Συνέντευξη του υπουργού Επικρατείας και Κυβερνητικού Εκπροσώπου, Δημήτρη Τζανακόπουλου, στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και στον Νίκο Παπαδημητρίου.
ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Πώς θα πορευτεί στο εξής η ελληνική Πολιτεία, κύριε υπουργέ, στο θέμα της κράτησης των δύο στρατιωτικών από τις τουρκικές αρχές;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Η κυβέρνηση αντιμετώπισε το ζήτημα από την πρώτη στιγμή με τη δέουσα σοβαρότητα και νηφαλιότητα, με γνώμονα την ασφάλεια των δύο αξιωματικών του Ελληνικού Στρατού. Οι προσπάθειες στο διπλωματικό επίπεδο είναι διαρκείς, ώστε να επιστρέψουν στη χώρα οι δύο αξιωματικοί και ευελπιστούμε ότι σύντομα θα ολοκληρωθούν οι εκ του νόμου προβλεπόμενες διαδικασίες από την πλευρά της Τουρκίας, ώστε να λήξει το συγκεκριμένο ζήτημα. Αυτή η εξέλιξη είναι προς το συμφέρον και της Τουρκίας η οποία πρέπει να κατανοήσει ότι οι εντάσεις και η όξυνση δεν εξυπηρετούν κανέναν ειδικά σε μια τεταμένη περίοδο για την ευρύτερη περιοχή.
ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Είναι ορθό το συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση δεν αποκλείει το περιστατικό να εντάσσεται σε μια γενικότερη στρατηγική έντασης εκ μέρους της ‘Άγκυρας;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Δεν είναι ορθό να προβαίνουμε σε συμπεράσματα, από τη στιγμή που το περιστατικό καθ’ αυτό συνέβη λόγω μια στιγμιαίας λανθασμένης εκτίμησης των δύο Ελλήνων αξιωματικών, οι οποίοι βρέθηκαν σε τουρκικό έδαφος. Είναι όμως δεδομένο ότι το τελευταίο διάστημα -ακόμα και πριν το περιστατικό- η Τουρκία δεν συμπεριφέρεται με τρόπο ο οποίος συνάδει με τις αρχές της καλής γειτονίας, τις οποίες επιδιώκει η Ελλάδα όχι μόνο έναντι της Τουρκίας αλλά και όλων των χωρών με τις οποίες συνορεύει.
ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Αν είναι έτσι, γιατί η κυβέρνηση αποκλείει την ανταλλαγή των δύο Ελλήνων στρατιωτικών με τους οκτώ Τούρκους;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Η πρόταση αυτή είναι πολλαπλώς προβληματική, διότι στη βάση της είναι σαν να συζητάμε για ανταλλαγή αιχμαλώτων. Υπάρχουν οι νόμιμες διαδικασίες κάθε κράτους, διεθνές δίκαιο, διπλωματικοί και πολιτικοί δίαυλοι που μας δίνουν τη δυνατότητα να επιλύσουμε τα όποια ζητήματα προκύπτουν ανάμεσα στις δύο χώρες. Όμως είναι σαφές ότι οι δύο περιπτώσεις δεν έχουν απολύτως ουδεμία συσχέτιση μεταξύ τους. Η Ελλάδα δεν συζητά κανενός είδους ανταλλαγή, όπως άλλωστε και η Τουρκία, θέση που προκύπτει από την πρόσφατη επίσημη τοποθέτηση του εκπροσώπου της τουρκικής κυβέρνησης.
ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Τόσο ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης όσο και μερίδα των μέσων ενημέρωσης κατηγόρησαν την κυβέρνηση ότι υποτίμησε τη διαρκώς κλιμακούμενη επιθετικότητα της Τουρκίας όχι μόνο στο Αιγαίο, αλλά και στην Κύπρο. Είναι έτσι, κύριε εκπρόσωπε;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Κύριε Παπαδημητρίου, τα κυριαρχικά δικαιώματα και η εδαφική ακεραιότητα της χώρας διασφαλίζονται με αποφασιστικότητα, νηφαλιότητα και ψυχραιμία. Δεν διασφαλίζονται με κραυγές και εθνικιστικές κορώνες. Ο κ. Μητσοτάκης και τα μέσα ενημέρωσης που τον στηρίζουν, αντί να διατηρήσουν υπεύθυνη εθνική στάση, χορεύουν στον χορό των ακροδεξιών της Ν.Δ., αλλά και των εθνικιστικών κύκλων που υπάρχουν στην Τουρκία. Η Ελλάδα, από την πρώτη στιγμή, αντέδρασε με αποφασιστικό τρόπο απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις, ο πρωθυπουργός ενώπιον του κ. Ερντογάν έθεσε με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο τα όρια εντός των οποίων πρέπει να κινούνται οι διμερείς μας σχέσεις με τη γείτονα και τέλος, από κοινού με τον Κύπριο Πρόεδρο έθεσαν εμφατικά το ζήτημα στην πρόσφατη ‘Άτυπη Σύνοδο Κορυφής των Βρυξελλών, από την οποία προέκυψε και η απόλυτη καταδίκη της τουρκικής προκλητικότητας, δια των δηλώσεων του κ. Τουσκ.
Επομένως, ο κ. Μητσοτάκης ως επικεφαλής ενός κόμματος στο οποίο ηγεμονεύει η ακροδεξιά, μπορεί να θεωρεί ενδεδειγμένη εξωτερική πολιτική τους λεονταρισμούς, όμως η χώρα ευτυχώς θα συνεχίσει να συμπεριφέρεται ως μια ισχυρή δημοκρατία του δυτικού κόσμου, ένα κράτος – μέλος διεθνών οργανισμών που της εξασφαλίζουν συμμαχίες και διεθνή στήριξη απέναντι σε πιθανές προκλήσεις από όπου και αν αυτές προέρχονται.
ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Έχετε χαρακτηρίσει -και πρόσφατα- επιτυχημένη την επίσκεψη του Τούρκου Προέδρου στην Αθήνα. Από τότε μέχρι σήμερα, τι έχει αλλάξει;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Φυσικά και ήταν επιτυχημένη. Αφενός, δόθηκε η δυνατότητα να διευρυνθούν οι δίαυλοι επικοινωνίας ανάμεσα στις δύο πλευρές και να προωθηθούν μέτρα για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης, αφετέρου όμως κατέστη σαφές από τον Έλληνα πρωθυπουργό προς τον Τούρκο Πρόεδρο ότι η Ελλάδα δεν είναι διατεθειμένη να μπει ούτε σε παιχνίδια αμφισβήτησης της εδαφικής της ακεραιότητας ούτε να αποδεχθεί αμφισβητήσεις διεθνών συνθηκών που δεσμεύουν τα δύο κράτη. Από εκεί και πέρα, τους τελευταίους μήνες, η Τουρκία ασκεί μια εξωτερική πολιτική που επικαθορίζεται από τις εξελίξεις στο Συριακό και το Κουρδικό. Θεωρεί ότι το να ανοίξει πολλά μέτωπα ταυτόχρονα ενισχύει τη διαπραγματευτική της δύναμη έναντι των ΗΠΑ, κυρίως για να αποφύγει δυσάρεστες για εκείνη εξελίξεις στα βόρεια σύνορα της.
Η στάση αυτή, όμως, είναι και επικίνδυνη και αναποτελεσματική, καθώς δεν συμβάλλει επ’ ουδενί στη διατήρηση της σταθερότητας και της ασφάλειας στην περιοχή και αναδεικνύει την Τουρκία ως δύναμη αστάθειας και αβεβαιότητας. Η Ελλάδα, όμως, δεν πρόκειται να δεχθεί κανενός είδους προκλήσεις από αυτήν την ανεύθυνη και κοντόφθαλμη στάση της Τουρκίας. Η χώρα μας δεν είναι στα λόγια, αλλά στην πράξη ο πυλώνας σταθερότητας σε μια ευρύτερα αποσταθεροποιημένη περιοχή.
ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Ποια η εκτίμηση της ελληνικής κυβέρνησης, στο άλλο πεδίο έντασης, την κυπριακή ΑΟΖ; Η αμερικανική εμπλοκή, σε συνδυασμό με την ένταση μεταξύ ΗΠΑ και Τουρκίας στη Συρία, πού μπορεί να οδηγήσει;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Σας είπα και προηγουμένως ότι η γενικότερη στάση της Τουρκίας στην περιοχή είναι ανεύθυνη και κοντόφθαλμη. Διότι θεωρεί ότι μέσω μιας στρατηγικής διαρκών προκλήσεων θα επιτύχει τους όποιους σκοπούς της. Αυτή είναι μια στρατηγική που στις σημερινές συνθήκες, με την ισχύ του διεθνούς δικαίου και της ύπαρξης των διεθνών οργανισμών, είναι απολύτως ατελέσφορη. Τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι κατοχυρωμένα, σεβαστά και η άσκησή τους αποτελεί υπόθεση μοναχά της ίδιας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δεν έχει κανένα απολύτως δικαίωμα η Τουρκία να θεωρεί ότι έχει λόγο στο τι θα πράξει και τι όχι η Κυπριακή Δημοκρατία. Επομένως, η Τουρκία πρέπει να καταλάβει άμεσα ότι αυτή της η στάση θα καταλήξει σύντομα σε αδιέξοδο και θα εντείνει τη διεθνή της απομόνωση. Διότι, όσο και αν διαφωνεί με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και τον σεβασμό των κυριαρχικών δικαιωμάτων των γειτόνων της, αυτά είναι κατοχυρωμένα και διασφαλισμένα από το σύνολο της διεθνούς κοινότητας.
ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Οι πολίτες αγωνιούν, κύριε εκπρόσωπε. Πότε τα θετικά μηνύματα στην οικονομία θα αποτυπωθούν με μεγαλύτερη ενάργεια στην καθημερινότητα;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Βρισκόμαστε σε μια περίοδο διαρκούς ανάκαμψης των βασικών μεγεθών και των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας. Το 2017 ήταν το έτος που καταγράφηκε, μετά από χρόνια ύφεσης και στασιμότητας μια σημαντική αύξηση του ΑΕΠ. Η ανεργία έχει περιοριστεί κατά επτά μονάδες και 320.000 περισσότερες θέσεις εργασίας έχουν δημιουργηθεί την τελευταία τριετία. Παράλληλα, οι άμεσες ξένες επενδύσεις, οι εξαγωγές, ο τουρισμός, η μεταποίηση, ο κατασκευαστικός κλάδος καταγράφουν ιστορικά ρεκόρ. Όλα αυτά σε ένα περιβάλλον αδιατάρακτης δημοσιονομικής σταθερότητας και ασφάλειας. Την ίδια στιγμή, οι τιμές των ελληνικών ομολόγων βρίσκονται σταθερά σε χαμηλό δεκαετίας, ενώ οι οίκοι αξιολόγησης διαρκώς αναβαθμίζουν τη θέση και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Όλα τα παραπάνω, οδηγούν στην ασφαλή και οριστική έξοδο της χώρας από την περίοδο των μνημονίων και της ασφυκτικής επιτήρησης, τον ερχόμενο Αύγουστο. Είναι λοιπόν δεδομένο, ότι βρισκόμαστε σε μια φάση όπου διαρκώς θα διευρύνονται τα περιθώρια άσκησης πολιτικής και εκ των πραγμάτων, όπως έχει αποδείξει καθ’ όλη τη θητεία της η κυβέρνηση, η πολιτική αυτή είναι μεροληπτική υπέρ της κοινωνικής πλειοψηφίας.
ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Επιπλέον, πόσο «σφικτή» θα είναι η επιτήρηση μετά τον Μάιο; Σε ποιους τομείς θα έχει μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων η κυβέρνηση;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Υπάρχουν συγκεκριμένοι μηχανισμοί εποπτείας για την περίοδο μετά τη λήξη των προγραμμάτων σε όσες χώρες, βρέθηκαν σε αυτή τη θέση. Αυτή είναι και η βασική κατεύθυνση που αναμένεται να ακολουθηθεί και στην περίπτωση της Ελλάδας. Όλοι κατανοούν ότι η ασφυκτική επιτροπεία σε μία χώρα, που πλέον για μια τριετία καταγράφει διαρκώς δημοσιονομική υπεραπόδοση, είναι αχρείαστη και εκτός των πραγματικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι είμαστε διατεθειμένοι να διακινδυνεύσουμε όσα κατάφερε με τις θυσίες του ο ελληνικός λαός. ‘Άλλωστε, η δημοσιονομική διαδρομή για τα επόμενα χρόνια έχει καθοριστεί. Επομένως, θα διαχειριστούμε με τη δέουσα σοβαρότητα και τις απαραίτητες κοινωνικές ιεραρχήσεις, την ελευθερία κινήσεων που θα ανακτήσουμε μετά το τέλος του ελληνικού προγράμματος.
ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Στις διαβουλεύσεις με την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας έχει τρέξει «νερό» πια. Ποια εκτιμάτε ότι θα είναι η συνέχεια; Ποιες οι «κόκκινες γραμμές» της χώρας μας;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Η διαδικασία των διαπραγματεύσεων είναι δυναμική, επομένως είναι άστοχο να προβούμε σε εκτιμήσεις. Το δεδομένο είναι ότι υπάρχει και από τις δύο πλευρές διάθεση για ουσιαστικό διάλογο, ώστε να καταλήξουμε σε μια αμοιβαία αποδεκτή λύση. Μια λύση, η οποία όσον αφορά την Ελλάδα δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει μια σύνθετη ονομασία της γείτονος που θα ισχύει erga omnes και φυσικά απόρριψη κάθε στοιχείου αλυτρωτισμού. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, και στη βάση των παραπάνω αρχών που αποτελούν την εθνική γραμμή της χώρας για περισσότερο από μια δεκαετία, η βούληση μας για λύση είναι δεδομένη.
ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Τόσο ο κ. Μητσοτάκης όσο και ο εμπορικός κόσμος στηλιτεύουν τους βανδαλισμούς καταστημάτων. Διαπιστώνεται εξάλλου έξαρση της βίας, τόσο από ομάδες ακροδεξιών όσο όμως και από τον χώρο των αντιεξουσιαστών. Είναι κάτι που ανησυχεί την κυβέρνηση; Πώς θα αντιμετωπίσει το φαινόμενο;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Είναι άλλο πράγμα η αντιμετώπιση της μητροπολιτικής βίας και άλλο πράγμα η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας -από όπου και αν προέρχεται- αλλά και των οργανωμένων συμμοριών νεοναζί που διέθεταν στην κατοχή τους οπλισμό και απειλούσαν να σκορπίσουν τον θάνατο.
Το ζήτημα της μητροπολιτικής βίας δεν προέκυψε χθες. Είναι ένα φαινόμενο το οποίο κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν και προηγούμενες κυβερνήσεις και μάλιστα σε έκταση πολύ μεγαλύτερη από τη σημερινή κατάσταση. Το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και η ΕΛ.ΑΣ. λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα, ώστε να εγγυηθούν την ασφάλεια στην πρωτεύουσα και βλέπουμε ότι ήδη η κατάσταση έχει αποκλιμακωθεί σε σημαντικό βαθμό.
Από εκεί και πέρα, η εξάρθρωση των νεοναζιστικών συμμοριών αποτελεί ένα ισχυρό πλήγμα της δημοκρατικής και ευνομούμενης πολιτείας απέναντι σε χιτλερικούς δολοφόνους, που συμμετείχαν και προετοίμαζαν επιθέσεις στις οποίες είναι δεδομένο ότι θα θρηνούσαμε θύματα. Μιλάμε για ανθρώπους που είχαν στην κατοχή τους πενήντα κιλά νιτρικής αμμωνίας, δηλαδή ποσότητα ικανή να γκρεμίσει ένα οικοδομικό τετράγωνο. Η αστυνομική έρευνα, σχετικά με τη δράση των νεοναζιστικών συμμοριών, συνεχίζεται και στόχος είναι η τελική εξάρθρωση και διάλυση τους.
Φυσικά, ο κ. Μητσοτάκης που συνεχίζει να συνδέει την τρομοκρατία με την Αριστερά μάλλον θα πρέπει να αναθεωρήσει κάποια στιγμή. Διότι οι δολοφόνοι με τις σβάστικες όχι απλά δεν έχουν καμία σχέση με την Αριστερά, αλλά αποτελούν τον απόλυτο και ιστορικό εχθρό της.
ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Ποιο το συμπέρασμα από τις κάλπες της Ιταλίας; Ποιο το μήνυμα για την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, αλλά και ποιο το μήνυμα για την ευρωπαϊκή Αριστερά;
ΤΖΑΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: Όπως σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, η απόφαση του ιταλικού λαού είναι απολύτως σεβαστή. Προσφέρεται όμως και για έναν εκτεταμένο προβληματισμό. Είναι δεδομένο ότι το αποτέλεσμα των ιταλικών εκλογών δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία. Έρχεται να προστεθεί στις πολιτικές εξελίξεις των προηγούμενων ετών στην Ευρώπη που καθορίζονται από τη λαϊκή δυσαρέσκεια για τις πολιτικές της λιτότητας και τη νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση που έχει πάρει η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Το βέβαιο είναι ότι η περίοδος της πολιτικής ρευστότητας και των ανακατατάξεων που πυροδότησε η οικονομική κρίση του 2008 κάθε άλλο παρά έχει κλείσει. Το ερώτημα που προκύπτει αυτήν τη στιγμή είναι ποια πολιτική δύναμη θα καταφέρει να εκφράσει αυτήν τη λαϊκή δυσαρέσκεια και με τι πρόσημο.
Από το αποτέλεσμα των ιταλικών εκλογών προκύπτει ότι το ερώτημα δεν έχει βεβαίως απαντηθεί, αλλά παραμένει ανοιχτό.
Η άνοδος της ακροδεξιάς και των νεοφασιστών μάς προβληματίζει ιδιαίτερα ενώ βλέπουμε ότι οι περισσότεροι ψηφοφόροι της Αριστεράς στράφηκαν προς το αντιφατικό «κίνημα των πέντε αστέρων».
Αυτό αποδεικνύει την αδυναμία της σοσιαλδημοκρατίας και της Αριστεράς στην Ιταλία να εκφράσουν τις αγωνίες και τις ανάγκες του ιταλικού λαού. Η ιταλική Αριστερά αποτέλεσε ιστορικά ένα σημείο αναφοράς για την ανανέωση και τη διεύρυνση των αξιών της δημοκρατίας και της εργατικής χειραφέτησης και είναι σαφές ότι χρειάζεται να εργαστεί σκληρά, σε κατεύθυνση πρωτίστως ενωτική και με στόχο την επανασύνδεση της με τον κόσμο της εργασίας και τη νεολαία. Όπως και να έχει, αναμένουμε με ενδιαφέρον, τις διεργασίες για τη συγκρότηση της νέας ιταλικής κυβέρνησης και σε κάθε περίπτωση θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε για τη διατήρηση και τη διεύρυνση των εξαιρετικών διμερών σχέσεων και της σταθερής συνεργασίας με τη φίλη γείτονα χώρα.