Ψάχνοντας χθες τον κατάλογο των πολιτικών γεγονότων, βρέθηκα μπροστά στην εκλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας.
Ήταν 10 Ιανουαρίου 2016. Χιλιάδες πολιτών, σηκώθηκαν από τη βαριά νιρβάνα του καναπέ κι έσπευσαν να στηρίξουν τον Μητσοτάκη απέναντι στην κομματική νομενκλατούρα και στην γραφικότητα που ολοφάνερα ανέδυαν οσμές μούχλας. Άλλωστε ο Μητσοτάκης είχε ήδη ανοίξει τη δική του περπατησιά, είχε καταθέσει σαφή δείγματα ως υπουργός κι εξέφραζε την πιο συγκροτημένη φωνή ενάντια στον λαϊκισμό. Να υπενθυμίσουμε και κάτι: Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν ακολούθησε την αδελφή του Ντόρα, όταν εκείνη δημιούργησε το δικό της κόμμα. Έμεινε στη Νέα Δημοκρατία κι έγινε υπουργός του Σαμαρά με τον οποίο, ως οικογένεια, δεν είχαν την καλύτερη σχέση. Σκέφτηκε νηφάλια χωρίς να προτάξει συναίσθημα, αποφάσισε ψυχρά και ρεαλιστικά κι έδειξε τότε για πρώτη φορά ότι είναι ένας πολιτικός που γνωρίζει να παίρνει αποφάσεις. Εξ ου και δεν άργησε να θεωρηθεί ως η πιο πειστική έκφραση απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Μητσοτάκης ανέλαβε τότε ένα κόμμα στο οποίο δεν τον αποδέχονταν εν συνόλω. Ειδικά οι τάσεις της Δεξιάς και Λαϊκής Δεξιάς. Κάποιοι εξ αυτών τον ειρωνεύτηκαν χρησιμοποιώντας ακόμη και το χαϊδευτικό του ονόματός του: Κούλης! Οι ίδιοι διέδιδαν δεξιά κι αριστερά (και δη στα social media) ότι… «δεν μπορεί το παλικάρι»…
Ήταν κι είναι αυτοί που δεν αντιλαμβάνονται ότι ο… Κούλης έφερε δεκάδες χιλιάδες ψηφοφόρους στο κόμμα τους κι ότι μαζί του συντάχθηκαν απλός κόσμος και προσωπικότητες που δεν θα συντάσσονταν ποτέ με αυτό. Είναι εκείνοι που δεν αντιλαμβάνονται –ή δεν θέλουν ν’ αντιληφθούν- ότι χωρίς αυτές τις δεκάδες χιλιάδες ψηφοφόρους του Μητσοτάκη, οι ίδιοι κι οι συν αυτούς υποστηρικτές της πολιτικής ακινησίας, δεν θα έβλεπαν ποτέ εξουσία. Άλλωστε πόσες και πόσες φορές ακούμε σε συζητήσεις τη φράση «εγώ είμαι με τον Κυριάκο κι όχι με τη Νέα Δημοκρατία»;
Ο Μητσοτάκης, λοιπόν, εξελέγη πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας σαν χθες. Αρκετοί στο κόμμα του –και πάντως η μεγάλη πλειοψηφία της κοινοβουλευτικής ομάδας της Ν.Δ.- «πάγωσαν» και προβληματίστηκαν. Για τους περισσότερους ήταν κάτι αδιανόητο η εκλογή του. Η… μούχλα που λέγαμε…
Είχε προηγηθεί ένα σημαντικό κι ίσως σημαδιακό γεγονός που έδωσε σε πολλούς το έναυσμα ν’ ασχοληθούν περισσότερο με το πρόσωπό του. Δεν ψήφισε ως πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Προκόπη Παυλόπουλο διαφοροποιούμενος από τη Νέα Δημοκρατία. Κι αιτιολόγησε την απόφασή του αυτή με καθαρά πολιτικούς όρους. Έσπασε αυγά με τη βαθιά Νέα Δημοκρατία που εκπροσωπούσε ο Προκόπης Παυλόπουλος.
Πριν περάσουν τρεις μήνες από την εκλογή του ως πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, το κόμμα του πήρε σαφές δημοσκοπικό προβάδισμα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Κι ο ίδιος συντριπτικό ποσοστό έναντι του Τσίπρα στο δημοσκοπικό ερώτημα «ποιον θεωρείτε καταλληλότερο πρωθυπουργό»! Μάλιστα, παρά τις εκ των έσωθεν μα και έξωθεν τρικλοποδιές, χειρίστηκε αριστοτεχνικά το ζήτημα που επιχείρησε να του δημιουργήσει ο Τσίπρας με το Σκοπιανό. Και τελικά εξέφρασε τη βούληση όσων τον στήριξαν ή μη.
Κι ύστερα η ροή του ποταμιού δεν μπορούσε ν’ αλλάξει. Νίκησε τέσσερις φορές τον Τσίπρα (ευρωεκλογές, δημοτικές, περιφερειακές, εθνικές εκλογές), άλλαξε εν ριπή οφθαλμού το κλίμα στην Οικονομία (κυρίως σε ψυχολογικό επίπεδο) ενώ η κυβέρνησή του –παρά τις αστοχίες σε κάποια ζητήματα- επαναφέρει την κανονικότητα και ταυτοχρόνως δημιουργεί αίσθημα ασφάλειας στην κοινωνία. Κι όσο στην αντιπολίτευση –αξιωματική ή μη- λειτουργούν ανεύθυνα και με όρους του παρελθόντος, τόσο περισσότερο η κοινωνία στηρίζει τον Μητσοτάκη. Τονίζω και πάλι: Τον Μητσοτάκη, όχι το κόμμα του. Κι υπό αυτή την έννοια, έχει μπροστά του πεδίο δόξης λαμπρό και πολύχρονο…