Συνέντευξη του Σωτήρη Σέρμπου, αν. καθηγητή διεθνούς πολιτικής και συμβούλου της ΚΟ ΠΑΣΟΚ- Κινήματος Αλλαγής σε θέματα εξωτερικής πολιτικής στην εφημερίδα Political και τον δημοσιογράφο Αντώνη Αντωνόπουλο.
-Ποιες είναι οι εκτιμήσεις σας για τις επιδιώξεις της Τουρκίας και την “ποιότητα” των ελληνοτουρκικών σχέσεων για το επόμενο διάστημα ;
Οφείλουμε να μελετάμε περισσότερο διεισδυτικά την πορεία της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, όπως εκείνη διαμορφώνεται από το φθινόπωρο του 2020. Για να το πούμε απλά, η Τουρκία προχωρά σε συμμάζεμα δυνάμεων και προκρίνει την επιστροφή της εξωτερικής της πολιτικής σε μια αναθεωρημένη εκδοχή της θεωρίας των «μηδενικών προβλημάτων» του Αχμέτ Νταβούτογλου.
Με την ιδεολογία να υποχωρεί έναντι του πραγματισμού (βλέπε σταθεροποίηση της οικονομίας και συντήρηση διαπεριφερειακού αποτυπώματος) και αφού ολοκληρώθηκε μια πρώτη περίοδος αισθητής διεύρυνσης του περιφερειακού της ρόλου το 2020, επέστρεψε στον εξορθολογισμό και τους κατά περίπτωση συμβιβασμούς που απαιτούνται με σειρά χωρών της περιοχής.
Επιπλέον, πέρα από επιμέρους διμερείς λόγους που αφορούν ακόμα και χώρες με ανταγωνιστική ιδεολογία και συμφέροντα όπως τα ΗΑΕ, αναδεικνύεται ο συνδυασμένος αντίκτυπος τόσο από την αποχώρηση των ΗΠΑ και την υποβίβαση της περιοχής σε δευτερεύουσα για τα συμφέροντά τους, όσο και της ώθησης που προσφέρουν για επιστροφή των περιφερειακών δρώντων από τον ανταγωνισμό στη συνεργασία.
Ως προς τα ελληνοτουρκικά, εξαιτίας της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, η Αθήνα κερδίζει χρόνο τον οποίο θα πρέπει να αξιοποιήσει ωφέλιμα και προδραστικά. Έτσι ώστε να ενισχύσει τη διαπραγματευτική της θέση έναντι του τουρκικού αναθεωρητισμού. Τόσο με την Ουάσιγκτον όσο και με τις Βρυξέλλες, η Άγκυρα θα επιδιώξει ένα αναμορφωμένο και γεωπολιτικά αναβαθμισμένο πλαίσιο συνεννόησης. Εδώ είναι το πεδίο όπου η Ελλάδα θα πρέπει να επιστρέψει προδραστικά και διεκδικητικά στο πεδίο των διαπραγματεύσεων. Ξεκινώντας με τους δυτικούς εταίρους και συμμάχους της.
Αξιώνοντας τη συνιδιοκτησία του εγχειρήματος στο οποίο θα πρέπει να περιληφθεί κι ένας οδικός χάρτης εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Με τον τελευταίο να ευθυγραμμίζεται με την τρέχουσα συγκυρία όπου αναζωογονείται η σημασία αποφασιστικής απόκρουσης των αναθεωρητικών πολιτικών. Διακρίνω λοιπόν ένα παράθυρο ευκαιρίας για τα επόμενα 2-3 χρόνια, το οποίο δεν θα πρέπει να χαθεί για την Ελλάδα. Προκειμένου οι λύσεις που θα επιτευχθούν να εδράζονται τόσο στο διεθνές δίκαιο και τη γεωγραφία όσο και να θωρακίζονται μέσω διατλαντικών δικλείδων ασφαλείας. Σε διαφορετική περίπτωση, η Τουρκία μεσοπρόθεσμα θα επιστρέψει σε πολιτικές αναθεώρησης του status quo.
-Θεωρείτε ότι η χώρα μας είχε διπλωματικά περιθώρια για έναν διαφορετικό χειρισμό ως προς τη συμβολή της στο πεδίο αντιμετώπισης της ρωσικής εισβολής στη Ουκρανία;
Τα όποια περιθώρια εξανεμίστηκαν από τη στιγμή που το Κρεμλίνο αποφάσισε να εισβάλει στην Ουκρανία. Για την Ελλάδα, η υπηρέτηση τόσο του εθνικού συμφέροντος όσο και του πυρήνα του αξιακού της παραδείγματος από κοινού με το πλέγμα ιστορικών και θρησκευτικών δεσμών με την ίδια την Ουκρανία, δεν επιτρέπουν περιθώρια για «γκρίζες ζώνες». Πόσο μάλλον όταν η Ελλάδα γειτονεύει με χώρα που εμφορείται από μια συναλλακτική κουλτούρα επαναπροσδιορισμού θεμελιωδών «κανόνων του παιχνιδιού» και αποδεκτών ορίων άσκησης εξωτερικής πολιτικής.
Με την ίδια να επιθυμεί να διαδραματίσει αυτόνομο ρόλο «τρίτου» πόλου στο υπό διαμόρφωση διεθνές σύστημα. Τέλος, επειδή η πολιτική και θεσμική διαδικασία κάθε άλλο παρά αποτελεί το φτωχό συγγενή μιας εθνικής στρατηγικής, κακώς ο Πρωθυπουργός απαξίωσε την ευκαιρία επιδίωξης εθνικής συνεννόησης. Ειδικά όταν το διακύβευμα βρίσκεται σε ιστορικό υψηλό και άρα το μήνυμα προς την ελληνική κοινωνία οφείλει να είναι κρυστάλλινο και ανόθευτο.
-Γιατί συντηρείται ακόμη αυτό το δίλημμα γύρω από τις σφαίρες επιρροής που ανήκει η χώρα μας.
Να ανατρέξετε στο περιεχόμενο της κοινής δήλωσης Ρωσίας-Κίνας, τον περασμένο μήνα. Κατά την άποψη τους, η «νέα εποχή» των διεθνών σχέσεων, θα περιλαμβάνει την επιστροφή στα χρόνια των διευθυντηρίων των μεγάλων δυνάμεων με συνεννοήσεις για σφαίρες επιρροής και επικυριαρχίας. Στο πλαίσιο των “νέων κανόνων”, έννοιες όπως εθνική κυριαρχία, δημοκρατία, κράτος δικαίου και ανθρώπινα δικαιώματα, αναθεωρούνται επί τα χείρω. Αυτό είναι το δίλημμα.
Υπαρκτό και επικίνδυνο. Άρα για την Ελλάδα, η σημερινή πρόκληση παραμένει, να επαναπροσδιορίσει το ρόλο και να αναβαθμίσει το status της στην ευρωατλαντική κοινότητα αξιών και συμφερόντων. Συμβάλλοντας στη θεράπευση των πληγών της και προχωρώντας στην αναζωογόνηση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Ενισχύοντας πολυεπίπεδα τόσο το εθνικό της αποτύπωμα όσο και το εύρος δράσης της εξωτερικής της πολιτικής. Ειδικά στη γειτονιά μας όπου τα ρήγματα και οι αβεβαιότητες επιμένουν. Καταληκτικά, αλίμονο αν επιτρέψουμε οι “νέοι” κανόνες να γραφτούν και για εμάς, χωρίς εμάς.
-Ποιο είναι το στίγμα της πολιτικής που θα εκπέμπει το ΠΑΣΟΚ για τα μείζονα θέματα εξωτερικής πολιτικής;
Στο ΠΑΣΟΚ αντιλαμβανόμαστε τόσο τη φύση και τη συνθετότητα των σημερινών διεθνών προκλήσεων όσο και τις διαδοχικές αντανακλάσεις τους. Με έμφαση στα περιφερειακά δρώμενα αλλά και στα επιμέρους ζητήματα ελληνικού ενδιαφέροντος. Πλέον, η Ελλάδα δεν διαθέτει την πολυτέλεια να τρέχει πίσω από τις εξελίξεις αποφεύγοντας να εκπονήσει το δικό της σχέδιο δράσης. Η σύλληψη του παραμένει το κρίσιμο προαπαιτούμενο προκειμένου να εναρμονιστούμε με το κεντρικό διακύβευμα της εποχής που διανύουμε. Τα τελευταία χρόνια γυρνάμε υπερβολικά γύρω από την Άγκυρα και πολύ λίγο απ’ όλα τα υπόλοιπα. Τα οποία και εν τέλει θα καθορίσουν την εξέλιξη των σχέσεων μας με την ίδια την Τουρκία.
Το ΠΑΣΟΚ επιστρέφει στο φυσικό του χώρο με όρους εθνικής αυτοπεποίθησης στο εσωτερικό, διεκδικητικής διαπραγμάτευσης στο εξωτερικό και τέλος, αναβαθμισμένης επιστροφής στη γειτονιά μας. Δημιουργώντας τις προϋποθέσεις σφυρηλάτησης μιας -με σοσιαλδημοκρατικό πρόσημο- περισσότερο ανθεκτικής χώρας και κοινωνίας. Με σχέδιο κυβερνησιμότητας που θα λειτουργεί ως ανάχωμα απέναντι σε σειρά κρίσεων που ολοένα και περισσότερο θα δοκιμάζουν την επίτευξη ενάρετων ευθυγραμμίσεων μεταξύ εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής.
Πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Με καθαρές θέσεις που θα απορρέουν από ρεαλισμό πατριωτικής ευθύνης και μακράς πνοής. Μακριά από τις σειρήνες του λαϊκισμού και την υπονόμευση του εθνικού συμφέροντος εξαιτίας καιροσκοπικών πρακτικών που επιτάσσουν οι κοντόφθαλμοι εκλογικοί κύκλοι.