Ενενήντα τέσσερα χρόνια μετά την υπογραφή της, η Συνθήκη της Λωζάννης εξακολουθεί να βρίσκεται μόνιμα στο προσκήνιο, με την Τουρκία να είναι ο αρνητικός πρωταγωνιστής καθώς εμφανίζεται συχνά να την αμφισβητεί και την Ελλάδα, αντίθετα, να απαιτεί τον σεβασμό της από τη γειτονική χώρα.
Η αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας στο Αιγαίο και οι ισχυρισμοί περί κατοχής 18 νησιών από την Ελλάδα, προκαλούν δικαιολογημένες αντιδράσεις στην Αθήνα και προβληματισμό στη διεθνή κοινότητα. Τους ισχυρισμούς της Τουρκίας καταρρίπτει, επικαλούμενος την Συνθήκη της Λωζάννης, ο κ. Άγγελος Συρίγος αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, στην οποία ακτινογραφεί την τακτική της Άγκυρας στο Αιγαίο και τη Θράκη, την ευρύτερη περιοχή, αλλά και τα παιχνίδια εξουσίας στο εσωτερικό της Τουρκίας. Το νέο στοιχείο που προκαλεί ισχυρούς κραδασμούς στην Τουρκία, και όχι μόνο, είναι ο αγώνας των Κούρδων να αποκτήσουν δικό τους κράτος. Το δημοψήφισμα της 25ης Σεπτεμβρίου στο ιρακινό Κουρδιστάν θα αλλάξει την ροή των εξελίξεων, ίσως και της ιστορίας και αυτό προκαλεί έντονο στρες στην Άγκυρα.
Όπως επισημαίνει ο κ. Συρίγος «ασχέτως του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος, στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα θα έχουμε εξελίξεις και ριζικές ανατροπές στην περιοχή. Αυτός είναι και ο λόγος που η Τουρκία αντιδρά τόσο έντονα». Ενδεχόμενη δημιουργία κουρδικού κράτους σημαίνει τη δημιουργία νέου χάρτη στην περιοχή, θέμα για το οποίο ο κ. Συρίγος επισημαίνει ότι «με αυτό το δεδομένο θα πρέπει να θεωρούμε βέβαιο ότι εάν μπούμε κατ’ ουσία στην αλλαγή των όρων της συνθήκης της Λωζάννης, η διαδικασία αυτή δεν πρόκειται να είναι ειρηνική. Ελπίδα μας είναι η διαμάχη να επικεντρωθεί κυρίως στα μεσανατολικά σύνορα της Τουρκίας».
Για το Αιγαίο Απαντώντας σε ερώτηση για την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε νησιά του Αιγαίου, ο κ. Συρίγος επισημαίνει ότι η Τουρκία παραιτήθηκε το 1923 από οποιονδήποτε τίτλο ή δικαίωμα επί όλων των άλλων νησιών, εκτός από τα νησιά που δόθηκαν στη Τουρκία. Σχολιάζοντας τις συχνές δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων, ο κ. Συρίγος τονίζει ότι τον τελευταίο καιρό κατηγορείται ο Ερντογάν ότι «χάρισε» στην Ελλάδα 15 ή κατά άλλους 18 νησιά στο Αιγαίο. Είμαι μία ιστορία που ξεκίνησε ένας βουλευτής του κόμματος των Γκρίζων Λύκων και στη συνέχεια υιοθέτησε ολόκληρη η αντιπολίτευση. Πρόκειται, προσθέτει, για διάφορα μικρά νησιά στα οποία την τελευταία δεκαετία ο ελληνικός στρατός έχει εγκαταστήσει φρουρές για λόγους ασφαλείας. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται περί ελληνικών νησιών. Η εγκατάσταση φρουρών είναι απόρροια της ελληνικής κυριαρχίας.
Είναι μία άλλη εκδοχή των γκρίζων ζωνών που ξεκίνησαν με τα Ίμια. Στην ερώτηση αν ο Ερντογάν αμφισβητεί την Συνθήκη ή τον Κεμάλ Ατατούρκ, με τον οποίο συχνά φαίνεται να συγκρίνει τον εαυτό του, ο κ. Συρίγος απαντά: «Ο Κεμάλ ήταν εκείνος που κατέστησε τη συνθήκη της Λωζάννης ως ένα από τα σύμβολα της νέας καταστάσεως πραγμάτων. Καθιέρωσε την υπογραφή της Συνθήκης ως εορτή που συνδέεται με την ουσιαστική γένεση της σύγχρονης «Τουρκικής Δημοκρατίας». Ο ίδιος είχε κάθε λόγο να δώσει έμφαση στο γεγονός. Συνδεόταν με την αιματηρή διαδικασία ανατροπής της Συνθήκης των Σεβρών και τον προσωπικό του ρόλο. Ήταν ένα γεγονός που έδινε έντονη αυτοπεποίθηση στους Τούρκους και δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του τουρκικού εθνικισμού.
Με αυτόν τον τρόπο, ο Μουσταφά Κεμάλ αναδείχθηκε στον αδιαφιλονίκητο ηγέτη της χώρας. Εμφανίζοντας ως προσωπική του επιτυχία την ανατροπή του δυσμενούς καθεστώτος της Συνθήκης των Σεβρών, αποκτούσε το πολιτικό βάρος για να προχωρήσει σε κοινωνικές και πολιτικές ανατροπές, αδιανόητες για οποιονδήποτε άλλο Τούρκο ηγέτη. Όταν σήμερα ο Ερντογάν στρέφεται κατά της συνθήκης της Λωζάννης ουσιαστικά στρέφεται κατά του ίδιου του Κεμάλ αμφισβητώντας εκ βάθρων ό,τι δημιούργησε ο τελευταίος μετά το 1923. Αποφεύγει προς το παρόν να αναφερθεί ρητώς στον Κεμάλ. Τα βέλη του επικεντρώνονται στον Ισμέτ πασά (Ινονού) που τον κατηγορεί ότι υπέγραψε τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Ισμέτ, όμως, στη Λωζάννη λειτουργούσε υπό τις αυστηρές εντολές του τούρκου Προέδρου.. Για το αν έχουν νομική υπόσταση οι ισχυρισμοί της Τουρκίας περί κατοχής νησιών από την Ελλάδα, ο κ. Συρίγος τονίζει: «Είναι προφανές ότι οι απόψεις περί αμφιλεγόμενης κυριαρχίας επί ενός μεγάλου (πλην απροσδιόριστου) αριθμού ελληνικών νησιών στερείται νομικής βάσεως.
Το θέμα λύνεται πολύ απλά από τη συνδυασμένη ανάγνωση των άρθρων 12 και 16 της Συνθήκης της Λωζάννης. Εκεί προκύπτει σαφέστατα ότι στην τουρκική κυριαρχία περιλαμβάνονταν μόνον η Ίμβρος, η Τένεδος, οι Λαγούσες νήσοι στην είσοδο του Ελλησπόντου και όλα τα νησιά που βρίσκονταν εντός τριών μιλίων από τις τουρκικές ακτές και δεν είχαν εκχωρηθεί ρητώς στην Ελλάδα. Η Τουρκία παραιτήθηκε το 1923 από οποιονδήποτε τίτλο ή δικαίωμα επί όλων των άλλων νησιών. Αυτό σημαίνει ότι, ακόμη και εάν μπορούσε να θεωρηθεί ότι στο Αιγαίο υπήρχαν «γκρίζες ζώνες» κυριαρχίας, η Τουρκία δεν είναι το κατάλληλο κράτος για διαπραγμάτευση του καθεστώτος τους». Η Θράκη Μια σοβαρή παράμετρος των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, όπου η Τουρκία, όπως επισημαίνει ο κ. Συρίγος, προσπαθεί να λειτουργήσει ως παράλληλο κράτος. Στο ερώτημα ποιοι είναι οι στόχοι της Τουρκίας στη Θράκη, δεδομένου ότι η Συνθήκη της Λωζάννης αναφέρει τη μειονότητα ως μουσουλμανική, ο κ. Συρίγος αναλύει την τακτικής της Άγκυρας ως εξής: «Ένα από τα ακανθώδη θέματα που σχετίζονται με τη μειονότητα στη Θράκη είναι ο χαρακτηρισμός της ως θρησκευτικής, εθνικής ή γλωσσικής.
Στη Συνθήκη της Λωζάννης αναφέρεται αποκλειστικώς ο θρησκευτικός χαρακτήρας της μειονότητας. Τις πρώτες δεκαετίες του Ψυχρού Πολέμου το ελληνικό κράτος προσπάθησε να επιβάλλει τον όρο τουρκική για να χαρακτηρίσει όλη τη μειονότητα. Η ζώσα πραγματικότητα μαρτυρεί την ύπαρξη τριών διακριτών εθνοτικών μουσουλμανικών ομάδων που μιλούν τουρκικά, πομακικά και ρωμανί και φέρουν ξεχωριστά πολιτισμικά γνωρίσματα. Η επίσημη τουρκική πολιτική επιμένει στο να θεωρεί όλη τη μειονότητα τουρκική. Η ελληνική πλευρά, αν και από τη δεκαετία του 1990 αποδέχεται ρητορικά την ύπαρξη τριών διακριτών ομάδων στο εσωτερικό της μειονότητας, στην πράξη τις αντιμετωπίζει ως ένα τουρκόφωνο σύνολο το οποίο διδάσκεται υποχρεωτικώς στο σχολείο την τουρκική γλώσσα και πολιτισμό. Στην περίπτωση των Μουσουλμάνων της ελληνικής Θράκης έχουμε μία κλασική περίπτωση «μειονοτήτων μέσα στη μειονότητα» ή «εσωτερικών μειονοτήτων», όπως επίσης χαρακτηρίζονται.
Οι «μειονότητες μέσα στη μειονότητα», οι Πομάκοι και οι Τσιγγάνοι, δεν κινδυνεύουν να αφανισθούν από την κυρίαρχη πληθυσμιακή ομάδα, τους Χριστιανούς, αλλά από την κυρίαρχη εντός της μειονότητας πληθυσμιακή ομάδα, τους Τουρκόφωνους. Η Τουρκία προσπαθεί, αρκετές φορές με επιτυχία, να λειτουργήσει στην ελληνική Θράκη ως παράλληλο κράτος δίπλα στο κράτος που “συνδιοικεί “ως προς τα θέματα που αφορούν στη μουσουλμανική μειονότητα. Δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην προώθηση μειονοτικών, με τους οποίους διατηρεί στενές σχέσεις, ως υποψηφίων σε πολιτικές, δημοτικές και περιφερειακές εκλογές. Ένα άλλο σημείο αφορά την οικονομική διείσδυση στην περιοχή. Αυτή επιχειρείται με την ενθάρρυνση δημιουργίας επιχειρήσεων στην περιοχή είτε από μειονοτικούς είτε από επιχειρήσεις από την Τουρκία. Παράλληλα στο προξενείο συνεχίζονται διάφορες «παραδοσιακές» δραστηριότητες της Τουρκίας στην περιοχή.
Δίδονται αφειδώς υποτροφίες για να πάνε νεαροί μαθητές του Γυμνασίου να σπουδάσουν στην Τουρκία• προσφέρονται δυνατότητες για συνέχιση των σπουδών σε τουρκικά πανεπιστήμια και ασκείται έλεγχος των ανεπιθύμητων σπουδαστών μέσω της βίζας• ενισχύεται ο έλεγχος επί των ιμάμηδων• διατηρείται η μαύρη λίστα για τις βίζες που χρειάζονται οι μουσουλμάνοι για επισκέψεις στην Τουρκία. Αμετακίνητος στόχος παραμένει βεβαίως η συγχώνευση των Πομάκων και Αθίγγανων με τους Τουρκογενείς». Τα σημερινά δεδομένα Μόλις προ ημερών, σύμφωνα με δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων εκφράστηκε ικανοποίηση γιατί με την Συνθήκη της Λωζάννης, η χώρα τους έσκισε την Συνθήκη των Σεβρών(που προέβλεπε την δημιουργία κουρδικού κράτους), έχοντας προφανώς στραμμένο το βλέμμα στο δημοψήφισμα της 25ης Σεπτεμβρίου στο ιρακινό Κουρδιστάν.
Στο ερώτημα, τι αλλαγές μπορεί να σηματοδοτήσει αυτό το δημοψήφισμα, ο κ. Συρίγος απαντά: «Ένα από τα προβλήματα που προέκυψαν στη συνδιάσκεψη της Λωζάννης σχετιζόταν με την κατοχή των περιοχών της Μοσούλης (ανατολικά προς το Ιράκ). Οι περιοχές αυτές βρίσκονταν υπό την κατοχή των Συμμάχων όταν υπεγράφη το 1918 η ανακωχή του Μούδρου (και το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου για την Τουρκία); Ή ήσαν στην κατοχή του οθωμανικού στρατού και συνεπώς έπρεπε να περιληφθούν στην Τουρκία; Το θέμα παρέμεινε εκκρεμές κατά τη Συνθήκη της Λωζάννης. Τελικώς, τον Νοέμβριο του 1925 το Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης κατακύρωσε την περιοχή στο Ιράκ που τότε βρισκόταν υπό βρετανική εντολή. Ήταν μία απόφαση που συχνά χρησιμοποιείται από αναλυτές για να εξηγήσει την απέχθεια με την οποία αντιμετωπίζουν έκτοτε οι Τούρκοι οποιαδήποτε πρόταση για επίλυση θεμάτων μέσω διεθνούς δικαιοδοτικού οργάνου. Οι Τούρκοι επιδιώκουν να ανατρέψουν αυτή την κατάσταση όχι μόνον διότι ορέγονται τους πλούσιους υδρογονάνθρακες της περιοχής.
Διαπιστώνουν καθημερινά ότι οι περιοχές αυτές ήδη λειτουργούν ως πρόπλασμα ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους που σε βάθος χρόνου θα οδηγήσει σε διαμελισμό και της ίδια της Τουρκίας. Στο ερώτημα αν η δημιουργία ενός νέου χάρτη μπορεί να επηρεάσει την Συνθήκη της Λωζάννης ο κ. Συρίγος αφήνει σαφώς να εννοηθεί ότι βρίσκονται σε εξέλιξη ανακατατάξεις στην περιοχή. Είναι σαφές, προσθέτει, ότι το ισχυρότερο κράτος της περιοχής, το Ισραήλ, εδώ και μία δεκαετία περίπου κινείται στη λογική δημιουργίας ενός ανεξάρτητου Κουρδιστάν. Η παρουσία των Κούρδων σε τέσσερα κράτη (Τουρκία, Ιράκ, Συρία και Ιράν) σημαίνει ότι όποιος τους επηρεάζει, θα μπορεί να επηρεάζει και τα συγκεκριμένα κράτη. Αυτό ενδιαφέρει το Ισραήλ κυρίως λόγω Ιράν. Όταν το 2006 το Ισραήλ εισέβαλε επί 34 ημέρες στον Λίβανο, συνάντησε τη λυσσώδη αντίσταση της Χεζμπολάχ που υποστηρίζεται από το Ιράν.
Έκτοτε θεωρεί ότι οι Κούρδοι μπορούν να γίνουν η δική του «Χεζμπολάχ» στην ευρύτερη περιοχή. Εξ άλλου οι Κούρδοι είναι ένας μη αραβικός λαός και ίσως ο μόνος στην ευρύτερη περιοχή που βλέπει με τόση συμπάθεια τη Δύση. Οι προσδοκίες του Ισραήλ για τους Κούρδους είναι ο πραγματικός λόγος της επιδεινώσεως των σχέσεων της Άγκυρας με το Τελ Αβίβ. Το επιφαινόμενο ήταν η απόφαση της Τουρκία να υποστηρίξει την διάσπαση του αποκλεισμού της Γάζας. Επομένως, ασχέτως του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος, στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα θα έχουν εξελίξεις και ριζικές ανατροπές στην περιοχή. Αυτός είναι και ο λόγος που η Τουρκία αντιδρά τόσο έντονα. Στο ερώτημα, αν τελικά η Συνθήκη της Λωζάννης είναι ισχυρή ή τρίζει, ο κ. Συρίγος απομυθοποιεί τον θόρυβο που γίνεται επισημαίνοντας τα ουσιώδη, ότι: «Οι περισσότερες διατάξεις της συνθήκης της Λωζάννης είναι πρακτικώς αδιάφορες στις αρχές του 21ου αιώνα ή έχουν αντικατασταθεί από νεότερα κείμενα, ιδίως στο θέμα της προστασίας των μειονοτικών δικαιωμάτων. Η εμμονή των δύο χωρών στην επίκληση της συνθήκης οφείλεται στο γεγονός ότι ρυθμίζει τα θέματα των συνόρων και των μειονοτήτων.
Όσο οι σχέσεις των δύο χωρών επιστρέφουν συνέχεια σε εντελώς βασικά και αυτονόητα θέματα, όπως τα σύνορα, η συζήτηση υποχρεωτικά αναφέρεται στη Συνθήκη της Λωζάννης. Οι συνθήκες που θεσπίζουν συνοριακές γραμμές περιβάλλονται με ιδιαίτερο κύρος. Η Σύμβαση της Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών του 1968 (άρθρο 62.2.α) εξαιρεί ρητώς τις συνθήκες από την εφαρμογή της ρήτρας της θεμελιώδους μεταβολής των περιστάσεων (rebus sic standibus).
Ο λόγος της εξαιρέσεώς τους είναι η προστασία του συνοριακού status quo και η θέσπιση του απαραβίαστου των συνοριακών ρυθμίσεων. Με αυτό το δεδομένο θα πρέπει να θεωρούμε βέβαιο ότι εάν μπούμε κατ’ ουσία στην αλλαγή των όρων της συνθήκης της Λωζάννης, η διαδικασία αυτή δεν πρόκειται να είναι ειρηνική. Ελπίδα μας είναι η διαμάχη να επικεντρωθεί κυρίως στα μεσανατολικά σύνορα της Τουρκίας». Αποτίμηση Αποτιμώντας, τέλος, την εφαρμογή της Συνθήκης επί 94 χρόνια, ο κ. Συρίγος αναφέρει ότι για την Ελλάδα η Συνθήκη της Λωζάννης απετέλεσε το ουσιαστικό τέλος της πολιτικής της Μεγάλης Ιδέας μετά από έναν αιώνα ζωής και προσθέτει: «Η απομάκρυνση των Ελλήνων από τις προαιώνιες εστίες τους στη Μικρά Ασία και την ανατολική Θράκη περιόρισε δραματικά τους ελληνικούς πληθυσμούς που βρίσκονταν εκτός των ορίων του ελληνικού κράτους. Η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού πολιτικού κόσμου αποδέχθηκε ως οριστικές τις διευθετήσεις και τα σύνορα του 1923 με την Τουρκία.
Προτεραιότητα πλέον αποκτούσε η διασφάλιση των ορίων του κράτους και η αποκατάσταση των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων. Με τους πρόσφυγες, η Ελλάδα, πέραν της θρησκευτικής, αποκτούσε και φυλετική ομοιογένεια. Αυτό ήταν ιδιαιτέρως κρίσιμο στην περιοχή της Μακεδονίας. Αλλά και για την Τουρκία η Συνθήκη της Λωζάννης αποτελεί ορόσημο. Με αυτήν οριστικοποιήθηκε ο διαμελισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ανατράπηκε το καθεστώς που προέβλεπε η Συνθήκη των Σεβρών και διασφαλίσθηκε η Μικρά Ασία ως έδαφος του εθνικού τουρκικού κράτους και «μητέρα πατρίδα». Η Τουρκία μέσα σε δέκα έτη είχε χάσει επαρχίες που για αιώνες ήσαν οθωμανικές. Η Συνθήκη της Λωζάννης σιώπησε για την υπό τραγικές συνθήκες εκκαθάριση των μη μουσουλμανικών πληθυσμών. Η εκκωφαντική αυτή σιωπή αποτέλεσε έμμεση επιβράβευση των νεοτουρκικών/κεμαλικών πολιτικών κατά των μειονοτήτων.
Αν και η συνθήκη εφαρμόσθηκε από την πρώτη στιγμή πλημμελώς σε αρκετά θέματα, αποτέλεσε σημείο αναφοράς στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και έχει προσλάβει διαστάσεις σχεδόν μυθικές. Είναι χαρακτηριστικό ότι και από τις δύο πλευρές η συνήθης κατηγορία έναντι της άλλης πλευράς είναι ότι επιδιώκει παραβίαση και ανατροπή της συνθήκης. Και οι δύο χώρες εξακολουθούν με αξιοθαύμαστη συνέπεια να επικαλούνται τις διατάξεις της συνθήκης. Συνήθως μόνον ιστορικοί ασχολούνται με ένα διεθνές κείμενο που συνετάγη σχεδόν πριν από έναν αιώνα».
ΑΠΕ-ΜΠΕ