηκε, πάτησε, βρήκε τον βηματισμό του. Το έλεγε με περηφάνια αυτό.
Αθλητική και L’ Equipe
Του άρεσε να μιλάει για τη Γαλλία, τις σπουδές του εκεί, στη δημοσιογραφία. Ήταν εκ των πρώτων συνεργατών της θρυλικής «Αθλητικής Ηχούς», από το 1954, όταν σπούδαζε ακόμη, έναντι αμοιβής… μια δημοσιογραφική ταυτότητα, με την οποία έμπαινε σε όλα τα γήπεδα και παρακολουθούσε όλα τα αθλητικά γεγονότα. Άνθρωπος με φλόγα για επιτυχία, πήγαινε συχνά στα γραφεία της «L’ Equipe». Εκεί γνώρισε κορυφαίους Γάλλους δημοσιογράφους, μα κυρίως μπολιάστηκε ακόμη περισσότερο με το χαρτί της εφημερίδας, το μελάνι, συνειδητοποίησε πλήρως ότι μπορεί η μουσική να ήταν ο μέγας έρωτας, μα η καψούρα του ήταν η δημοσιογραφία.
Όταν γύρισε από τη Γαλλία, συνέχισε να εργάζεται στην Αθλητική Ηχώ μα και στην «Ελευθερία» που στήριζε Μητσοτάκη κι είχε ιδρυτή και διευθυντή τον Πάνο Κόκκα. Το 1966, λίγο πριν η χούντα καταλύσει τη δημοκρατία, τον είχε καλέσει στο ΕΙΡ, ο Θ. Γιαννακάκος να κάνει την πρώτη μετάδοση Μουντιάλ. Μετάδοση σε μαγνητοσκοπημένη εικόνα. Ο δρόμος είχε ανοίξει και το «γλυκό έδεσε» το 1969, όταν έγιναν στο στάδιο Καραϊσκάκη οι Πανευρωπαϊκοί αγώνες, με μετάδοσή του.
Κάλας και Σινάτρα
Διέθετε ένα καταπληκτικό αρχείο. Όποιος πήγαινε σπίτι του, έβλεπε χιλιάδες κειμήλια από παγκόσμιες αθλητικές διοργανώσεις, μα και χιλιάδες cd. Κλασσική μουσική, αλλά κι έντεχνα ελληνικά. Λάτρευε τη Μοσχολιού, υποκλινόταν στη Γαλάνη. Έλεγε συχνά ότι ανάμεσα σ’ ένα τελικό Μουντιάλ και μια παράσταση της Κάλας, θα προτιμούσε τη δεύτερη. Ανάμεσα στον Πελέ ή τον Μαραντόνα και την Κάλας, θα διάλεγε την Κάλας.
Λάτρευε τον Φράνκ Σινάτρα. Στους Ολυμπιακούς αγώνες του Λος Αντζελες, πλήρωσε 88 δολάρια εισιτήριο για να τον ακούσει, όταν η ΕΡΤ του έδινε 67 δολάρια ημερησίως για φαγητό και ύπνο. Έλεγε ότι για τον Σινάτρα έμεινε …νηστικός.
Λάτρευε και το σπουδαίο, ανεπανάληπτο τρίο Καρέρας, Ντομίνγκο, Παβαρότι. Έλεγε με νοσταλγικό χρώμα στη φωνή του ότι είχε δει κι ακούσει στο Παρίσι την Πιαφ, τον Μπεκό, τον Αζναβούρ.
Ο Γιάννης Διακογιάννης , έγραψε βιβλία, δίδαξε, παρήγαγε αθλητικές εκπομπές, άφησε ιστορία. Βραβεύτηκε με το βραβείο «Ελένη Βλάχου», ενώ έγινε στίχος στο περίφημο δημιούργημα του Λουκιανού Κηλαϊδόνη «Αρχίζει το ματς», το 1979.
Παναθηναϊκός
Δεκαετίες ολόκληρες δεν αμφισβήτησε κανένας το κύρος και την αμεροληψία του. Ψιθυριζόταν ότι ήταν οπαδός του Παναθηναϊκού, μα ποτέ ο ίδιος το επιβεβαίωνε. Μέχρι πριν 3-4 χρόνια και δη σε προχωρημένη ηλικία. Ακόμη και σε συζητήσεις μεταξύ Παναθηναϊκών, εκείνος λάμβανε μέρος ως… ουδέτερος. Κι ας ήταν ο πρώτος που ήξερε τα πάντα για το εκάστοτε «πράσινο» ρεπορτάζ. Κι ας ήταν ο πρώτος που ο αείμνηστος Νικολαΐδης πληροφόρησε ότι σκέπτεται να δώσει τον Παναθηναϊκό στην οικογένεια Βαρδινογιάννη. Πάντως, όταν είχε γεννήσει η κόρη του, πήγε και σήκωσε τη μπουτίκ του Παναθηναϊκού κι έτρεξε στο μαιευτήριο με τριφυλλοφόρες σημαίες, πιπίλες, πράσινα φορμάκια και μια φανέλα με το Νο 10, του Δομάζου, που θεωρούσε ποδοσφαιριστή παγκόσμιας κλάσης. Ο εγγονός του έγινε «πράσινος» από τα γεννοφάσκια του…
Πλήρης ημερών, ο Γιάννης Διακογιάννης ξεκίνησε το μεγάλο ταξίδι του στην αιωνιότητα, αφήνοντάς μας παρακαταθήκη το ανυπέρβλητο ήθος του αλλά και σπουδαία κοινωνική και πολιτισμική προσφορά.
Τι άλλο; Κουράγιο και δύναμη στην κόρη του Οντέτ μα και στον γιο του Μιχάλη.
Είναι βέβαιο ότι η φωνή του θα δονεί τις μνήμες μας, ενώ εκείνος θα συναντήσει πάλι την αγαπημένη του κόρη Ρίκα Βαγιάννη, για να τη σφίξει πάλι στην αγκαλιά του, όπως επιθυμούσε η ψυχή του…