Τις τελευταίες ημέρες και ιδιαίτερα τις ημέρες μετά το Πάσχα, γίνεται αρκετός λόγος, κυρίως από το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας και τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, στο ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας και όχι ανοχής, μεταξύ Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος-Κινήματος Αλλαγής και του Βαρουφακικού κόμματος ‘ΜΕΡΑ 25.’
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως είναι κυρίως στελέχη του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής (εδώ συμπεριλαμβάνουμε και τον πρόεδρο του κόμματος, Νίκο Ανδρουλάκη), αυτά που εκφράζουν με κόσμιο τρόπο την διαφωνία τους με τις δηλώσεις του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας και στελεχών της,[1] υπενθυμίζοντας προς τους ίδιους και προς άλλους πολιτικούς παίκτες, πως το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής επ’ ουδενί δεν συγκλίνει πολιτικοϊδεολογικά με ένα νεο-λαϊκιστικό, ευρω-σκεπτικιστικό κόμμα όπως είναι το κόμμα του Γιάνη Βαρουφάκη.
Εν αντιθέσει με στελέχη του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, ο Αλέξης Τσίπρας και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτικής Συμμαχίας, αφήνουν τεχνηέντως να αιωρείται το θέμα στην επιφάνεια, ακριβώς διότι θέτοντας στο επίκεντρο ένα τέτοιο ενδεχόμενο, μπορούν να αναφερθούν λιγότερο απενοχοποιημένα και ανοιχτά, στο ενδεχόμενο σχηματισμού της περιώνυμης ‘προοδευτικής διακυβέρνησης,’ στην οποία μπορεί να συμμετάσχει και το ‘ΜΕΡΑ 25.’[2]
Εστιάζοντας στις διασταυρούμενες στρατηγικές των κομμάτων που αποζητούν ως άλλοι στρατηγικού τύπου δρώντες, οφέλη, θα καταστούμε συγκεκριμένοι, λέγοντας πως ένα τέτοιο ενδεχόμενο, δηλαδή ένα ενδεχόμενο σχηματισμού τρικομματικής κυβέρνησης συνεργασίας μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής και ‘ΜΕΡΑ 25,’ μπορεί να προκύψει (και πάλι δύσκολα έως πολύ δύσκολα), μόνο ως minimum size coalition, σύμφωνα με τη διατύπωση της Βασιλικής Γεωργιάδου και του A. Lijphart. «Σε έναν τέτοιο συνασπισμό μετέχουν μόνο εκείνα τα κόμματα που η δύναμη τους εξασφαλίζει το εγγύτερο στην οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία κυβερνητικό σχήμα».
Αθροίζοντας τις έδρες τους, τα τρία κόμματα μπορούν να αποκτήσουν «οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία» και να σχηματίσουν κυβέρνηση, με το σενάριο αυτό να είναι σενάριο αποκλειστικά απλής αναλογικής.[3]
Υπό αυτό το πρίσμα, θα υπογραμμίσουμε πως ο σχηματισμός μίας τέτοιου τύπου κυβέρνησης (με ποιον πρωθυπουργό; Με ποιον υπουργό Εθνικής Οικονομίας; ) δεν μπορεί να προκύψει ως αποτέλεσμα συμμετοχής εκπροσώπων των τριών κομμάτων σε πολυήμερες διαπραγματεύσεις κατά το Γερμανικό πρότυπο, με διακύβευμα την επίτευξη εκείνων των απαραίτητων προγραμματικών-πολιτικών συγκλίσεων που θα οδηγήσουν στο σχηματισμό κυβέρνησης. Κυβέρνησης που μάλιστα θα μακροημερεύσει (πόσες ελπίδες θα έδινε ένας εξωτερικός παρατηρητής σε μία τέτοια πιθανότητα; ).
Εμβαθύνοντας περαιτέρω, θα πούμε πως ακριβώς μέσω αυτής της συζήτησης διαφαίνεται ήδη η «παραμορφωτική επίδραση»[4] κατά τον Rae, που μπορεί να αποκτήσει το σύστημα της απλής αναλογικής, καθότι, εν καιρώ προεκλογικής περιόδου ακόμη, καθιστά σε κεντρικό πολιτικό ‘παίκτη’ ένα μικρό κόμμα (‘ΜΕΡΑ 25’) που δεν είχε τέτοιο ρόλο κατά τη διάρκεια της παρελθούσας κοινοβουλευτικής περιόδου, που δεν διστάζει να θέσει εν αμφιβόλω τα αδιαπραγμάτευτα κεκτημένα της Τρίτης Ελληνικής Μεταπολιτευτικής Δημοκρατίας (συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην ΟΝΕ, συμμετοχή στο ΝΑΤΟ), που αρέσκεται να μιλά λαϊκιστικά για ‘κλεπτοκρατίες’ και ‘ολιγαρχίες,’ με τα μέλη και τους υποψήφιους βουλευτές να παρακινούνται από τον αρχηγό να κάνουν οτιδήποτε μπορούν ώστε το κόμμα όχι μόνο να υπερβεί το εκλογικό όριο του 3% αλλά να προσεγγίσει και το 4 με 4,5%.
Στην όλη συζήτηση που έχει ανοίξει και διεξάγεται αυτή την περίοδο περί συμμαχικών ‘δαιμονίων’ και όχι μόνο, παραβλέπεται συνήθως πως η στρατηγική επιδίωξη της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη προσωπικά για την επίτευξη της αυτοδυναμίας και τον σχηματισμό μονοκομματικής κυβέρνησης ανταποκρίνεται στα «ιδεοτυπικά χαρακτηριστικά»[5] που έχει η Τρίτη Ελληνική Μεταπολιτευτική Δημοκρατία, η οποία, όντας ανταγωνιστική δημοκρατία, ευνοεί τον σχηματισμό μονοκομματικών κυβερνήσεων και, συνακόλουθα, την «συγκέντρωση της εξουσίας».
Η απλή αναλογική παραμένει ‘άγνωστο’ εκλογικό σύστημα, τουλάχιστον για τις νεότερες γενιές κομματικών στελεχών, και η εξοικείωση μαζί του απαιτεί χρόνο.
[1] Ακόμη και αν εστιάσουμε μόνο στην τρέχουσα προεκλογική περίοδο, μπορούμε να δούμε πως το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής και το Βαρουφακικό ‘ΜΕΡΑ 25,’ διεκδικούν δύο διαφορετικούς ή αλλιώς, τελείως διακριτούς ρόλους: Τα μεν στελέχη του εν Ελλάδι Κεντροαριστερού πολιτικού φορέα δεν έχουν διστάσει να παραδεχθούν πως δεν τα αφήνει αδιάφορα το ενδεχόμενο συμμετοχής του κόμματος σε κυβέρνηση συνεργασίας, δηλώνοντας πως η χώρα, χάριν και της στάσης του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. δεν θα μείνει ακυβέρνητη. Τα δε στελέχη του ‘ΜΕΡΑ 25’ δεν υπαινίσσονται απλά, όσο δηλώνουν ανοιχτά και κατηγορηματικά πως αισθάνονται πολύ πιο άνετα σε ρόλο κόμματος διαμαρτυρίας και αντιπολίτευσης, σε ρόλο ενός ‘μικρού ΚΚΕ’ που βάλλει ‘κατά πάντων,’ διακινώντας σχέδια (βλέπε το περιώνυμο σχέδιο ‘Δήμητρα’), που δεν έχουν σχέση με κάποια εκ των προτέρων διαμορφωθείσα στρατηγική, αλλά, με την δημιουργία του απαραίτητου ‘θορύβου’ που θα ‘σκεπάσει’ τις θέσεις των υπολοίπων κομμάτων, ώστε να διαφανεί εναργώς στο προσκήνιο αυτό που ευαγγελίζεται το κόμμα: Την ‘ρήξη’ που κλείνεται σε πολλές πτώσεις, την ‘ρήξη’ που εμπεριέχει εντός της αυτούσιο τον ευρω-σκεπτικιστικό προσανατολισμό του κόμματος. Όσο περισσότερο λαμβάνουν χώρα συζητήσεις για το ενδεχόμενο σχηματισμού μίας τρικομματικής κυβέρνησης συνεργασίας, τόσο περισσότερο το ‘ΜΕΡΑ 25’ και τα μέλη του μετακινούνται εντός του κομματικού-πολιτικού spectrum (προς πιο Αριστερά) επιλέγοντας, αντί μίας τέτοιας κυβέρνησης, συμμαχίες και συμπράξεις με τα πέραν του ΚΚΕ αριστερά κόμματα: Με την Λαϊκή Ενότητα, με την Ανταρσία, με το νέο κόμμα Λαφαζάνη.
[2] Στο σημείο αυτό, αξίζει να σταθούμε θεωρητικά στην επιλογή της απλής αναλογικής ως συγκυριακού (με ψήφους της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας ΣΥΡΙΖΑ-Ανεξαρτήτων Ελλήνων) και όχι ως πάγιου εκλογικού συστήματος. Ως προς αυτό και εν είδει υποθέσεως εργασίας, θα επισημάνουμε πως η επιλογή της εκλογικής αναλογικής έλαβε χώρα προκειμένου να αποκτήσει ο ΣΥΡΙΖΑ εκείνη την ειδική «πολιτική βαρύτητα» για την οποία κάνει λόγο ο Ιταλός πολιτικός επιστήμονας Giovanni Sartori (ακόμη και σε περίπτωση που δεν ήσαν το πρώτο κόμμα) που θα του επιτρέψει και να κινήσει το ίδιο τις διαδικασίες για το σχηματισμό ‘προοδευτικής κυβέρνησης’ (διαπραγματεύσεις με πιθανούς κυβερνητικούς εταίρους που καλούνται να καταθέσουν τις θέσεις τους), αλλά, και να καταστεί ο πλέον σημαντικός κυβερνητικός εταίρος σε περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις ευοδωθούν, θέτοντας τις βάσεις ώστε σε επόμενη εκλογική αναμέτρηση με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής, να επικρατήσει στις εκλογές. Με μία τέτοια επιλογή, ο Αλέξης Τσίπρας και οι συν αυτών, ‘έβλεπαν μπροστά,’ σε ένα λεπτό σημείο όπου οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ δεν έσπευσαν να υπερασπιστούν με ζέση το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής συζήτησης για την αλλαγή εκλογικού συστήματος. Βλέπε σχετικά, Sartori, Giovanni., ‘Συγκριτική Συνταγματική Μηχανική. Μια διερεύνηση των Δομών, των Κινήτρων και των Αποτελεσμάτων,’ Επιμέλεια: Πελαγίδης, Θ., Μετάφραση: Πλυτά, Τ., Εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 2007.
[3] Βλέπε σχετικά, Γεωργιάδου, Βασιλική., ‘Ή Άκρα Δεξιά και οι συνέπειες της συναίνεσης. Δανία, Νορβηγία, Ολλανδία, Ελβετία, Αυστρία, Γερμανία,’ Εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα, 2008, σελ. 197. Ήδη ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην προσπάθεια του να συντηρήσει στο προσκήνιο ένα τέτοιο ενδεχόμενο, μέσω του οποίου, απλοϊκά και εσφαλμένα, θεωρεί πως μπορεί να κινητοποιήσει και ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ, δεν παύει να αναφέρεται στο ΚΚΕ και στο ενδεχόμενο παροχής ψήφου ανοχής, την στιγμή όπου το δεύτερο έχει θέση απόλυτου ‘outsider’ εντός του εγχώριου κομματικού-πολιτικού συστήματος, που συνίσταται στο τρίπτυχο: Καμία συζήτηση, καμία συμμετοχή, καμία ανοχή (πότε κατά τον Αλέξη Τσίπρα, την τελευταία τριακονταετία το ΚΚΕ συζήτησε το ενδεχόμενο παροχής ψήφου ανοχής; ) Μόνο σε δύσκολη θέση δεν φέρνουν οι κοινότοπες Συριζαϊκές αφηγήσεις την ηγετική ομάδα του Κομμουνιστικού Κόμματος, που γνωρίζει πολύ καλά πως να θέτει τέρμα σε οποιεσδήποτε συζητήσεις περί κυβερνήσεων συνεργασίας. βλέπε και, Lijphart, A., ‘Democracies: Forms, performance, and constitutional engineering,’ European Journal of Political Research, 25, 1, 1994, σελ. 1-17.
[4] Βλέπε σχετικά, Rae, D.W., ‘The political consequences of electoral laws,’ New Haven, Yale University Press, 1967. Ενθουσιάζει το ενδεχόμενο κυβερνητικής σύμπραξης του ΠΑΣΟΚ με ΣΥΡΙΖΑ και ‘ΜΕΡΑ 25’ τους ψηφοφόρους και την οργανωμένη βάση του κόμματος; Δεν διαβλέπουμε κάτι τέτοιο στον ορίζοντα. Όπως δεν παρατηρούμε να επηρεάζονται καταλυτική τα πολιτικά επιχειρήματα και η εν γένει πολιτική κουλτούρα υποψήφιων βουλευτών του Κεντροαριστερού κόμματος (για τη «μορφή των υποψηφιοτήτων» έχει μιλήσει η Βασιλική Γεωργιάδου), από ένα τέτοιο σενάριο, το οποίο δεν υποστηρίζεται από κανέναν γνωστό υποψήφιο βουλευτή.
[5] Βλέπε σχετικά, Γεωργιάδου, Βασιλική., ‘Ή Άκρα Δεξιά και οι συνέπειες της συναίνεσης. Δανία, Νορβηγία, Ολλανδία, Ελβετία, Αυστρία, Γερμανία…ό.π., σελ. 192. Ως εκ τούτου, μία ισχυρή μονοκομματική κυβέρνηση, διαθέτει μεγάλα περιθώρια «θεσμικής περιχαράκωσης» που νοείται ως η ικανότητα αντιμετώπισης κρίσεων σε θεσμικές αρένες (υπουργικό συμβούλιο, κοινοβούλιο).
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.Εντάξει