Η πορεία της οικονομίας μας αποδεικνύεται ανάλογη της εμπιστοσύνης μας στους θεσμούς. Και οι δύο κινούνται πτωτικά. Όποιος μπαίνει στον κόπο να διαβάζει πίσω από τη βιτρίνα της πρόθεσης ψήφου και της καταλληλότητας για πρωθυπουργό, βλέπει ότι το κοινωνικό συμβόλαιο στην Ελλάδα κινδυνεύει να διαρραγεί.
Σχεδόν οι μισοί Έλληνες δεν πήγαν να ψηφίσουν πέρυσι το Σεπτέμβριο. Οι μισοί από όσους ψηφίζουν μετακινούνται από κόμμα σε κόμμα, από εκλογή σε εκλογή αναζητώντας απελπισμένα έστω ένα ψήγμα ελπίδας. Και οι περισσότεροι αμφισβητούν πλέον ευθέως την κεντρική πολιτική. Δεν πιστεύουν, δεν αισιοδοξούν, δεν επιβραβεύουν, μόνο μαυρίζουν, επιστρέφοντας λίγη από τη μαυρίλα της ζωής τους. Φαίνεται ότι και στην επόμενη αναμέτρηση η λογική δεν θα αλλάξει: να φύγουν αυτοί, να έρθουν οι άλλοι.
Κάποιοι κοινωνικοί ερευνητές μας προειδοποιούσαν ήδη από τη δεκαετία του 2000. Ζούμε σε μια κοινωνία χαμηλής εμπιστοσύνης. Βασικά κοινωνικά προβλήματα και κυρίως, η σχέση μας με το κράτος κλόνιζαν την εμπιστοσύνη των Ελλήνων στους θεσμούς διακυβέρνησης, στην πολιτική και στους πολιτικούς. Οι ειδικοί το λένε χαμηλό ‘θεσμικό κεφάλαιο’. Η πρόοδος δεν πέρασε στην κοινωνία και στις δομές του κράτους. Δεν μετασχημάτισε την οικονομία. Δεν δημιούργησε παιδεία και υγεία δυτικού τύπου. Τα σύνορα άνοιξαν, οι περισσότεροι Έλληνες μπορούσαν πια να κρίνουν και να συγκρίνουν.
Η κρίση ήρθε να απογειώσει την αμφισβήτηση και να τη μετατρέψει σε αγανάκτηση, να γεμίσει τον πολιτικό λόγο με τοξικότητα, εμφυλιοπολεμικό μίσος και συχνά παραλογισμό. Η μαυρόασπρη λογική διαπότισε την πολιτική αντιπαράθεση, τα “ναι” και τα “όχι” έριξαν έναν ισχυρό παραμορφωτικό φακό στις σχέσεις μας. Και όταν τα τείχη έπεσαν και βρεθήκαμε με ένα αριστερό μνημόνιο στα χέρια, ξεμείναμε με μια ανεξάντλητη δεξαμενή τοξικότητας στην αυλή μας. Ο πειρασμός της βουτιάς για το αντίπαλο στρατόπεδο είναι μεγάλος. Ας αναρωτηθούμε όμως. Πόση χολή, πόση ειρωνεία και απογοήτευση αντέχει ακόμη η κοινωνία μας; Πρέπει να ξαναπιάσουμε το νήμα από την αρχή. Πρώτιστος στόχος όσων σχεδιάζουν πολιτικές τακτικές να ξαναγίνει η διδασκαλία του διαλόγου, του ήθους και των κανόνων στη δημόσια αντιπαράθεση, και η αναζήτηση της συναίνεσης στα ουσιώδη.
Προφανώς οι πολίτες καταλαβαίνουν ότι από τους πύρινους λόγους μέχρι τον απλήρωτο λογαριασμό της ΔΕΗ και την κουτσουρεμένη επικουρική σύνταξη υπάρχει μία μεγάλη απόσταση. Έχουν δει το έργο ξανά και ξανά. Άλλωστε την τελευταία άγρια επταετία για τη χώρα μας όλες οι δυνάμεις του πολιτικού φάσματος πήραν το μάθημά τους, βλέποντας την σκληρή πραγματικότητα να καταπλακώνει φλογερούς λόγους, μεγαλόστομες υποσχέσεις και να τσαλακώνει προγράμματα και κόκκινες γραμμές. Έφυγαν οι μεν για να έρθουν οι δε, αλλά οι δε ήρθαν με το δικό τους μνημόνιο, δικούς τους φόρους, δικές τους λειψές συντάξεις. Όσο όμως τέτοιου τύπου δημόσιες συζητήσεις επαναλαμβάνονται, τόσο πιο λίγες είναι οι ελπίδες να δούμε ένα θετικό κοινωνικό ρεύμα, μια ψήφο επιβράβευσης προγραμμάτων και λιγότερο φωνακλάδων. Και να επανέλθει η εμπιστοσύνη στην πολιτική και τους πολιτικούς.
Τώρα είναι η ώρα να εξηγήσουμε τα στραβά, να εστιάσουμε στα σημαντικά και να δούμε που μπορούμε να συνεργαστούμε. Μέσα από ένα νέο πλαίσιο πολιτικού ήθους να διευκολύνουμε τη δυνατότητα κάθε κυβέρνησης να μπορεί να εφαρμόσει τα σωστά ή τα αναγκαία στοιχεία του προγράμματος της και να αφήσει κάτι πίσω της, ώστε να χτίζει ο καθένας το δικό του όροφο και να μην γκρεμίζει ό,τι παρέλαβε. Ας μην ξεχνάμε πως αν η πρόσφατη ιστορία έχει αποδείξει κάτι είναι ότι αυτός που παίρνει την καρέκλα με τα ίδια μέσα που κάποτε την έχασε, σύντομα θα ανακαλύψει ότι τα πόδια της σπάνε εύκολα, αφού λείπει η εμπιστοσύνη και οι απαραίτητες συμμαχίες που δίνουν στους θεσμούς, άρα και στα αξιώματα αντοχή και υπόσταση.
Αλίμονο, δεν θεωρώ την πολιτική μια αφελή ενασχόληση για δημόσιες σχέσεις και φιλοφρονήσεις. Η πολιτική είναι συνυφασμένη με την σύγκριση, την αντιπαράθεση και ενίοτε τη σύγκρουση. Ειδικά σήμερα που η κυβέρνηση δείχνει δυσκολία να προσαρμοστεί στις αρχές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας επιδεικνύοντας τάσεις προς αυταρχισμό, ισοπεδώνοντας τους θεσμούς. Αντιπαράθεση όμως δημιουργική και με κανόνες, που υπάρχουν για να εξασφαλίζουν ότι όλες οι ηγεσίες και τα κόμματα υπηρετούν πάνω απ’ όλα το δημόσιο συμφέρον και τη συνέχεια της πολιτείας μας. Μια σύγκρουση προγραμμάτων για το ποιος θα λύσει ουσιαστικά το πρόβλημα και όχι για το ποιος θα κατεδαφίσει τον προηγούμενο για να του πάρει απλά την καρέκλα. Ο Αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας προτείνει λύσεις και παράλληλα κομίζει ένα νέο πολιτικό πολιτισμό. Ακόμη κι αν αυτό χρειαστεί χρόνο, μπορεί και πρέπει να τον μεταλαμπαδεύσει σε όλο το πολιτικό σύστημα. Από το αν θα βρει συμπαραστάτες θα κριθεί το κατά πόσο τα μαθήματα της πραγματικής ζωής όλα αυτά τα χρόνια έπιασαν τελικά τόπο, αλλά και το αν οι Έλληνες μπορούν να ελπίζουν ότι υπάρχει ελπίδα.
*Ο κ. Κώστας Μπακογιάννης είναι Περιφερειάρχης Στερεάς Ελλάδας