Ακολουθεί μία διαφορετική, πιο προσωπική συνέντευξη του Τάσου Μπαρτζώκα, στην Εφημερίδα “Απογευματινή της Κυριακής” της 17/03/2024 και στην δημοσιογράφο Κέλλυ Κοντογεώργη:
Ο Δαπίτης που ονειρευόταν το ΝΒΑ, αλλά «ξύπνησε» πολιτικός
Ο Τάσος Μπαρτζώκας, βουλευτής Ημαθίας με τη Νέα Δημοκρατία, μιλά για το ξεκίνημα και την πορεία του στην πολιτική, ενώ αποκαλύπτει και άγνωστες πτυχές της προσωπικής του ζωής.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μελίκη Ημαθίας. Σχολείο, μαθητής, έφηβος όλες οι αναμνήσεις του εκεί. Φοίτησε στη Νομική στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης στην Κομοτηνή. Εκεί πέρασε τα πιο δημιουργικά του χρόνια. «Εκεί σπούδασα, εκεί ασχολήθηκα από την πρώτη στιγμή με τη ΔΑΠ. Μπορώ να πω ότι πρώτα γράφτηκα στα τραπεζάκια της ΔΑΠ και μετά γράφτηκα στη σχολή», περιγράφει με παιδικό αυθορμητισμό. Ακόμη, πολύ πριν πετύχει στη Νομική, «ήθελα να ενταχθώ στη νεολαία από το σχολείο. Είχα αποφασίσει σχεδόν από τη Β ‘ Γυμνασίου τι ήθελα να γίνω όταν μεγαλώσω, τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου». Λιοντάρι στο ζώδιο, Σαββατογεννημένος, αποφασιστικός, δυναμικός, διορατικός με αλάνθαστο ένστικτο και στα καλά και στα κακά.. Αυθόρμητος, δυναμικός, με χαρακτήρα εκρηκτικό, που όμως καταφέρνει να τον τιθασεύσει. Πιστεύει στη δύναμη του μυαλού! Τίποτε δεν αφήνει να πέσει κάτω. Όταν βλέπει γύρω του δυσκολίες, αναζητά λύσεις. Αυτός άλλωστε, όπως περιγράφει, είναι και ο λόγος που ήθελε να ασχοληθεί με τα κοινά. «Ήθελα πάντα να αποτελώ μέρος της λύσης και όχι να απέχω από μία προσπάθεια ενός τόπου, μιας κοινωνίας να λύσει τα προβλήματα της».
Από μικρός, όταν φανταζόταν τη μεγαλύτερη εκδοχή του εαυτού του, «πάντα είχα μέσα μου την πολιτική, τα κοινά. Δεν άλλαξα ποτέ άποψη. Στην Α’ Γυμνασίου σκεφτόμουν να γίνω γιατρός, αλλά πολύ σύντομα την εγκατέλειψα την ιδέα». Στην οικογένεια του δεν υπάρχει κάποιος πολιτικός, ωστόσο οι γονείς του ήταν πάντα πολιτικοποιημένοι. Όσα έλεγε, όταν ήταν μικρός, πως τα άκουγαν οι δικοί του; «Σε μια οικογένεια ιδιαίτερα η μάνα σκέφτεται πιο ορθολογικά και αγχώνεται γι’ αυτά που τα παιδιά θέλουν να ακολουθήσουν. Άρα το να ασχοληθώ με την πολιτική πάντα για τη μητέρα φαντάζει δύσβατο, δύσκολο. Ήταν επιφυλακτικοί, αλλά υπηρέτησαν και στήριξαν με πάθος τις επιλογές μου και αυτό τους το χρωστάω».
Περιγράφει πως «μεγάλωσα με πολλή αγάπη. Μοιάζω και στους δύο γονείς μου. Έχω αδυναμία και στους δύο, αλλά η μαμά ήταν υπερπροστατευτική. Ο μπαμπάς είναι πιο σοβαρός, πιο μειλίχιος, μετρημένος. Στα δύσκολα, τον πρώτο που θα πάρω είναι ο πατέρας μου. Ακόμα και τώρα. Νιώθω πολύ τυχερός και για την οικογένεια όπου μεγάλωσα και για την οικογένεια που απέκτησα». Ο μπαμπάς ήταν δάσκαλος, η μαμά ήταν έμπορος, με δικό της κατάστημα αθλητικών ειδών. «Τον είχα δάσκαλο τον πατέρα μου και το θεωρούσα ατυχία. Μάλιστα, μου το θυμίζει ότι του είχα πει πως νιώθω άτυχος που τον έχω δάσκαλο, γιατί ήταν πιο αυστηρός μαζί μου από όποιο άλλο παιδί».
«Μεγάλωσα μέσα στο μαγαζί της μητέρας μου. Έχω βιώσει από πολύ μικρός τις αγωνίες των επαγγελματιών, πως είναι κάθε βράδυ να σκέφτεσαι τις επιταγές, τα έξοδα του μήνα, το άγχος που έχει ο ελεύθερος επαγγελματίας για τις παραγγελίες. Τις ημέρες που δεν είχα σχολείο πήγαινα στο μαγαζί, μου άρεσε πάρα πολύ». Όταν η μητέρα του αποφάσισε να κλείσει το κατάστημα, ο Τ. Μπαρτζώκας ήταν ήδη δικηγόρος. «Είχα στενοχωρηθεί πολύ και έψαχνα έναν τρόπο να το κρατήσουμε. Μεγάλωσα μέσα σε αυτό».
Θυμάμαι το 1998, που ήταν στη ΔΑΠ. «Από τότε θυμάμαι τους αγώνες που κάναμε να πείσουμε τους φοιτητές και την κοινωνία για τα μη κρατικά Πανεπιστήμια. Αυτό που πριν από λίγες ημέρες ψηφίστηκε, εμείς 30 χρόνια παλεύαμε να πείσουμε την κοινωνία. Η κοινωνία μάς έχει προσπεράσει και το θέλει περισσότερο».
Αμέσως μετά τις Νομικές σπουδές μετακομίζει στη Θεσσαλονίκη. Τα νεανικά του χρόνια, «από τα 23 μέχρι τα 35 μου έζησα στη Θεσσαλονίκη. Εκεί γνώρισα και την γυναίκα μου». Το ειδύλλιό τους γεννήθηκε «όταν έδινα για άδεια δικηγορίας, το ίδιο και η Έλλη, που είναι επίσης δικηγόρος. Γνωριστήκαμε στους διαδρόμους των δικαστηρίων ως ασκούμενος και έβαλα μέσον… κάποιους κοινούς γνωστούς για να τη γνωρίσω. Στην αρχή δυσκολευτήκαμε, δε μου έκαναν το ρουσφέτι… αλλά εγώ επέμενα αρκετά και τελικά τα κατάφερα μόνος μου. Οπλίστηκα με θάρρος και στα ίσα της ζήτησα να πάμε για έναν καφέ να γνωριστούμε.. Και μετά έδεσε το γλυκό». Με την Έλλη Δεληγιάννη παντρεύτηκαν το 2014. «Το 2007 γνωριστήκαμε, το 2014 παντρευτήκαμε και μετακομίσαμε στη Βέροια. Ο γιος μας Στέργιος γεννήθηκε το 2015». Διατηρεί το δικηγορικό του γραφείο στη Βέροια μαζί με τη σύζυγό του. «Στην ουσία το αφεντικό του γραφείου είναι η Έλλη».
Σαββατογεννημένος, ό,τι λέει γίνεται; «Συνήθως ναι, και συνήθως ό,τι σκέφτομαι γίνεται. Αν σκεφτώ κάτι αρνητικό θα το εξωτερικεύσω πλέον για να προλάβω να μη γίνει. Γενικά είμαι πάρα πολύ παρατηρητικός, το μάτι μου μπορεί να πιάσει κάτι που οι άλλοι δε βλέπουν». Θυμάται σαν κακή ανάμνηση «μια λάθος διάγνωση γιατρού, που μας είχε πει ότι “έπρεπε χθες” να έχω κάνει μία επέμβαση. Καθίσαμε με την Έλλη σε ένα καφέ και κλαίγαμε και οι δύο πανικοβλημένοι. Τελικά πήγα και σε άλλους γιατρούς και μου είπαν ότι δεν συντρέχει λόγος. Το μάθημα είναι πως η υγεία είναι το σημαντικότερο στη ζωή».
Υπήρξε θαυμαστής του Φάνη Χριστοδούλου, αλλά ακόμα βλέπει βίντεο του Πέτροβιτς. «Κολλημένος με το μπάσκετ, κοιμόμουν με την μπάλα του μπάσκετ αγκαλιά στο κρεβάτι. Μέχρι τα 16 ήταν όνειρό μου να παίξω στο ΝΒΑ. Επειδή έχω αυτογνωσία, όταν κατάλαβα ότι μάλλον δε με παίρνει για το ΝΒΑ, αφοσιώθηκα εντελώς στους γνωστούς στόχους».
Του αρέσουν τα γλυκά και αποκαλεί τον εαυτό του «απίστευτα λίξουρο» [σ.σ. λιχούδη], δε λέω ποτέ όχι σε φαγητά, γλυκά και τραπέζια. Η Έλλη φωνάζει αλλά δεν την ακούω. Τις ατασθαλίες τις κάνω μαζί με τον γιο μου. Όταν είμαστε μόνοι μας στο σπίτι, γυρίζει η γυναίκα μου και βρίσκει σακουλάκια με γαριδάκια και σοκολάτες».