Τα φάρμακα για την προώθηση των οποίων οι φαρμακευτικές εταιρείες δαπανούν τα περισσότερα χρήματα, είναι λιγότερο πιθανό να είναι αποτελεσματικά, ασφαλή και φθηνά, σε σχέση με τα φάρμακα που κάνουν τις μεγαλύτερες πωλήσεις και συνταγογραφούνται συχνότερα.
Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας νέας αμερικανικής έρευνας, σύμφωνα με την οποία το φαρμακευτικό μάρκετινγκ θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με υγιή σκεπτικισμό.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή ιατρικής και δημόσιας υγείας Τζόζεφ Ρος του Πανεπιστημίου Γέιλ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό “British Medical Journal”, μελέτησαν την αμερικανική αγορά φαρμάκων και εντόπισαν τα 25 φάρμακα που συνδέονται με τις μεγαλύτερες συνολικές δαπάνες προώθησης σε γιατρούς και νοσοκομεία. Οι δαπάνες αυτές περιλαμβάνουν κάθε άμεση και έμμεση πληρωμή που κάνουν οι φαρμακοβιομηχανίες για την προώθηση των προϊόντων τους.
Τα 25 φάρμακα με το ακριβότερο μάρκετινγκ συγκρίθηκαν με τα 25 φάρμακα που έχουν τις υψηλότερες πωλήσεις στην αγορά και με τα 25 φάρμακα που έχουν τις περισσότερες συνταγογραφήσεις στις ΗΠΑ.
Η βασική διαπίστωση της σύγκρισης είναι πως τα φάρμακα με τις περισσότερες πωλήσεις και τις περισσότερες συνταγογραφήσεις είναι πιθανότερο να αντιπροσωπεύουν το ιδανικό φάρμακο, που έχει καλύτερα αποτελέσματα στους ασθενείς, είναι ασφαλέστερο, φθηνότερο και συνιστά μια πραγματική πρόοδο για τη θεραπεία κάποιας πάθησης.
Από τα 25 φάρμακα με το πιο ακριβό μάρκετινγκ μόνο ένα περιλαμβάνεται στον κατάλογο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας με τα ουσιώδη φάρμακα. Ενώ ο ίδιος κατάλογος περιλαμβάνει εννέα φάρμακα με τις μεγαλύτερες πωλήσεις και 14 φάρμακα με τις περισσότερες συνταγογραφήσεις.
Εξάλλου, λιγότερα φάρμακα με ισχυρό μάρκετινγκ θεωρούνται «πρώτης γραμμής» θεραπείες, σε σχέση με τα συχνότερα συνταγογραφούμενα φάρμακα. Ακόμη, γενόσημα φάρμακα -που είναι 80% έως 85% φθηνότερα- υπάρχουν για σχεδόν δύο στα τρία φάρμακα με ακριβό μάρκετινγκ (63%), για ένα στα τρία φάρμακα με τις κορυφαίες πωλήσεις (32%) και για όλα τα φάρμακα με τις περισσότερες συνταγογραφήσεις.
Οι ερευνητές εκφράζουν την ανησυχία τους για το σκοπό της συστηματικής φαρμακευτικής προώθησης και για την επιρροή της στη θεραπεία των ασθενών. Τονίζουν ότι οι γιατροί και τα νοσοκομεία πρέπει να πάρουν μέτρα, ώστε να περιορίσουν την έκθεσή τους στο φαρμακευτικό μάρκετινγκ. Όπως δήλωσαν, «οι γιατροί πρέπει, προτού συνταγογραφήσουν, να αναρωτηθούν για την αξία των φαρμάκων εκείνων που προωθούνται πιο έντονα από τις φαρμακευτικές».
Οι γιατροί στις ΗΠΑ -και σε άλλες χώρες- λαμβάνουν δισεκατομμύρια δολάρια κάθε χρόνο από τις εταιρείες στο πλαίσιο της προώθησης των φαρμάκων τους. Η διοχέτευση των χρημάτων γίνεται μέσα από διάφορα «κανάλια», από την πληρωμή για ταξίδια σε συνέδρια και για ομιλίες έως αμοιβές για ρόλο συμβούλων και καταβολές σε είδος (δωροκάρτες κ.α.). Δεν συμπεριλαμβάνονται οι πληρωμές για τη συμμετοχή σε έρευνες νέων φαρμάκων, ούτε για δικαιώματα στην ανάπτυξη νέων φαρμάκων (royalties), επειδή δεν θεωρούνται μάρκετινγκ.
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι όσο συχνότερη επαφή έχει ο αντιπρόσωπος μιας εταιρείας με έναν γιατρό, τόσο αυξάνεται η πιθανότητα ο τελευταίος να συνταγογραφήσει ένα «επώνυμο» φάρμακο, παρόλο που υπάρχουν φθηνότερες -και πιθανώς καλύτερες- επιλογές.
Οι μισοί γιατροί «τα παίρνουν» στις ΗΠΑ!
Από το 2013, στις ΗΠΑ έχει επιβληθεί νομοθεσία που υποχρεώνει τις φαρμακοβιομηχανίες να αποκαλύπτουν δημοσίως όλες τις πληρωμές σε γιατρούς ύψους άνω των δέκα δολαρίων η κάθε μία (ή άνω των 100 δολαρίων συνολικά). Έχει έτσι δημιουργηθεί μια ανοιχτή βάση δεδομένων (Open Payments Database) που περιλαμβάνει τις σχετικές πληρωμές από εταιρείες προς γιατρούς και πανεπιστημιακά νοσοκομεία.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, που παρουσιάσθηκαν στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό JAMA (Journal of American Medical Association), σε μελέτη με επικεφαλής την Κάθριν Τρινγκέιλ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια-Σαν Ντιέγκο, περίπου οι μισοί γιατροί στις ΗΠΑ (το 48%) πληρώνονται από εταιρείες φαρμάκων και ιατρικού εξοπλισμού.
Το 2015, οι εταιρείες έδωσαν περίπου 2,4 δισεκατομμύρια δολάρια σε μετρητά και δώρα σε σχεδόν 450.000 γιατρούς από τους συνολικά 933.000. Το ποσό αυτό περιλαμβάνει 1,8 δισεκατομμύρια δολάρια σε ‘γενικές’ πληρωμές (με μέση δαπάνη τα 200 δολάρια ανά γιατρό, αλλά μερικοί γιατροί παίρνουν αρκετές χιλιάδες δολάρια), 544 εκατομμύρια δολάρια με τη μορφή μετοχών και άλλων μετοχικών δικαιωμάτων στις εταιρείες, καθώς και 75 εκατ. δολάρια ως αποζημίωση για συμμετοχή των γιατρών σε έρευνες των εταιριών.
Μερικές εταιρείες δαπανούν περισσότερα χρήματα για μάρκετινγκ στους γιατρούς από ό,τι για έρευνα και ανάπτυξη νέων φαρμάκων και άλλων προϊόντων. Το ποσοστό των Αμερικανών γιατρών που γίνονται αποδέκτες των «δώρων» των εταιρειών ποικίλει ανάλογα με την ειδικότητα (π.χ. είναι 61% στους χειρουργούς και 48% στους παθολόγους) και το φύλο (οι άνδρες γιατροί παίρνουν περισσότερα από τις γυναίκες).
Μια κοινή πρακτική των εταιρειών είναι να τροφοδοτούν τους γιατρούς και τους συνεργάτες τους με…σάντουιτς και πίτσες. Τα «τρόφιμα και ποτά» ως κατηγορία καταλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος των «γενικών» πληρωμών των εταιριών προς τους γιατρούς.
Παύλος Δρακόπουλος