Τις περισσότερες φορές, τόσο ως κοινωνία όσο κι εμείς στα ΜΜΕ παρασυρόμαστε από το τσουνάμι της καθημερινότητας και λησμονάμε σημαντικά παγκόσμια γεγονότα. Πολύ περισσότερα εμείς στον τόπο μας, που ζούμε συστηματικά στον μικρόκοσμό μας και πιο πολύ μας νοιάζει το …big brother παρά ένα γεγονός που αλλάζει δραματικά τη ζωές όλων.
Ένα τέτοιο γεγονός με τις προεκτάσεις του θα συζητήσουμε σήμερα. Στον απόηχο της για μια ακόμη φορά προκλητικής υποστήριξης της Γερμανίας στην Τουρκία.
Το γεγονός είναι ότι πριν από 30 χρόνια, τέτοια ημέρα, τέτοιες ώρες, η Γερμανία, η Ευρώπη, ολόκληρος ο ελεύθερος κόσμος ζούσαν στιγμές μεγαλείου κι ιστορίας. Το τείχος του Βερολίνου είχε πέσει πριν ένα χρόνο και σαν σήμερα, 3 Οκτωβρίου 1990, η Γερμανία γινόταν πάλι μοναδικό κράτος, με τη συνένωση της πρώην κομμουνιστικής Ανατολικής στη «μαμά» «ομοσπονδιακή» Δυτική Γερμανία.
Ήταν η δεύτερη γερμανική ενοποίηση μετά από αυτή του Ότο φον Μπίσμαρκ που ενοποίησε σε γερμανικό κράτος τη χώρα το 1871. Αυτή τη φορά με πρωταγωνιστή τον καγκελάριο Χέλμουντ Κολ, τον οποίο ο Μπιλ Κλίντον έχει χαρακτηρίσει ως τον κορυφαίο Ευρωπαίο πολιτικό, στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Προφανώς μαζί με τη Θάτσερ και τον Μιτεράν.
Μια χώρα, η Γερμανία, που να μεν αιματοκύλισε δις την Ευρώπη, αλλά ουδείς μπορεί ν’ αμφισβητήσει το τεράστιο κεφάλαιό της στην παραγωγή γραμμάτων, πολιτισμού, πειθαρχημένων δημοκρατών κι οικονομικής/εμπορικής ανάπτυξης.
Ο βρετανικός Guardian, από προχθές στέλνει τα «Χρόνια Πολλά!» του στο Βερολίνο (για τα τριάντα τελευταία χρόνια) μέσω αρθρογραφίας, στην οποία δεν λησμονά και τη μεσαιωνική ή και αρχαία Γερμανία, από τον Καρλομάγνο και πίσω. Στο άρθρο δηλώνεται αμηχανία μέσω του ερωτήματος: «Πόσων χρόνων είναι η Γερμανία»;
Η απάντηση για τους περισσότερους Γερμανούς αλλά και πολιτικούς-οικονομικούς –διπλωματικούς αναλυτές είναι μια και μόνο: 30 ετών! Το γράφει κι ο Guardian: «Οι τελευταίες τρεις δεκαετίες ήταν οι καλύτερες σε όλη τη μακρά και περίπλοκη ιστορία της Γερμανίας». Κι εξηγεί για ποιον λόγο γράφει αυτά τα πράγματα: «Αν μπορείτε να σκεφτείτε μια καλύτερη περίοδο για την πλειονότητα των Γερμανών και για τις σχέσεις τους με τους περισσότερους γείτονές τους, θα χαρώ να το μάθω και εγώ», αναφέρει ο αρθρογράφος. Κι απαριθμεί επιχειρήματα: «Στον σημερινό κόσμο, γεμάτο λαϊκισμό, φανατισμό και αυταρχισμό, η Γερμανία είναι ένας φάρος σταθερότητας και μετριοπάθειας, αρετές που χαρακτηρίζουν την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ».
Οι γεωπολιτικές αστάθειες που μόλις και μετά βίας κρύβει σήμερα ο ορίζοντας θα γίνουν τα επόμενα τριάντα χρόνια ορατές με τη μορφή «εθνικών και περιφερειακών προκλήσεων», και αυτό το σκηνικό θα βλάψει τον γερμανικό παράδεισο του παρόντος, αφού θα του γνωρίσει τον όφι της οικονομικής κρίσης που «μέχρι τώρα αντιμετώπισαν νότιες χώρες της Ευρωζώνης, όπως η Ελλάδα και η Ισπανία».
Τα πλεονεκτήματα του εξαγωγικού προσανατολισμού της γερμανικής οικονομίας σε συνδυασμό με το ευρώ, της προσφοράς φθηνών εργατικών χειρών από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, αλλά και άλλα, που όλα τους σχετίζονται με την παγκοσμιοποίηση, δεν είναι εγγυημένα, αναφέρεται στο άρθρο.
Μάλιστα, γίνεται αναφορά με τη μορφή παρατήρησης ότι η λέξη «Ευρώπη» εμφανίζεται στις ομιλίες των Γερμανών πολιτικών τόσο συχνά όσο και το «αμήν» στις εκκλησιαστικές προσευχές.
Εξ αυτής μάλιστα αντιλαμβάνεται ότι στο γερμανικό DNA είναι καταγεγραμμένο το «υπαρξιακού χαρακτήρα» ενδιαφέρον για την Ευρώπη: «Είναι αδύνατον να φανταστεί κανείς τη Γερμανία χωρίς το ισχυρό ευρωπαϊκό πλαίσιο – και πόσο μάλλον την Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς τη Γερμανία». Και αυτό διότι «η Γερμανία δεν είναι Βρετανία», να φύγει με το Brexit και να μη συμβεί τίποτε. «Οι περισσότεροι Γερμανοί καταλαβαίνουν πολύ καλά ότι το μέλλον τους είναι αδιαχώριστο από αυτό της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Στον επίλογό του το άρθρο μπαίνει στην ουσία για την οποία –πέραν των γενεθλίων- γράφηκε: «Αν ο Τραμπ κερδίσει μια δεύτερη θητεία, όπως λέει και ο πρώην σύμβουλός του για την εθνική ασφάλεια Τζον Μπόλτον, μπορεί ακόμη και να βγάλει τις ΗΠΑ από το ΝΑΤΟ. Τότε η Ευρώπη θα ήταν υποχρεωμένη να υπερασπίζεται την ασφάλεια, ένα καθήκον για το οποίο δεν είναι ακόμη καλά εξοπλισμένη. Αλλά εάν ο Τζο Μπάιντεν γίνει πρόεδρος, οι ΗΠΑ μπορούν να επιστρέψουν στο να είναι απαραίτητος υποστηρικτής της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης από την οποία η Γερμανία εξαρτάται περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον».
Εξαιρετική ανάλυση και προσέγγιση. Η οποία δείχνει ότι η επόμενη σημαντική ημερομηνία στην Ιστορία της Γερμανίας δεν είναι η σημερινή (που απλώς αποτελεί μια ιστορική επέτειο), αλλά η 3η Νοεμβρίου, η ημέρα των αμερικανικών προεδρικών εκλογών».
Δηλαδή, στις 3 Νοεμβρίου οι Αμερικανοί θα ψηφίσουν όχι μόνο για το ποιος θα πάει στον Λευκό Οίκο, αλλά και για το αν στο εγγύς μέλλον θα μπορεί να υπάρχει η Δύση όπως την ξέρουμε μέχρι σήμερα από τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο αλλά και την κατάρρευση του κομμουνισμού…