Τις δυνάμεις τους ενώνουν 15 οργανισμοί κυρίως από μεσογειακές χώρες, μεταξύ αυτών και την Ελλάδα, για τη δημιουργία ενός δικτύου γνώσεων με στόχο την ανθεκτικότητα της γεωργίας και της δασοπονίας στην κλιματική κρίση. Το δίκτυο εντάσσεται στο ευρωπαϊκό έργο ResAlliance που υλοποιείται με τη σύμπραξη οργανισμών από Ελλάδα, Κύπρο, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Γαλλία, Τυνησία, Λίβανο, Φινλανδία και Ινδονησία και αποσκοπεί στο να διευκολύνει τη ροή πληροφοριών και γνώσης και να αυξήσει την ευαισθητοποίηση, την κατανόηση και ικανότητα των αγροτών και των διαχειριστών των δασών ώστε να βελτιώσουν την ανθεκτικότητα του τοπίου στις επιπτώσεις της αλλαγής του κλίματος στις μεσογειακές χώρες. Το κύριο «εργαλείο» για τον σκοπό αυτό είναι η δημιουργία ενός δικτύου γνώσης και ευαισθητοποιημένων ανθρώπων με το όνομα LandNet.
Στο πρόγραμμα «ResAlliance» που θα διαρκέσει έως τον Νοέμβριο του 2025 συμμετέχει από ελληνικής πλευράς το Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων του ΕΛΓΟ «Δήμητρα» καθώς και το Ινστιτούτο Ελιάς, Υποτροπικών Φυτών & Αμπέλου.
Όπως εξηγεί στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο διευθυντής Ερευνών στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων του ΕΛΓΟ «Δήμητρα», δρ Γαβριήλ Ξανθόπουλος, έχουν ήδη πραγματοποιηθεί συναντήσεις με μέλη της αγροτικής κοινότητας σε Μεσσηνία, Τρίπολη και Νεμέα με στόχο να καταγραφούν «καλές πρακτικές» από τον αγροτικό και δασικό κόσμο, ενώ τονίζει ότι «χρειάζεται μια σωστή πολιτική για να επιτευχθεί η ανθεκτικότητα και να μην υπάρχει απώλεια ζωών, υποδομών αλλά και παραγωγής μπροστά στις φυσικές καταστροφές που βιώνουν οι μεσογειακές χώρες».
«Χρειάζεται να υπάρχει μια κοινωνία που μπορεί να σηκώσει το βάρος των καταστροφών. Αυτό σχετίζεται και με το φυσικό αντικείμενο. Να είναι προετοιμασμένος ο χώρος και το όλο σύστημα ώστε να μπορεί να ξανασταθεί στα πόδια του ακόμη και σε περίπτωση καταστροφών. Κι αυτό θέλει οργανώσεις, υποδομές και μακροπρόθεσμους στόχους. Εμείς μπήκαμε στο πρόγραμμα “ResAlliance” γιατί ταιριάζει με τη λογική μας πάνω σε αυτό το σύστημα, δηλαδή ότι χρειαζόμαστε τον αγρότη, τον παραδασόβιο πληθυσμό να είναι σύμμαχος στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και να μην καταστραφεί η σοδειά του από την ξηρασία, το σπίτι του, το χωριό του από την πλημμύρα, η καλλιέργειά του, το δάσος του, οι εκτάσεις του, τα σπίτια ή τα χωριά από τις φωτιές. Χρειαζόμαστε να έχουμε ένα τέτοιο περιβάλλον που να μην υφίσταται μεγάλες και ανεπανόρθωτες ζημιές από καταστροφές όπως ξηρασία και δασικές πυρκαγιές. Μέσα σε αυτό το πρόγραμμα προσπαθούμε να αναγνωρίσουμε ποιες πρακτικές υπάρχουν ή υπήρχαν, εφαρμόζονται ή εφαρμόστηκαν στην πράξη και μπορούν να βοηθήσουν στο να αποφύγουμε αυτές τις καταστροφές», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Ξανθόπουλος, ενώ προσθέτει ότι ταυτόχρονα μέσω της συνεργασίας που θα αναπτυχθεί με τις υπόλοιπες χώρες θα εξετάζουν αν οι «καλές πρακτικές» που εφαρμόζονται αλλού μπορούν να ενσωματωθούν και στη χώρα μας.
Το έργο ResAlliance (πλήρης τίτλος «Συμμαχία γνώσης για την ανθεκτικότητα του τοπίου για τη γεωργία και τη δασοπονία στη λεκάνη της Μεσογείου») επιδιώκει να αποτελέσει έναν κόμβο πληροφοριών και γνώσης της αγροτικής και δασικής κοινότητας ώστε να βελτιωθεί η ανθεκτικότητα του τοπίου μέσω καλών πρακτικών. Κεντρικοί άξονές του είναι η δημιουργία του μεσογειακού δικτύου ανταλλαγής και διάδοσης γνώσης και καλών πρακτικών «LandNet» αλλά και η σύσταση τοπικών εργαστηρίων ανταλλαγής γνώσεων που θα ονομάζονται LandLabs. Τα εργαστήρια αυτά θα απαρτίζονται από ομάδες παραγωγών, επιστημόνων, φορέων λήψης αποφάσεων και άλλων ενδιαφερόμενων, που βρίσκονται σε πέντε μεσογειακές περιοχές και συγκεκριμένα σε Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα και Κύπρο. Στην Ελλάδα το LandLab έχει δημιουργηθεί στην Πελοπόννησο.
Όπως επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Ξανθόπουλος, το LandNet θα βασίζεται σε 4 πυλώνες και θα μπορούν να συμμετάσχουν γεωργοί, δασολόγοι, δασοπόνοι, ερευνητές, εμπειρογνώμονες, ιδιωτικές επιχειρήσεις του τομέα της αγροδιατροφής ή περιβαλλοντικών δράσεων, οργανισμοί που ενδιαφέρονται για καινοτόμες λύσεις ανθεκτικότητας τοπίου, καθώς και συνεταιριστικές ομάδες και δημόσιες υπηρεσίες, που ασχολούνται με τη διαχείριση αγροτικής και δασικής γης στην περιοχή της Μεσογείου.
Ειδικότερα, το Landnet διαρθρώνεται σε τέσσερις θεματικούς τομείς οι οποίοι είναι η διακυβέρνηση, οι πρακτικές διαχείρισης, η χρήση της τεχνολογίας και οι δυνατότητες χρηματοδότησης, και στις δραστηριότητές του περιλαμβάνονται επίσης η εκπόνηση ενημερωτικών και ερευνητικών δελτίων (fact sheets) που θα αξιοποιούν την επιστημονική βιβλιογραφία.
Παράλληλα, θα εντοπίζονται οι ορθές πρακτικές και καινοτόμες λύσεις, και όλα μαζί θα καταχωρούνται σε έναν κοινό διαδικτυακό τόπο, το «EU FarmBook».
Επιπλέον, στις δράσεις του δικτύου περιλαμβάνονται και συναντήσεις ενημέρωσης και κατάρτισης γεωργών, δασοπόνων και άλλων ενδιαφερόμενων, αλλά και διεξαγωγή συζητήσεων κοινωνικών προβλημάτων, διακυβέρνησης ή/ και παραγωγής, που επηρεάζουν τη δυνατότητα δημιουργίας ανθεκτικών αγροδασικών τοπίων. Επίσης, θα λειτουργήσουν εκθέσεις και επιδείξεις, θα διαμοιραστεί έντυπο ενημερωτικό υλικό και θα γίνουν επισκέψεις σε δημόσιες εκτάσεις ή αγροκτήματα, που ξεχωρίζουν για τη σωστή διαχείριση και προστασία του περιβάλλοντος με ταυτόχρονη λειτουργική και οικονομική χρήση του.
Όπως επισημαίνει ο κ. Ξανθόπουλος, το δίκτυο «LandNet» αποτελεί το βασικό εργαλείο του προγράμματος για τη μεταφορά της γνώσης το οποίο θα τροφοδοτείται από τα τοπικά εργαστήρια που έχουν αναπτυχθεί, ενώ προσθέτει ότι στόχος είναι μέχρι το τέλος του προγράμματος να έχουν εγγραφεί 2.000 μέλη.
Όπως τονίζει ο κ. Ξανθόπουλος, σε εργασία που εκπονήθηκε στο πλαίσιο του έργου «ResAlliance – Ανθεκτικότητα του τοπίου, Συμμαχία γνώσης για τη γεωργία και τη δασοκομία στη λεκάνη της Μεσογείου» καθίσταται σαφής ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει η αγροδασοπονία στη διαχείριση του προβλήματος των πυρκαγιών τοπίου. «Εφόσον υποστηριχθεί κατάλληλα και ενσωματωθεί στον αντιπυρικό σχεδιασμό, μπορεί να προσφέρει τα μέγιστα, ώστε ο αγροτικός πληθυσμός και ιδιαίτερα ο παραδασόβιος να βελτιώσει το επίπεδο ευημερίας του, τόσο ως προς το οικονομικό σκέλος όσο και ως προς το σκέλος της ασφάλειας. Ταυτόχρονα, μπορεί να μειωθεί η ανάγκη για εκτεταμένα προγράμματα μείωσης της καύσιμης ύλης επιτυγχάνοντας σημαντική εξοικονόμηση πόρων με παράλληλη μείωση του οικολογικού αποτυπώματος αυτών των προγραμμάτων. Έτσι, χωρίς σημαντικό κόστος η χώρα θα δει σημαντική βελτίωση στη συνολική διαχείριση των πυρκαγιών τοπίου», αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Ξανθόπουλος.
«Η επιστροφή του πληθυσμού στην ύπαιθρο αποτελεί λογικό στόχο που θα βοηθούσε στην επαναδημιουργία ανθεκτικών στην πυρκαγιά και την αλλαγή του κλίματος τοπία, αλλά γενικότερα είναι δύσκολο να επιτευχθεί. Πιο ρεαλιστικό όμως στόχο μπορεί να αποτελέσει η παραμονή του πληθυσμού εκεί και η, στο μέτρο του δυνατού, προσέλκυση νεότερων κατοίκων, κάτι που απαιτεί οικονομική βιωσιμότητα και εξασφάλιση κάποιων ελάχιστων προϋποθέσεων. Οι τοπικές συνθήκες (κλίμα, τύποι εδαφών, μέγεθος κλήρων, συνθήκες παραγωγής και διακίνησης προϊόντων, κ.ά.) σε συνδυασμό με την ύπαρξη σύγχρονων γνώσεων και δυνατοτήτων οργάνωσης της παραγωγής και διάθεσης προϊόντων παίζουν σημαντικό ρόλο για την επίτευξη αυτής της βιωσιμότητας. Μια από τις πολλά υποσχόμενες επιλογές σε αυτή την κατεύθυνση είναι η αγροδασοπονία», καταλήγει ο κ. Ξανθόπουλος.
ΑΠΕ-ΜΠΕ