Υπενθυμίζεται ότι, κατά τη διενέργεια των εκπτώσεων, εκτός από την αναγραφή της παλαιάς και της νέας μειωμένης τιμής των προϊόντων που πωλούνται με έκπτωση, επιτρέπεται και η αναγραφή και εμπορική επικοινωνία ποσοστού έκπτωσης.
Εφόσον παρέχεται μειωμένη τιμή σε περισσότερα από το 60% του συνόλου των πωλούμενων ειδών, η επίδειξη του παρεχόμενου ποσοστού έκπτωσης επιβάλλεται συμπληρωματικά, οπότε θα πρέπει να αναγράφεται στην προθήκη του καταστήματος και σε οποιαδήποτε άλλη εμπορική επικοινωνία, ενώ στην περίπτωση που υπάρχουν διαφορετικά ποσοστά έκπτωσης ανά κατηγορίες προϊόντων, θα πρέπει να αναγράφεται το εύρος του παρεχόμενου ποσοστού («από …. % έως …. %»). Σε κάθε άλλη περίπτωση θα αναγράφεται ότι οι εκπτώσεις αφορούν επιλεγμένα είδη με αναφορά στο αντίστοιχο ποσοστό.
Ο τρόπος με τον οποίο υπολογίζεται και προβάλλεται η μειωμένη τιμή, πρέπει να ανταποκρίνεται στην αλήθεια και να είναι ακριβής. Οι καταστηματάρχες θα πρέπει, σε περίπτωση ελέγχου, να είναι σε θέση να αποδείξουν, ότι η παλαιά τιμή πώλησης που αναγράφεται στην πινακίδα, ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Κατά την διενέργεια των τακτικών εκπτώσεων απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή, καθώς σύμφωνα με το ισχύον πλαίσιο της παρ. 1 άρθρου 3 της Υπουργικής Απόφασης 56885/10-11-2014 «κατά τη διενέργεια εκπτώσεων, εκτός από την αναγραφή της παλαιάς και της νέας μειωμένης τιμής των αγαθών και υπηρεσιών που πωλούνται με έκπτωση, επιτρέπεται και η αναγραφή και εμπορική επικοινωνία ποσοστού έκπτωσης». Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι η αναγραφή παλιάς και νέας τιμής είναι επιβεβλημένες, ενώ το ποσοστό έκπτωσης έρχεται συμπληρωματικά και όχι μόνο του.
Έχει παρατηρηθεί ότι, επιχειρηματίες μέλη, καλοπροαίρετα και στην προσπάθειά τους να αποφύγουν τον σχετικό φόρτο εργασίας, δεν αναγράφουν στα υπό έκπτωση προϊόντα διπλές τιμές αλλά καταφεύγουν στην χρήση γενικευμένου ποσοστού μείωσης. Ωστόσο, η συγκεκριμένη πρακτική είναι παράνομη και επισύρει αυστηρές κυρώσεις. Επιβάλλεται λοιπόν προσοχή από τους καταστηματάρχες, ώστε να αναγράφουν πρώτα απ’ όλα την παλιά και νέα τιμή των προϊόντων και κατόπιν γενικευμένο ποσοστό έκπτωσης.
Σύμφωνα με το άρθρο 21 ν. 4177/2013, σε όσους παραβαίνουν τις διατάξεις περί εκπτώσεων επιβάλλεται πρόστιμο ποσού ίσου με το 0,5% του ετήσιου κύκλου εργασιών και πάντως όχι κατώτερο από πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ. Σε περίπτωση που επιβληθεί για δεύτερη φορά πρόστιμο για την ίδια παράβαση μέσα σε διάστημα πέντε (5) ετών, το πρόστιμο αυξάνεται στο 3% του ετήσιου κύκλου εργασιών της συγκεκριμένης επιχείρησης.