Συνέντευξη: Κοσμήτορας Θεολογικής ΑΠΘ Χρ. Σταμούλης: Προσπαθούμε για έναν κόσμο χωρίς φονταμενταλισμό και εντάσεις

Ήταν στις 5 Ιουνίου του 1925, όταν ψηφιζόταν ο ιδρυτικός νόμος του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Μεταξύ των πέντε ιδρυτικών σχολών ήταν και η Θεολογική Σχολή, που -όπως και η Ιατρική- χρειάστηκε να περάσουν 17 χρόνια ώσπου να λειτουργήσει και να υποδεχθεί τους πρώτους φοιτητές, το 1942.

 

Ογδόντα και πλέον χρόνια μετά, η Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, έχοντας περάσει από διάφορα στάδια κι αλλαγές, έχει να επιδείξει μια ιστορία με σημαντικούς σταθμούς, μεγάλους δασκάλους του πνεύματος που πέρασαν από τα έδρανά της, πολύπλευρο έργο, σημαντικά (και πρωτοποριακά) προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών, διεθνείς συνεργασίες που συμβάλλουν σημαντικά στην εξωστρέφεια αλλά και μια πολυπολιτισμικότητα μοναδική, με φοιτητές από διάφορες γωνιές του πλανήτη.

«Καθ’ όλη τη διάρκεια των 80 ετών, υπήρξαν κάποιες αλλαγές, μέσα από τις οποίες σήμερα έχουμε δύο τμήματα με τρία διαφορετικά προπτυχιακά προγράμματα σπουδών: το Τμήμα Θεολογίας και την Εισαγωγική Κατεύθυνση Μουσουλμανικών Σπουδών (σ.σ. κομμάτι του Τμήματος Θεολογίας) και το Τμήμα Κοινωνικής Θεολογίας και Χριστιανικού Πολιτισμού», αναφέρει, σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, Καθηγητής Χρυσόστομος Σταμούλης, μιλώντας για το «σήμερα» της Σχολής.

Εξηγεί δε, πως «καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της, ανάλογα με τις ανάγκες τόσο της κοινωνίας και της εκπαίδευσης όσο και της Εκκλησίας, η Σχολή προσπαθούσε να βρει τον ρυθμό της και να γίνει χρήσιμη για το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο».

«Προφανώς, όταν δημιουργήθηκε η Θεολογική Σχολή, σκοπός ήταν να βγάζει δασκάλους για την εκπαίδευση, θεολόγους, και να εκπαιδεύει τα στελέχη της Εκκλησίας. Από εκεί και πέρα, ανάλογα με τις κοινωνικές αλλαγές, να διαλέγεται με αυτό το εξωτερικό πλαίσιο, να διαλέγεται και με τον εαυτό της και υπό το πρίσμα αυτό να αλλάζει, προκειμένου να αλλάζει τον κόσμο, συμβάλλοντας σε μία άλλη κατανόηση του Θρησκευτικού φαινομένου», τονίζει ο κ. Σταμούλης.

Μια Σχολή που «αγκαλιάζει» την ετερότητα

Αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας ήταν το πολύπλευρο έργο που παράγεται σήμερα από τη Θεολογική Σχολή. «Σήμερα βλέπουμε ότι πολλοί και πολύ διαφορετικοί άνθρωποι εισέρχονται στη Σχολή. Παλαιότερα, όταν ξεκίνησε, εισέρχονταν παιδιά που είχαν μία σχέση με την Εκκλησία. Στην πορεία αυτό διαφοροποιήθηκε και βλέπουμε ότι, σήμερα, εισέρχονται και πολλοί άνθρωποι που δεν έχουν σχέση με το θρησκευτικό φαινόμενο αλλά θέλουν να ασχοληθούν με την έρευνά του».

«Στο παρελθόν, ο κύριος σκοπός ήταν η εκπαίδευση του πολίτη, σήμερα προσπαθούμε να δημιουργήσουμε πολίτες με δημοκρατικό φρόνημα, σεβασμό στην αλληλεγγύη, έτσι ώστε οι πτυχιούχοι των θεολογικών σπουδών να συμβάλουν, από την πλευρά τους, στη δημιουργία ενός κόσμου χωρίς φονταμενταλισμό, χωρίς άγριους φανατισμούς και χωρίς εντάσεις».

«Ξέρουμε ότι αν αφήσουμε τις θρησκείες έρμαιο στις σκληρές πολιτικές διαθέσεις, αυτές αποκτούν έναν χαρακτήρα που δεν έχει καμία σχέση με τον πυρήνα του είναι τους», επισημαίνει ο Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, υπογραμμίζοντας πως «στον απέναντι ακριβώς δρόμο, που σχετίζεται με τη δική μας προσπάθεια, κατανοούμε ότι οι θρησκείες, όταν δημιουργούν πολίτες με τα παραπάνω χαρακτηριστικά, δηλαδή πολίτες οι οποίοι είναι εβαπτισμένοι σε μία ισχυρή Παιδεία, όπου προσπαθούν να κατανοήσουν τα κοινά στοιχεία όλων αυτών των προκείμενων, συμβάλλουν σε έναν κόσμο ο οποίος υποδέχεται, δέχεται, και λειτουργεί το σύνολο των ετεροτήτων».

Όταν ξεκινάει τη λειτουργία της η Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, η Ελλάδα είναι μια χώρα κατ’ εξοχήν Ορθόδοξη. Όσο περνούν, ωστόσο, τα χρόνια, η μετανάστευση -είτε η οικονομική είτε το προσφυγικό- δημιουργούν άλλες συνθήκες κι αυτές οι συνθήκες, σύμφωνα με τον κ. Σταμούλη, «εικονίζονται και στην προβληματική και στις αγωνίες της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης».

«Όλοι γνωρίζουμε ότι η πόλη της Θεσσαλονίκης έχει μια τριπλή θρησκευτική παράδοση: είναι ο χώρος στον οποίο συνυπήρξε και συνυπάρχει και σήμερα τόσο το ορθόδοξο χριστιανικό στοιχείο, όσο το εβραϊκό και το μουσουλμανικό στοιχείο- ισχυρότερο στο παρελθόν, λιγότερο σήμερα. Στη Θεολογική Σχολή προσπαθούμε να καλύψουμε τις ανάγκες αυτών των θρησκευτικών κοινοτήτων, για παράδειγμα το μάθημα των εβραϊκών διδάσκεται εδώ και πάρα πολλά χρόνια στη σχολή μας, ενώ το μάθημα του Ισλάμ διδασκόταν από την ίδρυση της Σχολής στο πλαίσιο των μαθημάτων και τώρα φτάσαμε στη δημιουργία της Εισαγωγικής Κατεύθυνσης των Μουσουλμανικών Σπουδών. Το δε ορθόδοξο στοιχείο είναι σαφές πως αποτελεί πυρηνικό στοιχείο και στοιχείο της παραδόσεως μας, το οποίο αξιοποιούμε και αποτελεί και τη βάση στην οποία στηρίζεται η Θεολογική Σχολή», αναφέρει χαρακτηριστικά.

«Άρα, λοιπόν, διαλεγόμαστε με ό,τι υπάρχει τόσο εντός της δικής μας ανάγκης και αγωνίας -δηλαδή να επεκτείνουμε συνεχώς τον εαυτό μας και να δημιουργούμε καινούριες συνθήκες για εμάς και ενδιαφέρον ανθρωπιστικό, ανθρωπολογικό- αλλά και προσπαθούμε να απαντούμε στα ερωτήματα που φέρνει η νέα εποχή», συμπληρώνει.

Μοναδική η ΕΚΜΣ για τα ελληνικά ακαδημαϊκά πράγματα

Ο Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ χαρακτηρίζει μοναδική για τα ελληνικά ακαδημαϊκά πράγματα την Εισαγωγική Κατεύθυνση Μουσουλμανικών Σπουδών που είναι ενταγμένη (ως ανεξάρτητο τεταρτοετές προπτυχιακό πρόγραμμα) στο Τμήμα Θεολογίας. «Δεν υπήρχε κάτι αντίστοιχο στο παρελθόν και ήταν μοναδικό ίσως στο πλαίσιο της Ορθόδοξης Θεολογίας ανά τον κόσμο», επισημαίνει ο κ. Σταμούλης και εξηγεί: «Στο Βατικανό ξέρουμε ότι υπάρχει πρόγραμμα μουσουλμανικών σπουδών, αλλά σε χώρους όπου κυριαρχεί η Ορθόδοξη Θεολογία δεν υπήρχε κάτι τέτοιο».

«Νομίζω ότι πάει πάρα πολύ καλά, ανταποκρίνεται σε ανάγκες της ελληνικής Πολιτείας και της ελληνικής κοινωνίας», προσθέτει.

Εξωστρέφεια με πίστη στη διεπιστημονικότητα

Η Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ αναπτύσσει συνέργειες με άλλες Σχολές του ΑΠΘ, αφού στον πυρήνα της ίδιας της λειτουργίας της είναι η διεπιστημονικότητα, την οποία μπορεί κανείς ήδη να εντοπίσει στα κείμενα των Πατέρων του λεγόμενου «χρυσού αιώνα» των θεολογικών Γραμμάτων, του πέμπτου αιώνα της Χριστιανικής Θεολογίας. «Οι Πατέρες της Εκκλησίας εκείνη την περίοδο διαλέγονται με την ετερότητα, διαλέγονται με τις άλλες επιστήμες», τονίζει ο Κοσμήτορας, επισημαίνοντας πως και σήμερα, που ζούμε στην εποχή της ύστερης νεωτερικότητας, «είναι αναγκαίος αυτός ο διάλογος καθώς τόσο η Θεολογία όσο και υπόλοιπες επιστήμες στοχεύουν σε μία κοινωνία όπου στο κέντρο της θα βρίσκεται ο άνθρωπος ως ένα πραγματικό γεγονός, ως μία πραγματική ύπαρξη».

«Άρα, λοιπόν, το προχώρημα της κοινωνίας διά του ανθρώπου δεν μπορεί παρά να επιζητά αυτή τη συμβολή των επιστημών», τονίζει ο κ. Σταμούλης, επισημαίνοντας πως η Θεολογική Σχολή έχει πολύ δυναμικά και ουσιαστικά μεταπτυχιακά προγράμματα, ενώ βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με το σύνολο των τμημάτων του ΑΠΘ αφού «παντού υπάρχει ένας χώρος για το θρησκευτικό φαινόμενο και τις σπουδές του θρησκευτικού φαινομένου».

«Υπάρχουν αντικείμενα που συνδέουν τη θεολογία με την ιατρική, τη βιοηθική, τον τουρισμό, τα μαθηματικά, τον κινηματογράφο, τις τέχνες, τη λογοτεχνία, την ποίηση κ.ο.κ.», λέει ο Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ.

«Σκεφτείτε», προσθέτει, «και τα προγράμματα του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου για το περιβάλλον σε μία εποχή που πολύς κόσμος δεν ήξερε τι σημαίνει. Όταν, για παράδειγμα, έλεγαν ο “πράσινος” Πατριάρχης, πολλοί θεωρούσαν ότι αυτό εικονίζει μια κομματική ταυτότητα. Αλλά ο “πράσινος” Πατριάρχης είναι ο Πατριάρχης της προσευχής για το περιβάλλον. Η ευθύνη της Εκκλησίας δεν είναι μόνο για τον άνθρωπο, αλλά είναι και για το φυσικό περιβάλλον. Εμείς οι άνθρωποι έχουμε την ευθύνη του φυσικού περιβάλλοντος. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης πολύ νωρίς το κατάλαβε αυτό και πολλοί συνάδελφοι εντάσσουν ενότητες στα μαθήματά τους, τα οποία σχετίζονται με το περιβάλλον. Άρα λοιπόν αισθανόμαστε ως μέλη της δημόσιας ακαδημαϊκής πλατείας, της ακαδημαϊκής κοινότητας, της δημόσιας πλατείας, γι’ αυτό και πολλές φορές έχουμε προχωρήσει πέρα από τα επιστημονικά μας προγράμματα, σε διάλογο με φορείς του πολιτισμού και της τέχνης της πόλεως (π.χ. με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, την Κρατική Ορχήστρα κ.ά.).

Ο εξωστρεφής χαρακτήρας της Θεολογικής Σχολής αποτυπώνεται και στη συνεργασία με τα πανεπιστήμια ανά τον κόσμο. «Έχουμε αρκετά προγράμματα Erasmus αλλά και άλλες διμερείς συμφωνίες, όπως για παράδειγμα με τη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού στη Βοστώνη, της Αρχιεπισκοπής Αμερικής, με τη Θεολογική Σχολή του Balamand στον Λίβανο, με το Ποντιφικό Πανεπιστήμιο της Ρώμης κ.ά. Πολλοί συνάδελφοι επίσης ταξιδεύουν στο εξωτερικό για συνέδρια ή για διδασκαλία και πολλοί φοιτητές μας πλέον ταξιδεύουν στο εξωτερικό στο πλαίσιο του Erasmus, όπως και υποδεχόμαστε πολλούς συναδέλφους από το εξωτερικό».

Για ένα «ανανεωμένο μαζί»

Ο ίδιος ο Κοσμήτορας του ΑΠΘ μιλάει συχνά για ένα «ανανεωμένο μαζί», που έχουμε ανάγκη ως κοινωνία και, μάλιστα, όταν βγαίνουμε από οικονομικές κρίσεις, την κρίση της πανδημίας ή δύσκολες στιγμές, όπως αυτές που βιώσαμε πρόσφατα με την τραγωδία των Τεμπών.

«Είμαστε όλοι συγκλονισμένοι. Η Θεολογική Σχολή, την επόμενη μέρα του τραγικού δυστυχήματος, έκανε ένα τρισάγιο στο εκκλησάκι μας, όταν ακόμα δεν γνωρίζαμε τα ονόματα των ανθρώπων που είχαν φύγει. Σήμερα ξέρουμε ότι 12 από αυτούς τους ανθρώπους είναι και φοιτητές μας, είναι δικά μας παιδιά. Μάλιστα, η ΕΚΜΣ είχε μία φοιτήτρια που χάθηκε. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι έχουμε τα χαρακτηριστικά ενός σφουγγαριού, το οποίο δέχεται τις ευαισθησίες αυτού του κόσμου Και προσπαθεί να λειτουργήσει με βάση αυτές τις ευαισθησίες και τις αγωνίες. Δεν μπορούμε να έχουμε απλά μία θεολογία της γυάλας, ερήμην του διαλόγου με το σύνολο του πολιτισμού. Και αν παλιά βγαίναμε με τη λογική ότι εμείς, οι θεολόγοι και οι ιερείς, έχουμε τη δύναμη να αλλάξουμε τον κόσμο, ξεχνούσαμε ίσως το γεγονός ότι και ο κόσμος έχει τη δυνατότητα να επεκτείνει, να δώσει στοιχεία του εαυτού του, επεκτείνοντας το ίδιο το θεολογικό σώμα. Άρα υπάρχει μία αλληλεπίδραση, μία αντίδοσις δώρων και ιδιωμάτων των σωμάτων, προκειμένου να συγκροτηθεί ένας ενιαίος εαυτός».

…με τη βοήθεια (και) της τεχνολογίας

Στην προσπάθεια της συνάντησής της με τον άνθρωπο, η Θεολογική Σχολή χρησιμοποιεί, όπως λέει ο κ. Σταμούλης, όλα τα τεχνολογικά μέσα που μπορεί: «Η τεχνολογία έχει τα προβλήματά της, ίσως να έχει και μέσα της, στη ρίζα της, μια δυσκολία, αλλά όσο αυξάνει η ευθύνη του ανθρώπου και έρχεται σε επικοινωνία με αυτή την τεχνολογία, μπορεί να τιθασεύει τις υπερβολές της και την αγριότητα που μπορεί να γεννήσει μια αυτόνομη πορεία τους. Άρα, λοιπόν, χρησιμοποιούμε όλα τα μέσα με προσοχή, με διάκριση, δεν νομίζω ότι καταφεύγουμε σε υπερβολές. Αλλά σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούμε να μείνουμε έξω από αυτό τον κόσμο. Δεν μπορούμε να ζούμε ούτε με την ανάμνηση ενός παρελθόντος, ούτε με την αναμονή ενός μέλλοντος. Στην Εκκλησία, μία από τις σημαντικότερες κουβέντες στη λειτουργική μας πράξη είναι η λέξη σήμερα: ‘σήμερον κρεμάται’, ‘σήμερον γεννάται’, ‘σήμερον των υδάτων αγιάζεται η φύσις’. Που σημαίνει ότι όλα συντελούνται σήμερον, εδώ και τώρα, όπου η σήμερον της Εκκλησίας συμποσώνει και το παρόν και τα έσχατα».

Μεγάλοι δάσκαλοι και γεγονότα-σταθμοί

Ζητώντας από τον Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ να ξεχωρίσει πρόσωπα και γεγονότα που αποτέλεσαν σταθμούς στα 80 χρόνια λειτουργίας της, μας λέει πως υπήρξαν και υπάρχουν πολύ σημαντικά πρόσωπα, «δάσκαλοι που έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο τόσο στα Θεολογικά Γράμματα όσο και στον δημόσιο βίο», στους οποίους δεν θέλει ν’ αναφερθεί ονομαστικά ώστε να μην αδικήσει κανέναν. «Υπάρχουν Επίσκοποι, δάσκαλοι που έφτασαν μέχρι και τις υψηλές βαθμίδες της διοίκησης και η θεολογία τους αποτελεί σταθμό στα Θεολογικά Γράμματα», εξηγεί ο κ. Σταμούλης.

Μεταξύ των διαφόρων γεγονότων που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο αποτέλεσαν σταθμό στην πορεία της Σχολής, ξεχωρίζει την άνθηση των Παλαμικών Γραμμάτων, δηλαδή της σπουδής της θεολογίας του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, τη δεκαετία του ‘50-’60. «Είναι μία στιγμή σημαντική για τη Θεσσαλονίκη, διότι εκδίδονται τα θεολογικά κείμενα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Εκδίδονταν με την ευθύνη του Παναγιώτη Χρήστου αλλά δούλεψαν γι’ αυτά μία μεγάλη ομάδα κορυφαίων θεολόγων της Σχολής. Αυτό νομίζω ότι ήταν ένα κορυφαίο σημείο», επισημαίνει.

Σημειώνει ακόμα πως η Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης δεν ήταν ποτέ αμέτοχη των κοινωνικών αγώνων και αγωνιών, παρεμβαίνοντας ενίοτε με κείμενα των μελών της για θέματα τα οποία απασχολούν τη δημόσια πλατεία. «Το κάναμε με ευθύτητα, με ευθύνη και με μεγάλη αγωνία», υπογραμμίζει.

Στους σταθμούς της ιστορίας της Σχολής εντάσσει και το συνέδριο για την Εκκλησία και την Αριστερά – «…εμείς τολμήσαμε να κάνουμε τα ατόλμητα, αυτά που κάποιοι άλλοι δεν θα τολμούσαν», αναφέρει χαρακτηριστικά- αλλά και την ίδρυση της ΕΚΜΣ. Ξεχωρίζει, επίσης, την έρευνα των συναδέλφων του στη Σχολή και τις εξαιρετικές μελέτες που κατά διαστήματα έχουν εκδοθεί για τα Θεολογικά Γράμματα καθώς και πολλές μεταφράσεις σε ξένες γλώσσες.

Την περασμένη Τετάρτη, η Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ διοργάνωσε επετειακή εκδήλωση, με θέμα «Παρελθόν – Παρόν – Μέλλον», με αφορμή τα 80χρονα από την ίδρυσή της (1942-2022), ενώ προγραμματίζονται κι άλλες εκδηλώσεις το επόμενο διάστημα.

IMG 9569 05401ΑρχΚαλογήρουΙΑναγόρευσηΠάυλουΕΔΘεολογικής19551 00901ΑρχείοΚαλογήρουΙωάννη2Νοέμ 19591

ΑΠΕ - ΜΠΕ / Σοφία Παπαδοπούλου
Προηγούμενο άρθροHOWDEN HELLAS & CONSENSUS INSURANCE SERVICES: Ολοκληρώθηκε η συμφωνία συνεργασίας με εξαγορά χαρτοφυλακίου
Επόμενο άρθροΕλίζα Φερέιρα για τα Τέμπη: Εκφράζω αλληλεγγύη για την τρομερή καταστροφή – Είμαστε έτοιμοι να βοηθήσουμε