Με την απόσταση των ημερών και την τοποθέτηση του πρωθυπουργού στη Βουλή, ποια συμπεράσματα έχετε βγάλει για το θέμα των παρακολουθήσεων;
Δυστυχώς, είναι σαφές ότι η Κυβέρνηση, μέσα από μια μεθοδική προσπάθεια συσκότισης, επιδιώκει να συγκαλύψει ευθύνες και υπευθύνους για αυτή την πολύ βαθιά θεσμική κρίση. Πρώτα με τις ανυπόστατες διαρροές, που διέσυραν τη χώρα διεθνώς, καθώς διαψεύστηκαν επίσημα από πρεσβείες, αλλά και μέσα από την προσπάθεια να πειστούν όλοι ότι η παρακολούθηση πολιτικών αντιπάλων συνιστά «κανονικότητα». Και, φυσικά, ακόμη και σήμερα δεν διστάζουν να στοχοποιούν το θύμα της υποκλοπής, καλώντας τον να συμπράξει σε αντιθεσμικές διαδικασίες «ενημέρωσης», την ώρα που ο κ. Πρωθυπουργός κρύβεται πίσω από το απόρρητο που επικαλούνται οι τελευταίοι δύο διοικητές της ΕΥΠ σε απόρρητες και κλεισμένων των θυρών διαδικασίες της Βουλής. Τον καλούμε να άρει την υποχρέωση εχεμύθειας, όπως δικαιούται από τον Νόμο. Ενάμιση μήνα μετά και ακόμη να αποφασίσουν: ήταν νόμιμη η παρακολούθηση ή δεν έπρεπε να γίνει; Κι αν αυτή ήταν νόμιμη γιατί ελέγχεται η ΕΥΠ και «καρατομήθηκαν» οι κ.κ. Κοντολέων και Δημητριάδης; Ποιος έχει την πολιτική ευθύνη, όταν όλα γίνονται στο Γραφείο Πρωθυπουργού; Εμείς θα επιμείνουμε θεσμικά και ανεπιφύλακτα, στην αναζήτηση όλης της αλήθειας, στη Δικαιοσύνη και στη Βουλή: για ποιον λόγο η ΕΥΠ θεώρησε τον Ν. Ανδρουλάκη ύποπτο για την εθνική ασφάλεια, αποκλειστικά στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου του Κινήματος Αλλαγής; Και πώς εξηγείται την ίδια ακριβώς περίοδο να έγινε και απόπειρα παγίδευσης της ιδιωτικής ζωής του με το κακόβουλο λογισμικό Predator? Ποιος και γιατί ήθελε όμηρο τον Ν. Ανδρουλάκη και την παράταξή μας;
-Υπάρχει η σκέψη να προσφύγετε στα ελληνικά ή ακόμα και στα ευρωπαϊκά δικαστήρια για το ζήτημα της νομιμότητας της παρακολούθησης του κ. Ανδρουλάκη, όπως σας προέτρεψε εμμέσως ο πρωθυπουργός;
Η «νομιμότητα» της επισύνδεσης αποτελεί το τελευταίο «φύλλο συκής» της Κυβέρνησης. Όλοι οι συνταγματολόγοι -πλην ενός που είναι υπουργός- συμφωνούν ότι πρόκειται για μια κατάφωρα αντισυνταγματική διαδικασία. Και καθίσταται προφανές αυτό από την πεισματική άρνηση των υπευθύνων να αποκαλύψουν τους λόγους για τους οποίους έγινε η παρακολούθηση. Είναι σαφές ότι νομικές ευθύνες θα αναζητηθούν από κάθε εμπλεκόμενο σε αυτές τις παρακρατικές μεθοδεύσεις, όπως προβλέπεται στον Νόμο. Κινούμαστε πολύ προσεκτικά και πολύ θεσμικά και δεν επιτρέπουμε σε κανένα να το αμφισβητεί αυτό.
-Για ποιο λόγο δεν βάζετε στην εξίσωση της εξεταστικής και τις καταγγελίες του Παναγιώτη Λαφαζάνη για την περίοδο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ;
Το αίτημά μας ήταν εξ αρχής σαφές και σύμφωνο με το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής. Η εξεταστική επιτροπή συστήνεται για να διερευνήσει ευθύνες για πραγματικές υποθέσεις, όχι για να κάνει θεωρητικές συζητήσεις ή ατέρμονες αναζητήσεις σε βάθος χρόνου. Η επιτροπή, λοιπόν, οφείλει να διερευνήσει κάθε υπόθεση όπου υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις. Και αυτό θα κάνει, με αφορμή την κεντρική υπόθεση Ν. Ανδρουλάκη και για όλα τα άλλα περιστατικά που αναφέρθηκαν και στοιχειοθετήθηκαν στη Βουλή, τόσο για τον δημοσιογράφο Θ. Κουκάκη όσο και για το ΚΚΕ ήδη από το 2016 έως και σήμερα.
-Οι πρώτες δημοσκοπήσεις τι δείχνουν για εσάς; Μήπως εν τέλει το θέμα αυτό δεν αφορά τόσο τους πολίτες όσο-με την ευρεία έννοια- η οικονομία;
Οι δημοσκοπήσεις, με όσα περιθώρια λάθους, αποτυπώνουν τη φωτογραφία της στιγμής και έτσι πρέπει να διαβάζονται. Ποτέ δεν αρνηθήκαμε ότι τα οικονομικά προβλήματα είναι πολύ σοβαρά. Δεν ήμαστε εμείς εκείνοι που τα βάλαμε «στο ζύγι» με τη θεσμική κρίση, η Κυβέρνηση ήταν και μάλιστα από τα χείλη αρμόδιων υπουργών, όπως ο κ. Α. Γεωργιάδης σε μια σπάνια ομολογία αποτυχίας της οικονομικής πολιτικής. Για εμάς δεν υπάρχει αυτό το δίλημμα. Δεν νοείται ευημερία των πολιτών χωρίς ισχυρή δημοκρατία. Ένα «επιτελικό κράτος» που εξελίσσεται σε κλειστή «κάστα» εξυπηρέτησης συμφερόντων, με αδιαφάνεια και πλήρη απουσία ελέγχου, δεν μπορεί να οδηγήσει σε δίκαιη κατανομή του πλούτου στους πολίτες. Η αλλαγή πολιτικού παραδείγματος είναι πλέον επιβεβλημένη: «τέλος» στις πρακτικές που θέλουν την εξουσία «λάφυρο» στα χέρια λίγων εις βάρος των πολλών και αδύναμων.
-Τα μέτρα που εξαγγέλλει κάθε τόσο για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης η κυβέρνηση αρκούν; Τι διαφορετικό θα κάνατε εσείς;
Δυστυχώς, επιβεβαιώνονται οι φόβοι και οι προβλέψεις μας. Η Κυβέρνηση αρνήθηκε να προχωρήσει σε ρύθμιση της αγοράς, ώστε να προστατευθεί η χώρα, που μπήκε χωρίς πυξίδα σε αυτήν τη διεθνή τρικυμία. Αντ’ αυτού, είδαμε την Ελλάδα -μόνη μέσα στην ΕΕ- να αυξάνει την υπερεξάρτησή της από το φυσικό αέριο, και φυσικά να μην υπάρχει κανένα επενδυτικό σχέδιο για ΑΠΕ, με τη συμμετοχή των ενεργειακών κοινοτήτων, και αναβάθμιση των δικτύων. Οι συνεχείς και αποσπασματικές επιδοτήσεις είναι και αναποτελεσματικές και δαπανηρές, ενώ κρατούν τους πολίτες «ομήρους». Χωρίς να ανακουφίζουν εγκαίρως και επαρκώς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό με υπέρογκα ποσά. Θα φτάσει ο χειμώνας, με αυξημένη κατανάλωση -γιατί το δόγμα είναι «καταναλώστε για να επιδοτηθείτε»- και δεν θα έχει άλλα να δώσει ο προϋπολογισμός. Κατά τη δική μας άποψη, απαιτείται κλιμακωτή επιδότηση, με αντικειμενικά κριτήρια και κίνητρα εξοικονόμησης. Θεωρούμε, φυσικά, αναγκαία, όσο ποτέ, την υιοθέτηση του πλαφόν στη λιανική τιμή του ρεύματος, ώστε να επιβαρυνθούν και οι εταιρείες με τμήμα των αυξήσεων -όχι μόνο οι καταναλωτές και το κράτος που σήμερα ουσιαστικά επιδοτεί τα υπερκέρδη των εταιρειών. Και, προφανώς, πρέπει να μειωθεί ο ΦΠΑ στην ενέργεια και ο ΕΦΚ στα καύσιμα, όπως έχει συμβεί σε πλήθος ευρωπαϊκών χωρών. Έχουμε, δηλαδή, μια εντελώς διαφορετική φιλοσοφία από την Κυβέρνηση, που παραμένει δέσμια των λίγων, μεγάλων συμφερόντων στον τομέα της ενέργειας.
-Αλλάζει κάτι στις στρατηγικές επιλογές σας η εξέλιξη με τις παρακολουθήσεις; Τι κυβέρνηση θέλει το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ να συγκροτηθεί στις επόμενες εκλογές;
Μοναδικός στόχος μας είναι, μέσα από την ενίσχυση της δικής μας πολιτικής πρότασης, να υπάρξει, με την αλλαγή των εκλογικών συσχετισμών, μια κυβέρνηση με σοσιαλδημοκρατικό πυρήνα, με άλλη πολιτική φιλοσοφία και πρόσωπα υψηλής αξιοπιστίας. Η στρατηγική μας είναι σταθερή και αδιαπραγμάτευτη. Έχουμε μια ριζοσπαστική προσέγγιση στα πράγματα: λέμε την αλήθεια στους πολίτες, καταθέτοντας εφαρμόσιμες προτάσεις που απαντούν αποτελεσματικά στα προβλήματα και τις προκλήσεις των καιρών. Μιλήσαμε πρώτοι για την ανάγκη ενός προγράμματος κοινωνικής κατοικίας για νέα ζευγάρια και φοιτητές, ήμαστε παρόντες από την αρχή της ενεργειακής κρίσης με λύσεις, το ίδιο κάναμε με το κύμα ακρίβειας σε βασικά καταναλωτικά αγαθά. Συμμετείχαμε με προτάσεις στον δημόσιο διάλογο για την πανδημία, την πολιτική προστασία, την ιστορική ευκαιρία του Ταμείου Ανάκαμψης. Προφανώς, τα ζητήματα δημοκρατίας έχουν κυρίαρχη θέση στο προγραμματικό μας πλαίσιο. Δεν είμαστε κόμμα διαμαρτυρίας, ούτε βρίσκουμε λόγο ύπαρξης σε σκάνδαλα. Είμαστε μια μεταρρυθμιστική δύναμη με θετικό στόχο: την αλλαγή. Έτσι έχουμε μάθει να κάνουμε πολιτική.
-Αισθάνεστε πως έχετε έρθει πιο κοντά με τον ΣΥΡΙΖΑ; Τι απαντάτε στην κριτική του πρωθυπουργού «ψηφίζοντας Ανδρουλάκη βγαίνει Τσίπρας»;
Αν κάναμε πριν από δύο μήνες τη συνέντευξη, ίσως μπαίνατε στον πειρασμό να με ρωτήσετε αν είμαστε πιο κοντά στη ΝΔ. Η αλήθεια είναι ότι η αυτόνομη πορεία μας χαλάει το αφήγημα και των δυο. Εμείς απευθυνόμαστε στους πολίτες, προτείνοντας την πραγματική αλλαγή πολιτικού παραδείγματος που έχει ανάγκη ο τόπος. Έχουμε ένα μόνο «μέτωπο»: απέναντι στον λαϊκισμό και την ιδιοκτησιακή προσέγγιση τόσο της ΝΔ όσο και του ΣΥΡΙΖΑ στην πολιτική εξουσία και τους «αρμούς» της. Ας προσέξει, λοιπόν, ο κ. Πρωθυπουργός τις εύκολες ατάκες, που αντιγράφει από τον κ. Τσίπρα. Γιατί με την ίδια ευκολία θα μπορούσε κάποιος να πει «μήπως ψηφίζοντας Μητσοτάκη βγει στο τέλος Ορμπάν;». Πώς αλλιώς να περιγραφεί αυτή η έκπτωση των θεσμών, με ταυτόχρονη συγκέντρωση εξουσίας, χωρίς ισχυρά θεσμικά αντίβαρα;
-Το Σάββατο συμπληρώθηκαν 48 χρόνια από την ίδρυση του ΠΑΣΟΚ. Τι κόμμα είναι σήμερα το ΠΑΣΟΚ και ποιους θέλει να εκφράσει;
Το ΠΑΣΟΚ έχει μια μακρά ιστορική διαδρομή, με ευδιάκριτο μεταρρυθμιστικό αποτύπωμα, για μια Ελλάδα πιο ισχυρή και εξωστρεφή. Βαδίζουμε στα ίδια ακριβώς μονοπάτια, με πλήρη επίγνωση από πού ερχόμαστε και πού θέλουμε να πάμε. Με σεβασμό στις αρχές και τις αξίες της σοσιαλδημοκρατίας. Εκφράζοντας τη νέα γενιά, τους ανθρώπους της παραγωγής, της εργασίας, τους ευάλωτους συμπολίτες μας και εν τέλει όλους όσοι πιστεύουν ότι η χώρα μας αξίζει καλύτερα. Για να επιστρέψει η ελπίδα και η αξιοπρέπεια στη ζωή όλων.